Στο
χωριό όπου οι άνθρωποι έβγαζαν το ψωμί τους με μόχθο και οι καιροί ήταν πάντα
δύσκολοι, ζούσε και ο Τασιός. Η καταγωγή του ήταν από την Κερκίνη Σερρών και ήρθε
γαμπρός στο χωριό όταν παντρεύτηκε την Τασιά, και έκαναν οικογένεια.
Ήταν μια χαρακτηριστική φιγούρα, ένας τύπος από εκείνους τους ανθρώπους που έμοιαζε να έχει βιώσει τη ζωή του τόπου τόσο πολύ, σαν να υπήρξε γέννημα θρέμμα. Πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη, ήταν η προσωποποίηση της αυθεντικότητας και της απλότητας. Δεν είχε ποτέ άγχος γιατί για εκείνον η ζωή ήταν απλή. Μια καλή κουβέντα, ένα γέλιο κι αν έβρισκε και κανένα μεροκάματο..., στο τέλος της μέρας ήταν όλα βολικά.
Ο
Τασιός, ήταν από τους πιο φτωχούς ανθρώπους του χωριού. Όχι μόνο με την έννοια
της υλικής του κατάστασης, αλλά ήταν και ο πιο ταπεινός και αθόρυβος από όλους.
Το σπίτι του, ένα μικρό σπιτάκι, ήταν στο κέντρο του χωριού.
Κυνηγούσε το μεροκάματο και έκανε τη δουλειά του πιο καλά από τον καθένα. Όλοι ήξεραν για τη δύναμη της θέλησης του και την αισιοδοξία του. Αν και η ζωή του ήταν γεμάτη στερήσεις, ποτέ δεν έδινε σημασία στις δυσκολίες, παρά μόνο στις ευκαιρίες που του δινότανε.
Όταν συζητούσε με τους φίλους του τα μάτια του γέμιζαν ενθουσιασμό και οι ιστορίες του ήταν γεμάτες από τη θυμοσοφία της καθημερινής ζωής, ενώ κάποιες φορές μπορούσε να σου πει κάτι τόσο απλό, που έκανε εντύπωση για το πόσο βαθύ μπορεί να ήταν. Δεν ήταν μορφωμένος, αλλά είχε πάντα αυτό το κάτι που τον έκανε ξεχωριστό. Όταν μια φορά κάποιος του είπε: «Δεν θα αλλάξεις ποτέ την κατάσταση σου», εκείνος απάντησε με το ίδιο χαμόγελο που είχε πάντα: «Η φτώχεια δεν με καθορίζει. Ο χαρακτήρας μου είναι αυτός που μετράει, και αυτός είναι πάντα πιο πλούσιος από οποιοδήποτε χρυσάφι».
Ο
Τασιός έφυγε τον Δεκέμβριο του 2016 σε ηλικία 70 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου