Μπροστά
μας μια φωτογραφία – στατική, ασπρόμαυρη, μα σπαρταράει από ζωή. Ένας αντάρτης
από το Βαλτινό, ο Γεώργιος Σταυρέκας, όρθιος, στιβαρός, με φυσιγγιοθήκες χιαστί
στο στήθος και το όπλο κρεμασμένο στον ώμο, ποζάρει μπροστά στον φακό με ένα
βλέμμα περήφανο, σχεδόν αλύγιστο. Η στολή του προσεγμένη, τα άρβυλα γυαλισμένα, οι περικνημίδες
σφιχτοδεμένες, το δίκοχο καπέλο του φορεμένο με ακρίβεια - σαν να θέλει να αποτυπωθεί όχι μόνο
η μορφή του, αλλά και η τιμή που φέρει.
Το
χέρι του ακουμπά στη ζώνη, χαϊδεύοντας απαλά το πιστόλι. Όχι από αμηχανία, αλλά
από συνείδηση της θέσης του. Είναι στάση όχι απλώς στρατιωτική, αλλά σχεδόν τελετουργική
- μια επίκληση στη μνήμη, μια αναγνώριση της ευθύνης. Το μουστάκι του
καλοσχηματισμένο, όπως άρμοζε στους άντρες εκείνης της εποχής που ο ανδρισμός
δεν ήταν κραυγαλέος, αλλά βαρύς, υπόγειος, παρών.
Κι
όμως, το πιο παράδοξο στοιχείο είναι ο χώρος: ένα φωτογραφείο, όχι το βουνό,
ούτε κάποιο πεδίο μάχης. Είναι ένας τεχνητός κόσμος που προσφέρει αιωνιότητα σε
κάτι εφήμερο - σε μια στάση, μια στιγμή, ίσως και μια αυταπάτη. Δεν ξέρουμε τι
σκέφτεται - αν είναι λίγο πριν φύγει για μάχη ή αν ποζάρει για να στείλει την
εικόνα του σε κάποιον που αγαπά. Μα ό,τι κι αν κρύβεται πίσω από το βλέμμα του,
αυτή η φωτογραφία δεν είναι απλώς ένα ντοκουμέντο. Είναι ένας καθρέφτης της
ανθρώπινης ανάγκης για νόημα, για μνήμη, για περηφάνια που αντιστέκεται στη
λήθη.
Ο
αντάρτης αυτός δεν είναι μόνο πρόσωπο. Είναι σύμβολο. Κι ίσως κατά βάθος, μια
σιωπηλή προσευχή για να μην χαθεί ποτέ το γιατί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου