Αν
δεν μας έδερνε η μητέρα ή ο πατέρας, θα ’ταν ο μεγαλύτερος αδερφός, ο δάσκαλος,
ένα μεγαλύτερο παιδί, οποιοσδήποτε. Κι άντε να πεις στο σπίτι ότι κάποιος σε
βάρεσε.
-Να
αγιάσει ο ανθρωπάκος! Ήταν η πρώτη αντίδραση της μητέρας. Γύρευε τι του ’κανες!
Πάντα
είχαν δίκιο οι άλλοι. Και να κι άλλο ξύλο. Και τ’ όνειρό μας ήταν να μεγαλώσουμε,
να ’μαστε δυνατοί, για να μπορούμε να δέρνουμε και να αντέχουμε στο ξύλο.
Αλλά
ήταν φορές που μπορούσαμε κι εμείς να ταράξουμε τους μεγαλύτερους. Όπως τότε
που μου ρίχθηκε ο αδερφός μου–ούτε θυμάμαι γιατί- και μ’
έκανε τ’ αλατιού. Οπότε πέφτω κι εγώ και κάνω τον ξερό, του θανατά.
Τα
χρειάστηκε ο αδερφός μου:
-Τι
έχεις, αδερφούλη μου; λέει σκύβοντας απάνω μου.
Τον
άφησα κάμποση ώρα να με ψάχνει, να με ραντίζει με νερό, ώσπου τον λυπήθηκα κι
άρχισα σιγά σιγά να συνέρχομαι.
-Δεν
θα μεγαλώσω κι εγώ κάποτε; ήταν το μόνο που είπα.
Ξύλο
από πολλούς άντρες και στις γυναίκες τους. Όπως ο γείτονάς μας, που δεν ήταν
βράδυ να μην καταχερίσει την γυναίκα του –ίσως γιατί ήταν κι απ’ τους λίγους
που δεν είχαν παιδιά- και ποιον να βαρέσει; Και να ουρλιάζει αυτή, κι αυτός,
που κάτι έφτανε ως τ’ αυτιά του:
Σκάσε,
μωρή, γαμώτο…
Οι
περισσότεροι από τους άντρες, πριν μαζευτούνε το βράδυ στο σπίτια τους,
κατέβαζαν τα ποτήρια τους στα καφενεία και φτάνοντας ήταν φτιαγμένοι για καβγά
- με την γυναίκα ή τα παιδιά.
Γυναίκα
να δέρνει άντρα δεν είχαμε ακούσει.
-Να
παντρευτούμε κι εμείς, να ’χουμε μια γυναίκα να τη βαράμε! Λέγαμε μεταξύ μας τα
παιδιά.
Μόνο
κάποιες σαν την μητέρα μας γλύτωναν. Ίσως και γιατί είχε έναν δικό της τρόπο ν’
αντιμετωπίζει τον πατέρα.
-Ό,τι
πεις εσύ, άντρα μου, έλεγε όταν εκείνος ύψωνε τη φωνή του για κάτι, κι αυτό
σήμαινε τη λήξη οποιασδήποτε διαφωνίας τους.
-«Ό,τι
πεις εσύ, άντρα μου» αλλά στο τέλος γίνονταν ότι ήθελε η μητέρα.
Ξύλο
δεν έτρωγαν κι οι γκαστρωμένες, είχα ακούσει.
-Γιατί
δεν γκαστρώνονται οι άντρες και τα παιδιά; αναρωτιόμασταν.
Εγώ
πάντως μια μέρα που με περίμενε πολύ ξύλο, φούσκωσα μπροστά στην μητέρα μου την
κοιλιά μου:
-Μη
με βαρείς, είμαι γκαστρωμένος!
-Άι
τσακίσου από δω που είσαι γκαστρωμένος, μη σε κοψομεσιάσω! Είπε προσπαθώντας να
κρύψει ένα απ’ τα’ ακριβά της χαμόγελα.
Και δεν γλύτωσα το ξύλο.
Μια
άλλη φορά έτρεχα για ένα θέλημα κι εκεί στην άκρη του χωριού, ορμάει απάνω μου
η σκύλα που ήταν πιο κει με τα σκυλάκια της, και μου γραπώνει το μπούτι. Βάζω
μια φωνή και την ίδια στιγμή, καθώς γονατίζω, με τα δόντια της σκύλας στο κρέας
μου, της αρπάζω μέσα στην απελπισία μου με τα δικά μου δόντια τη ράχη. Μ’ άφησε
αμέσως κι έφυγε ουρλιάζοντας.
Τι
σου ’κανε, ρε; ακούω καθώς έφευγα το ιδιοκτήτη της σκύλας, που ξεσηκώθηκε από
τις φωνές μου αλλά κι από το κατοπινό ουρλιαχτό της σκύλας.
«Θα
με βαρέσει που του δάγκωσα τη σκύλα!» σκέφτηκα φεύγοντας, κρατώντας το
δαγκωμένο μπούτι μου που έβγαζε αυλάκι το αίμα.
-Τι
έπαθες πάλι; η μητέρα.
-Με
δάγκωσε η σκύλα.
Τι
ήθελες και τη ζύγωνες; Δεν ξέρεις ότι γέννησε; Κομμάτια έπρεπε να σε κάνει!
Έπλυνε
την πληγή, έβαλε επάνω στουμπισμένο κρεμμύδι, άπλωσε κι ένα κληματόφυλλο και το
’δεσε.
-Σακάτης
θα μείνεις καμιά μέρα με το μυαλό που κουβαλάς!
Του Δημήτρη Γκιώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου