Εκείνη τη μέρα ξύπνησα πριν από τη μάνα. Η καρδιά μου
χτυπούσε γρήγορα, όπως όταν περιμένεις γιορτή. Τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στη
σάκα δίπλα στο κρεβάτι: καφέ, με δυο αγκράφες μπροστά και μια μυρωδιά δέρματος
που με ζάλιζε από χαρά. Την είχα διαλέξει εγώ στα παζάρια των Τρικάλων και, όλη
τη νύχτα, την είχα κοντά μου· την κοιτούσα, την άγγιζα, τη χάιδευα.
«Σήκω, κόρη μου», είπε η μάνα, ακουμπώντας το χέρι της
στο μάγουλό μου. Έφερε το γαλατάκι ζεστό κι ύστερα άρχισε το μαρτύριο με την
τσατσάρα. Τράβαγε τα μαλλιά, τα μάζεψε σε κότσο, με έντυσε με την μπλε ποδιά
και τον άσπρο γιακά, κι εγώ φόρεσα τα καινούρια μου παπούτσια, που έκαναν ήχο
πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα.
«Πάμε», είπε.
Προχωρούσαμε στον δρόμο. Τα μαλλιά τραβούσαν το κεφάλι
μου πίσω, μα εγώ ήθελα να τρέξω μπροστά, να φτάσω γρήγορα στο σχολείο. Έξω από
την καγκελόπορτα η μάνα κοντοστάθηκε.
«Πήγαινε, κόρη μου, με την ευχή μου», είπε και μού
’σφιξε το χέρι.
Πέρασα μέσα και τα μάτια μου γέμισαν με παιδιά. Άλλα
γελούσαν, άλλα κοιτούσαν χάμω, κάποια τσίμπαγαν τις ποδιές τους που τους
έπεφταν μεγάλες. Κρατούσα σφιχτά τη σάκα μου, να μην την αγγίξει κανείς.
Ο παπαχρήστος έκανε τον αγιασμό. Το νερό έσταζε στα
κεφάλια και στα χέρια μας. Έκλεισα τα μάτια και ευχήθηκα σιωπηλά: «Θεέ μου,
κάνε να μάθω να διαβάζω, να γίνω δασκάλα». Είχα δει την ξαδέρφη μου, τη Λίτσα,
να διαβάζει μεγαλόφωνα και να γεμίζει το σπίτι γράμματα, κι ήθελα κι εγώ να
γεμίσω τον κόσμο με γράμματα.
Μας χώρισαν σε δύο ομάδες. Η μισή τάξη πήγε με μια
δασκάλα, η άλλη μισή με μια δεύτερη. Εγώ κάθισα στη δεύτερη σειρά, κοντά στο
παράθυρο.
Η δασκάλα μας ήταν ψηλή, με τα μαλλιά σφιχτά μαζεμένα
πίσω και μάτια κοφτερά σαν μαχαίρι. Στην αρχή χαμογελούσε. Μας μίλησε για
καθαριότητα, για πλυμένα χέρια, καθαρά ρούχα και μαντήλια. Έδειξε εμένα.
«Να, κοιτάξτε την ξανθούλα, λουσμένη, καθαρή, με το
άσπρο μαντήλι», είπε.
Το έδειξα περήφανη· εκείνη το πήρε και το σήκωσε για
να το δουν οι άλλοι. Μου άρεσε που με πρόσεξε. Σκέφτηκα πως με αγαπούσε.
Μα μέρα με τη μέρα, το χαμόγελο έσβηνε και το πρόσωπό
της άλλαζε. Η φωνή της γινόταν σκληρή, τα μάτια της γούρλωναν, το στόμα της
έβγαζε φωνές που έκαναν τα χέρια μου να τρέμουν. Κρατούσε μια βίτσα, που
χτυπούσε δυνατά στο γραφείο. Την πρώτη μέρα δεν χτύπησε κανέναν. Τη δεύτερη,
ακούστηκε το πρώτο κλάμα από ένα αγόρι που μπέρδεψε το μέτρημα. Την τρίτη, η
βίτσα κατέβηκε στο χέρι ενός κοριτσιού που δεν ήξερε την αλφαβήτα.
Η βίτσα έσπαγε πάνω στα χέρια τους. Μια φορά χτύπησε
τόσο δυνατά που πετάχτηκε σταγόνα αίμα. Έσφιγγα τα δάχτυλά μου, έτρεμα κάθε
φορά που πλησίαζε. Εγώ, που ονειρευόμουν να γίνω δασκάλα, τώρα ήθελα μονάχα να
κρύβομαι.
Στο διάλειμμα τα παιδιά έβγαιναν με χαρτιά κολλημένα
στην πλάτη: «Είμαι γαϊδούρι, φτύστε με». Η δασκάλα στεκόταν στην πόρτα και μας
ανάγκαζε να φτύνουμε τους συμμαθητές μας. Έφτυσα κι εγώ, με μάτια βουρκωμένα,
κι ύστερα έκρυψα το πρόσωπό μου από ντροπή.
Το όνειρο έσβηνε. Όσο κι αν προσπαθούσα, πάντα έβρισκε
λόγο να θυμώσει: για ένα γράμμα στραβό, για έναν αριθμό μπερδεμένο, για μια
ερώτηση που δεν ήξερα. Μια μέρα έκανα λάθος στο μέτρημα. Με φώναξε μπροστά,
άρχισε να φωνάζει και να με χτυπά με τη βίτσα στα πόδια. Έπεσα, κι εκείνη με
διέταζε να σηκωθώ. Με έβαλε να σταθώ στο ένα πόδι μια ώρα. Τα δάκρυα κυλούσαν,
μα δεν μιλούσα. Μας είχε μάθει να σωπαίνουμε.
Στο σπίτι δεν έλεγα τίποτα. Ο πατέρας στα χωράφια, η
μάνα στο γάλα. Δεν ήθελα να τους στενοχωρήσω ούτε να γίνει χειρότερα.
Μια μέρα, στο διάλειμμα, η μάνα περνούσε απ’ έξω.
«Έλα εδώ, κόρη μου», είπε πίσω από την καγκελόπορτα.
Πλησίασα. «Τι έπαθες στο μάγουλο;» ρώτησε και το
άγγιξε.
«Τίποτα», ψιθύρισα.
Το μάγουλο έκαιγε. Η δασκάλα μ’ είχε χαστουκίσει γιατί
δεν πήγα στην εκκλησία την Κυριακή. Ήμουν άρρωστη· εκείνη δεν νοιαζόταν.
Ένα κορίτσι δίπλα μου ψιθύρισε: «Η κυρία την χτύπησε,
κυρα-Λεμονιά».
Η μάνα έσφιξε τα χείλη. Τα μάτια της άστραψαν. Άνοιξε
την καγκελόπορτα και μπήκε στο προαύλιο. Όποιος την έβλεπε τότε, καταλάβαινε
πως δεν αστειευόταν.
Μπήκε στην τάξη. «Ποια είσαι εσύ που σηκώνεις χέρι στο
παιδί μου;» τη φώναξε.
Η δασκάλα πήγε να μιλήσει, μα η μάνα την άρπαξε από
τον γιακά. Έγινε χαμός. Τα παιδιά φώναζαν, τα θρανία τραντάζονταν, κι εγώ
έκλαιγα πίσω από την πόρτα.
Μετά απ’ εκείνη τη μέρα η δασκάλα δε με ξαναχτύπησε.
Δεν με κοίταξε ποτέ πια όπως πριν. Ίσως φοβήθηκε, ίσως ντράπηκε, ίσως δεν την
ένοιαζε. Μα εγώ δεν ήμουν πια το ίδιο παιδί.
Το όνειρο να γίνω δασκάλα χάθηκε με το χτύπημα εκείνης
της βίτσας. Έμαθα να διαβάζω, να γράφω, μα δεν θέλησα ποτέ να ακολουθήσω αυτόν
τον δρόμο. Κατάλαβα πως το σχολείο μπορεί να γίνει φυλακή, όταν ο φόβος είναι
δυνατότερος από τη χαρά.
Κι αν σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κρατώ ακόμα τη μυρωδιά
από τη σάκα που μύριζε δέρμα, είναι γιατί εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη που
κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι πάντα όπως τη φαντάζεσαι.
Κι όμως, καμιά φορά, όταν μυρίζω παλιό δέρμα, θυμάμαι
τη Λίτσα που διάβαζε μεγαλόφωνα και εύχομαι να είχαμε μεγαλώσει σε έναν κόσμο
όπου το σχολείο θα ήταν χαρά, κι όχι φόβος.
Ρούλα Σταυρέκα
 

 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου