Εν
Βαλτινώ, τη Παραμονή Χριστουγέννων κάποιας χρονιάς τη δεκαετία του ΄60.
Αφού
κάναμε μπάνιο στο σκαφίδι εγώ και η αδερφή μου, φορέσαμε τα φτωχικά μας, αλλά
καθαρά ρούχα και το βραδάκι της παραμονής μαζευτήκαμε γύρω από το τζάκι για να
ζεσταθούμε. Η μάνα, μας έφτιαξε και μας έδωσε, για βραδινό, ζεστό χαμομήλι με
φρέσκο ζυμωτό ψωμί στη γάστρα, καθώς νηστεύαμε και την επόμενη μέρα θα
πηγαίναμε στην εκκλησία για να μεταλάβουμε.
-«Άντε
καθίστε φρόνημα και η γιαγιά θα σας πει ένα παραμύθι», μας είπε.
Εμείς
μαζευτήκαμε στο κρεβάτι και κουρνιάσαμε κάτω από την φλοκάτη.
Η
γιαγιά έφτιαξε για λίγο τη φωτιά με τη μάσια, πήρε το ξύλινο σκαμνάκι, έκατσε
κι άρχισε να μας διηγείται το παραμύθι.
-«Μια
φορά κι ένα καιρό, τέτοιες μέρες Χριστουγέννων, οι καλικάντζαροι ανέβαιναν στον
πάνω κόσμο κι έκαναν διάφορες ζαβολιές, πείραζαν τον κόσμο, έκαναν ζημιές, και
βρόμιζαν τον τόπο. Ένα βράδυ λοιπόν, που η γυναίκα του Τραγοπόδη
αρχικαλικάντζαρου, η Πικασόμπρα, ήταν έγκυος, την έπιασαν οι πόνοι και
ήταν έτοιμη να γεννήσει».
-«Αχ
τι θα κάνουμε τώρα, νυχτιάτικα, που θα βρούμε μαμή να ξεγεννήσει;» αναφώνησε
ανήσυχος ο καλικάντζαρος.
-«Ξέρω
εγώ μια μαμή στο άλλο χωριό», πετάγεται και λέει ο παγανός Τρικλοπόδης.
-«Τρεχάτε
να την φέρετε γρήγορα εδώ», διέταξε ο αρχικαλικάντζαρος.
Οι
καλικάντζαροι έγιναν αέρας και έφτασαν στο σπίτι της μαμής, στο άλλο χωριό, και
άρχιζαν να φωνάζουν.
-«Ε
μαμή, Ε μαμηηή βγες έξω».
Που
να βγει έξω η μαμή.
-«Αυτοί
όλο ζαβολιές και ζημιές κάνουν, που να μπλέκουμε τώρα», είπε σιγανά στον
άντρα της.
-«Βγες
έξω είναι ανάγκη να ξεγεννήσεις την καλικαντζαρού» ακούστηκε πάλι μια φωνή
από τους καλικάντζαρους.
Τι
να κάνει κι η μαμή, άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα και είδε ένα τσούρμο από
καλικαντζαραίους.
-«Έλα
γρήγορα να ξεγεννήσεις την καλικαντζαρού και θα σε χρυσώσει ο αρχηγός μας», είπε
ένας καλικάντζαρος.
-«Πώς
να ρθώ με ένα γόνα χιόνι έξω;» είπε η μαμή.
-«Θα
ζέψουμε το κάρο» είπαν οι καλικάντζαροι.
-«Μπά,
φοβάται το άλογο τη νύχτα…», είπε ο άντρας της μαμής, αλλά χωρίς να
προλάβει να αποσώσει την κουβέντα του, οι καλικάντζαροι είχαν ζευτεί οι ίδιοι
στο κάρο και περίμεναν την μαμή.
Έτσι
λοιπόν, ανέβασαν την μαμή στο κάρο και τράβηξαν για το σπίτι του
αρχικαλικάτζαρου.
-«Καλώς
την κυρά μαμή», είπε ο τραγοπόδης, «έλα κι αν με βγάλεις αρσενικό
παιδί θα σε γεμίσω με χρυσάφι και καλούδια, αν όμως με βγάλεις θηλυκό,
αλλοίμονό σου!»
Βλέπετε,
ο έρμος ο Παγανός, όλο κορίτσια έκανε.
Μπαίνει
λοιπόν η μαμή στο διπλανό δωμάτιο και ξεγέννησε την καλικαντζαρού.
Έλα
όμως, που το παιδί ήταν πάλι κορίτσι!
-«Αχ,
τι κάνουμε τώρα;» συλλογίστηκε η μαμή.
Όμως
η καλικαντζαρού, η Πικασόμπρα, που ήταν καλόψυχη, αναγνώρισε τη βοήθεια της
μαμής, και της είπε:
-«Φτιάξε
με το κερί ένα «τσουτσούνι» και φέρτο να το κολλήσουμε στα σκέλια του παιδιού
για να ξεγελάσουμε τον Τραγοπόδη, μέχρι να το καταλάβει θα έχετε επιστρέψει στο
σπίτι σας».
Έτσι
και έγινε. Βγαίνει μετά η μαμή από το δωμάτιο και φωνάζει:
-«Αγόρι,
αγόρι, να σας ζήσει!»
Τρέχει,
ο Τραγοπόδης, μέσα στο δωμάτιο, κοιτάζει καλά το παιδί, βλέπει το τσουτσούνι
και λέει:
-«Μπράβο
κυρά μαμή, μ’ έβγαλες αρσενικό!»
Φόρτωσε
μετά το κάρο της κυρά μαμής, με λίρες και καλούδια και είπε στους
καλικάντζαρους να την πάνε στο σπίτι της.
Τα
παγανά ζεύτηκαν πάλι στο κάρο και κίνησαν για το σπίτι της κυρά μαμής. Στο
δρόμο άρχισαν τρικούβερτο, γλέντι, χόρευαν, χοροπηδούσαν, έκαναν σφούρλες και
τραγουδούσαν:
«Το
ζιοζιό, το ζιοζιό - Γιούργια, φούργια, γιούργια, φούργια - Πατ κιουτ τσιφ
τσαφ».
Την
άλλη μέρα, στο σπίτι του τραγοπόδη, την ώρα που αλλάζανε πάνες στο μωρό, έπεσε
το τσουτσούνι και ο αρχικαλικάντζαρος είδε το παιδί που ήταν θηλυκό και
κατάλαβε την κατεργαριά της μαμής. Θύμωσε τόσο πολύ ο Τραγοπόδης και αγριεμένος
φώναξε και διέταξε τους καλικαντζαραίους:
-«Να
πάτε στο σπίτι της μαμής να το γκρεμίσετε και να φέρετε πίσω τις λίρες και όλα
τα καλούδια».
Η
μαμή με τον άντρα της έδεσαν το σκύλο στο κοτέτσι, κλειδαμπάρωσαν τις πόρτες,
έκλεισαν και τα κανάτια (πατζούρια), έκαιγαν τα γουρνοτσάρουχα, που η μυρωδιά
τους διώχνει τους καλικάντζαρους, κι έριχναν συνέχεια ξύλα και θυμίαμα στο
τζάκι.
Ε,
ρε και σαν έφτασαν οι καλικάντζαροι, και τι δεν έκαναν για να μπουν μέσα στο
σπίτι της κυρά μαμής. Περπατούσαν στα κεραμίδια, κατουρούσαν από
πάνω, έριχναν χιόνι στην καμινάδα για να σβήσουν τη φωτιά…
-«Κλείσε
και την κλειδαρότρυπα», είπε στον άντρα της η μαμή, «γιατί ο Ψιλοβελώνης και ο
Τρίχας περνάνε από τις κλειδαριές και τις χαραμάδες».
Όλη
τη νύχτα βαρούσαν χτυπούσαν, έκαναν ζημιές, αλλά μόλις ξημέρωσε έφυγαν, γιατί
οι καλικάντζαροι κυκλοφορούν μόνο την νύχτα.
Και
όσο μας τα έλεγε αυτά η γιαγιά, όλο και τρυπώναμε κάτω από τη φλοκάτη εμείς.
-«Κι
άμα έμπαιναν μέσα οι καλικάτζαροι, τι έπρεπε να κάνατε για να τους διώξετε
γιαγιά; λέγαμε κυριευμένοι από το φόβο εμείς.
-«Α,
τους δίναμε το κόσκινο να μετρήσουν τις τρύπες και μέχρι να τις μετρήσουν,
γιατί λάθευαν κιόλας, ξημέρωνε κι έφευγαν χωρίς να μας πειράξουν. Τα Φώτα
έφευγαν κυνηγημένοι από τον παπά μέχρι να γυρίσουν του χρόνου, και φωνάζανε:
«Φεύγετε να φεύγουμε, έρχεται ο παπάς με την βρεχτούρα και την αγιαστούρα».
-«Και
μετά και μετά» ανυπομονούσαμε εμείς.
-«Μετά
πέρασα κι εγώ από εκεί, πήρα παπούτσια από χαρτί, έπιασε βροχή κι έλειωσαν κι
αυτά. Άντε τώρα κοιμηθείτε γιατί αύριο θα πάμε στην εκκλησία πρωί-πρωί».
Την
άλλη μέρα ξυπνήσαμε πρωί –πρωί από τις φωνές της γιαγιάς.
«Βγάτει
βγάτει όξου να ιδείτε χιόνι!»
Πεταχτήκαμε
έξω κι αρχίσαμε να παίζουμε με το χιόνι. Ο πατέρας μου άνοιγε δρόμο μ’ ένα
φτυάρι από την αυλή μας μέχρι τον δρόμο.
-«Άντε
τώρα μπείτε μέσα γρήγορα», είπε η γιαγιά, «πρέπει να πάμε πρώτοι στην
εκκλησία», (καθότι ήταν καντηλανάφτισσα για χρόνια στην εκκλησία).
Ντυθήκαμε,
γρήγορα φορέσαμε και τις γαλότσες μας πήραμε και ένα τσιολάκι επάνω μας, να μας
προφυλάσσει από το χιόνι, βάλαμε από κάτω και τα ξαδέρφια μας τη Βάσω και τον
Στέλιο και μπροστά η γιαγιά, πίσω εμείς κινήσαμε το δρόμο για την εκκλησία.
Εγώ
παρατηρούσα δίπλα από τον ντορό που άνοιγε η γιαγιά, κάτι μικρές πατημασιές.
-«Ε
γιαγιά, τι είναι αυτές οι πατημασιές;» φώναξα.
-«Ξέρω
γω, μπορεί να είναι κι από τα καρκατζάλια», είπε η γιαγιά.
Μας
έπιασε ένας φόβος, φτερά έβγαλαν τα πόδια μας…, ούτε που καταλάβαμε πότε
φτάσαμε στην εκκλησία.
Εκεί
ακούσαμε το «Χριστός γεννάται», «Η παρθένος σήμερον» και λίγο πριν το τέλος της
λειτουργίας μεταλάβαμε.
Τελειώνοντας
η λειτουργία ο παπα-Χρήστος έβγαλε κήρυγμα και μεταξύ άλλων στο τέλος
είπε: «Να βγάλετε από μέσα σας τους καλικάντζαρους και να αγαπήσετε
αλλήλους. Χρόνια πολλά!»
Πήραμε
το αντίδωρο από του παπά το χέρι και κινήσαμε για το σπίτι.
Εγώ
στο δρόμο κοίταζα από δίπλα τις πατημασιές και έλεγα με το μυαλό μου: «λες
να…, μπα, όχι.» Κι όλο κοίταζα γύρω…
Άντε
λοιπόν να βγάλουμε όλοι μας τους καλικάντζαρους από την καρδιά μας και να
βασιλεύει η αγάπη και η Ειρήνη στον κόσμο.
Χρόνια
πολλά, καλές γιορτές και του χρόνου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου