Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Τραγούδια του Πάσχα (πασχαλιάτικα). (Από τη λαογραφία του τόπου μας)




Του Ευαγγέλου Στάθη φιλολόγου

Τα Πασχαλιάτικα τραγούδια, τα τραγουδούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες στον τεράστιο χώρο μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Βαλτινού, τις τρεις ημέρες του Πάσχα. Τα απογεύματα αυτών των ημερών μετά την απόλυση του πασχαλιάτικου εσπερινού όλες οι γυναίκες, πιασμένες χέρι-χέρι και με πολλά βήματα μπροστά και ένα πίσω, έλεγαν:



Ήρθαν τα πασχαλιόγιορτα
Ήρθαν τα πασχαλιόγιορτα κι οι ’πίσημες οι ημέρες,
αλλάζουν μάνες τα παιδιά και οι πεθερές τις νύφες
αλλάζει και η χήρα τα παιδιά, υγιό και δυχατέρα.
Τον γιο τον ντύνει στα κόκκινα, τη δυχατέρα στ’ άσπρα
κι’ αυτή στα καταγάλανα σαν χήρα νιά που είναι.

Του παπα-Γιώργη το παιδί
Του παπα-Γιώργη το παιδί του παπα-Γιώργ’ τ’ αγγόνι
από μικρός στα γράμματα, μικρός στα βιλαέτια.
και τώρα στα γεράματα ν’ αρματολός και κλέφτης.
Ν’ όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια
και του Βαρλάμη το κελί δεν μπόρειε να πατήσει.
Τροΐουρ’ τροΐουρου τό ’φερνε, τροΐουρ’ τροΐουρου το φέρνει.
Το Γούμενο παρακαλεί για να κατέβει κάτω.
- Κατέβα κάτω, Γούμενε, να με ξεμολογήσεις.
Τόσα κοράσια φίλησα και τόσες παντρεμένες
κι οι παπαδιές κι οι καλογριές λογαριασμό δεν έχουν.


Της Αγίας Σοφιάς
Δεν είναι κρίμα και άδικο παράξενο μεγάλο
που ζέψανε τον Κωνσταντή με τα’ άγριο το βουβάλι
να κουβαλήσουν μάρμαρο και κόκκινο λιθάρι
να φτιάξουν την Αγία Σοφιά το μέγα μοναστήρι
πού ’χει τρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος.
(Ελένη Νικολάου Τζίμα)


Η καλογριά
Δώδεκα χρονώ κοράσιο πάησε καλόγριά.
Με σταυρό, με κομπολόι πάει στην εκκλησία.
Ούτε το σταυρό της κάνει, ούτε προσευχή,
μον κοιτάει τα παλικάρια τα Γιαννιώτικα.
Κανένας δεν την είδε, δεν τη λόγιασε
ο Πάπας απ’ τ’ άγιο βήμα την ευλόγησε:
- όξω όξω, την καλόγρια, όξω απ’ τα κελιά.

Κυράτσα Γιώργαινα
- Μαρή κυράτσα Γιώργαινα, με τα ’μορφα κορίτσια,
για δος μας τα, για πάντρεψ’ τα, για φέρτα μας στην κρίση.
- Το τι κορίτσια έχω ’γω να τα παντρολογήσω;
Το να ’ναι δώδεκα χρονώ και το άλλο δεκαπέντε
το τρίτο το μικρότερο, εννιά, παίρνει τα δέκα
(Ελένη Νικολάου Τζίμα)

Μία Μάρω από τα Γιάννινα
Μία Μάρω από τα Γιάννινα Δευτέρα μέρα κίνησε
να πάει γι’ ασημόχωμα και γι’ αγιόχωμα,
φυλλόχωμα κι αγιόχωμα και σκεπαρνιά δεν έλαχε.
Με τα νυχάκια τς τό βγαζε και στην ποδιά τς το μάζευε.
Στην ποδιά τς το μάζευε και στην μηλιά το πάαινε:
- Πάρε μηλιά, το χώμα μου και δος μου τα λουλούδια
να στολιστώ, ν’ αρματωθώ και στο χορό να κατέβω.
Και σαν την είδ’ ο Βόηβοδας,...
(Σαββούλα Αγγελή Ριζάριώτη
Φώτω Ζαμπακα Παπακώστα)

Αυτόν τον νιό...
Καλογριοπούλα περπατεί στον άμμο της θαλάσσης
με τα μαλλάκια ξέπλεγα στους ώμους γυρισμένα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογά και λέει:
- Αυτόν τον νιό που πιάσατε, αυτό το παλικάρι
να μην τονε χαλάσετε, γιατί είν’ ο αδερφός μου.
Χίλια φλουριά σας δίνω γω και πεντακόσια γρόσια
κι αν δεν σας φτάνουνε κι αυτά, πουλάω τα σκουλαρίκια.

Της Οβριάς
Απ την Οβριά θελ’ να διαβώ κι απ’ την Οβριοπούλα
να ιδώ Οβριά που λούζεται, πως βάζει τα φκιασίδια.
Σε καρυοτσόφλι λούζεται κι όξω νερό δεν χύνει.
Ν’ Οβριά μ’ τι μα - κι ωχ αμάν ν’ αϊμάν,
Ν’ Οβριά μ, τι μάνα σ’ έκανε και τι πατέρας σ’ έχει
κι είσ’ άσπρη σαν το χιόνι, Κατερινάκι μου,
κι είσ’ άσπρη σαν το χιόνι, δεν βγαίνεις να σε ιδώ;
Ν’ η μάνα μ’ ήταν πέρδικα, πατέρας μου σαΐνης
κι ’γω μαν περδικόπουλο, περδικοπλουμισμένο.
Ν’ Οβριά, για δε βαφτίζεσαι να γίνεις Ρωμιοπούλα;
- Φέρτε παπάδες δώδεκα, δεσπότες δεκαπέντε
τότε και γω θα βαφτιστώ να γενώ Ρωμιοπούλα
ή
-Παιδιά μου, δεν βαφτίζωμαι άλλον άντρα να πάρω.
Αυτόν τον άντρα π’ αγαπώ αυτόν θα πάρω άντρα.
(Ζώιω Γιάννη Απόχα)

Του Κωνσταντή
Μικρός μικρός ο Κωνσταντής, μικρός και χαϊδεμένος
μικρόν τον έχει η μάνα του, μικρόν κι η αδερφή του.
Μικρόν τον αρραβώνισαν με την βασιλοπούλα.
Ακάλεσαν τα Τρίκαλα, ακάλεσαν τη Λάρσα,
καλέσανε και μένανε νονό να στεφανώσω.
Φκιάνω τα στέφανα χρυσά και τα κεριά ασημένια.

Κυράτσα Γιώργαινα
Μαρή κυράτσα Γιώργαινα, με τα πολλά κορίτσια,
για πάντρεψτα, για δος μας τα, για κόψε μας την κρίση.
- Πόσα κορίτσια έχω γω να τα παντρολογήσω;
Ένα κορίτσ’ απόχω γω το ’χω ‘ρεβωνιασμένο.
με τ’ αρρεβώνιασ’ ο Χριστός με το δεξί το χέρι,
με το δεξί με το ζερβί, με τ’ άγιο το βαγγέλιο.
(Φώτω Κωνσταντίνου Ανδρέου)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας