Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

«Η γειτονιά που μας μεγάλωσε» (της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Η γειτονιά μας έμοιαζε με μια μικρή αυλή που χωρούσε όλον τον κόσμο. Τα σπίτια ήταν τόσο κοντά που άκουγες το βράσιμο του καφέ της γειτόνισσας κι έβλεπες τον ατμό να ανεβαίνει στο μισάνοιχτο παράθυρό της. Κι εμείς, παιδιά τότε, τρέχαμε ξυπόλητοι στα σοκάκια του Βαλτινού, κυνηγώντας ο ένας τον άλλον, λες και δεν υπήρχε αύριο.

Ο Γιώργος, ο αδερφός μου, δεν αποχωριζόταν ποτέ τη Λουκία. Κάθε πρωί, πριν καλά καλά ανοίξει τα μάτια του, άκουγε τη φωνή της από το παράθυρο: «Γιωργάκη, έλα να παίξουμε!». Κι αυτός, με το ψωμί και το κομμάτι τυρί στο χέρι, έτρεχε να τη βρει. Καθόντουσαν στις τσιμεντόπλακες, έτρωγαν και γελούσαν, μιλώντας για τα όνειρά τους: πως όταν μεγαλώσουν, θα ταξιδέψουν μαζί με ποδήλατο μέχρι το ποτάμι ή θα αγοράσουν έναν σκύλο να τους φυλάει τις περιπέτειες.

Μπαινοβγαίναμε στα σπίτια ο ένας του άλλου χωρίς να χτυπάμε πόρτες, κι όταν έβγαινε η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού από το φούρνο, η μάνα της Λουκίας έκοβε πάντα ένα κομμάτι για όλους. Τότε που υπήρχαν λίγα, αλλά έφταναν για πολλούς.

Οι γείτονες ήταν οικογένεια. Όταν αρρώσταινε η μάνα, η κυρά-Γεωργία έφερνε ζεστό χαμομήλι. Όταν έλειπε ο πατέρας στη δουλειά, η γειτόνισσα μάς πρόσεχε να μη φύγουμε από την αυλή και χαθούμε στα χωράφια. Η γιαγιά καθόταν στη γωνία με το πλεκτό της και μας έριχνε βλέμματα γεμάτα στοργή, έτοιμη να μας μαλώσει αν ξεμακραίναμε.

Μα θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που η σόμπα πετρελαίου έβγαλε σπίθες. Έκανε έναν περίεργο θόρυβο, και πριν προλάβω να φωνάξω, η φωτιά τινάχτηκε έξω, κοκκινίζοντας το ντεπόζιτο. Έτρεξα με κομμένη ανάσα να ειδοποιήσω τη μάνα, κι εκείνη, με μάτια που άστραφταν από τον τρόμο, μου φώναξε να πάρω τον Γιώργο έξω. Τον άρπαξα, βγήκα ξυπόλητη στο δρόμο, φωνάζοντας: «Καίγεται το σπίτι! Καίγεται η μάνα μου!»

Οι γείτονες έτρεξαν πριν καταλάβουμε καλά τι έγινε. Ο κυρ-Παντελής με τη γυναίκα του έφεραν μια σκάφη με νερό, έκλεισαν τα μπουριά, και η φωτιά έσβησε, αφήνοντας μόνο καψαλισμένα τα χέρια της μάνας. Την άλλη μέρα, ο πατέρας ξήλωσε τη σόμπα και ξανάβαλε την ξυλόσομπα, λέγοντας πως «τα πετρέλαια είναι διαβολεμένα πράγματα».

Μα δεν ήταν μόνο οι φωτιές που δοκιμάζανε την οικογένεια. Εκείνη τη χρονιά, ο πατέρας έπεσε από τη σκαλωσιά στην οικοδομή πάνω σε ένα μεταλλικό βαρέλι. Χτύπησε άσχημα, και για δυο μήνες τον χάσαμε από το σπίτι. Ευτυχώς η κλινική ήταν κοντά και τον πρόλαβαν. Όταν γύρισε, πιο αδύναμος αλλά ζωντανός, η γειτονιά τον καλωσόρισε σαν ήρωα. Κι ας γκρίνιαζε ο ιδιοκτήτης για το στραβωμένο βαρέλι, η γειτονιά έφερε φαγητά, φρούτα, ακόμα και ζεστά πανιά για τις πληγές του, δείχνοντας πως ό,τι κι αν γινόταν, κανείς δεν ήταν μόνος.

Κι έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Με γέλια παιδιών το πρωί, με μάτια που κοίταζαν ανήσυχα το απόγευμα, με σόμπες που ζέσταιναν το βράδυ και καρδιές που ζέσταιναν ο ένας τον άλλον κάθε μέρα.

Κι αν τώρα οι δρόμοι εκείνης της γειτονιάς είναι πιο ήσυχοι, κι οι φωνές μας χάθηκαν στα χρόνια που κύλησαν, κάθε που κλείνω τα μάτια, βλέπω τον Γιώργο να τρέχει με το κομμάτι ψωμί στο χέρι, τη Λουκία να τον φωνάζει από το παράθυρο, τη μάνα να χαμογελάει ενώ τα χέρια της μοσχοβολούν ψωμί και καμένα ξύλα, κι εμάς, παιδιά ακόμα, να γελάμε δυνατά χωρίς να μας νοιάζει τίποτε.

Γιατί τότε μάθαμε τι θα πει να μοιράζεσαι, να κρατάς το χέρι του άλλου όταν καίγεται το σπίτι, να περιμένεις τον πατέρα να γυρίσει από το νοσοκομείο, να βγάζεις το καλύτερο κομμάτι ψωμί για τον φίλο σου, να ανοίγεις την καρδιά σου δίχως φόβο.

Κι αν χαθήκαμε, κι αν οι δρόμοι μάς πήραν αλλού, αυτή η γειτονιά μένει πάντα μέσα μας. Σαν υπόσχεση πως, αν κάποτε ξαναβρεθούμε όλοι μαζί, θα γελάσουμε όπως τότε, θα γίνουμε ξανά παιδιά, κι έστω για μια μέρα, θα παίξουμε ξανά στην αυλή της καρδιάς μας, εκεί όπου ήμασταν πραγματικά ελεύθεροι και αληθινοί.

Ρούλα Σταυρέκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας