Καλοκαίρι
τη δεκαετία του ΄70 στο χωριό, και το σούρουπο είχε τη δική του ιεροτελεστία: η
βόλτα – το νυφοπάζαρο. Ένα ατελείωτο σουλάτσο πάνω - κάτω στον κεντρικό δρόμο,
μπροστά από τα καφενεία, είχε γίνει θεσμός που ένωνε γενιές και βλέμματα.
Με
τα ποδήλατα, τα μηχανάκια, τα τρακτέρ και κάπου - κάπου κανένα αυτοκίνητο
έφθαναν οι νέοι από τα γύρω τα χωριά κάθε Κυριακή για τη βόλτα στο Βαλτινό.
Έρχονταν από την Παπαράντζα, το Διαλεχτό, το Μέλιγο, τον Ασπρόβαλτο, την
Τσιάρα, την Πηγή και από άλλα χωριά.
Η «βόλτα», ξεκινούσε από το περίπτερο του Σπύρου Παπακώστα, στη Γελαδαριά, και έφτανε μέχρι το σπίτι του Παντελή Κλιάκου. Το πήγαινε έλα άρχιζε κατά τις 7 ώρα το απόγευμα και διαρκούσε μέχρι τις 12 ώρα περίπου το βράδυ.
Κοριτσόπουλα
πιασμένα χέρι – χέρι, με τα καλοσιδερωμένα φορεματάκια τους, περπατούσαν αργά,
με το νάζι και την ανεμελιά της ηλικίας τους,
ενώ τα αγόρια, άλλοτε μοναχικά, άλλοτε σε μικρές παρέες παραφύλαγαν τα
περάσματα, έτοιμα για κάποιο βλέμμα, ένα ντροπαλό χαμόγελο ή έναν υπαινιγμό. Κάποιες
φορές τα αγόρια όταν πλησίαζαν προς τα κορίτσια, από την αντίθετη φορά, τις
έκαναν «ματιά» ή τα ακουμπούσαν με τον αγκώνα τους διακριτικά αλλά με νόημα, επιδεικνύοντας
έτσι την επιθυμία και το ενδιαφέρον τους για γνωριμία ή για τη δημιουργία
σχέσης.
Άλλες
φορές πάλι το φλέρτ γίνονταν με διάφορα χαρτάκια σημειώματα που έδιναν τα
αγόρια στις κοπέλες διακριτικά να τα διαβάσουν. Πολλές φορές κάποιος ξάδερφος
έπαιζε το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα σε δυο νέους που φλερτάρανε και έτσι
βοηθούσε την κατάσταση και τους έφερνε σε επαφή.
Δεν
έλλειπαν βέβαια οι μικρό παρεξηγήσεις και οι τσακωμοί από τους συγγενείς που
θίγονταν η τιμή και η υπόληψή τους από τα διάφορα πειράγματα.
Εκατέρωθεν
του δρόμου, τα καφενεία - ψησταριές του Καστρακίδα και του Βασίλη Σταμούλη και
αργότερα του Τσιατσιάβα - γεμάτα θαμώνες, σερβίριζαν σουβλάκια, κεμπάπ, κρασί
μπύρες και τσίπουρα. Οι μεγαλύτεροι, με το βλέμμα να πηγαινοέρχεται από τις
πιατέλες στις περαστικές κοπελιές, έριχναν χιουμοριστικά σχόλια, πότε για τα
νιάτα, πότε για τους «γαμπρούς» που καραδοκούσαν. Ήταν το λαϊκό θέατρο του
καλοκαιριού, όπου όλοι είχαν ρόλο και όλοι γνώριζαν τη σιωπηλή συμφωνία: να
φανεί το φουστάνι, να ακουστεί το χαχανητό, να περάσει ο καιρός γλυκά, με το
φλερτ, λίγο σουβλάκι και πολύ προσμονή.
Όμως
τι θα ήταν εκείνο τον νυφοπάζαρο χωρίς τους ήχους του τζουκ-μποξ; Μέσα από τα
καφενεία και τις ψησταριές, ξεχυνόταν στο δρόμο η μουσική της δεκαετίας του ΄70
οι λαϊκές φωνές του Καζαντίδη, του Διονυσίου, του Μητροπάνου, της Μαρινέλλας,
τα χασάπικα και τα ζεϊμπέκικα που έδιναν ρυθμό στα βήματα και καρδιά στην
ατμόσφαιρα.
Τα
τζουκ-μποξ ακουγόταν σχεδόν ασταμάτητα, με τις δραχμές να πέφτουν η μία μετά
την άλλη - επιλογές συνήθως των θαμώνων, που διάλεγαν τραγούδια για έρωτες
παλιούς, για χωρισμούς, αλλά και για να «πιάσουν κουβέντα» με την απέναντι
παρέα. Ήταν η εποχή που τα τραγούδια έλεγαν αυτά που δεν τολμούσαν τα βλέμματα.
Ένα
«Πριν χαθεί το όνειρό μας» ή ένα «Αγριολούλουδο» γινόταν το soundtrack εκείνης
της στιγμής που δυο μάτια συναντιόταν, και μέσα σε ένα καλοκαιρινό απόγευμα στο
χωριό, γεννιόταν κάτι απλό, αλλά αληθινό. Οι ήχοι αυτοί μπλέκονταν με τα γέλια,
τις μυρωδιές από τα ψημένα κρέατα, και το κλαγγ των πιάτων - ένας ολόκληρος
κόσμος που αναστέναζε κάτω από τη ζεστή αύρα του καλοκαιρινού δειλινού.
Έτσι
σιγά - σιγά και αργά το βράδυ άρχιζε να αραιώνει ο κόσμος και να τελειώνει η
βόλτα, περιμένοντας την επόμενη φορά, για να ξεκινήσει ή να συνεχιστεί κάποιο
φλέρτ.
Η
βόλτα αυτή ήταν το κοινωνικό γεγονός του καλοκαιριού, ένα νυφοπάζαρο φτιαγμένο
από νιάτα, προσδοκία και το μεράκι του χωριού να ζει και να αγαπά.
Ήταν το χωριό τότε, ένας μικρός θερινός παράδεισος, όπου κάθε βραδινή βόλτα ήταν και μία υπόσχεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου