Ο ήλιος της Κυριακής απλώθηκε ήρεμος πάνω από το Βαλτινό, λες και ήξερε πως
η μέρα εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν μέρα τρύγου, και τα δροσερά πρωινά
του Σεπτέμβρη κουβαλούσαν πάντοτε τη μυρωδιά των σταφυλιών που ωρίμαζαν
υπομονετικά, κρατώντας μέσα τους τον κόπο μιας ολόκληρης χρονιάς.
Ο Αντώνης Τσιγάρας, πρωινός πάντα, φόρεσε το καπέλο του κι έριξε μια ματιά
από το παράθυρο. Το φως έλουζε τις κληματαριές με μια χρυσή θαλπωρή. «Ώρα να
πάμε», είπε στη γυναίκα του Αρετή, ενώ τα παιδιά έτρεχαν ήδη έξω, ανυπόμονα για
την αρχή. Δεν ήταν απλή δουλειά· ήταν μια τελετή, μια γιορτή της γης που τους
έδινε πάλι τον καρπό της.
Στο αμπέλι τους περίμενε ο πατέρας του, ο Κώστας κι ο φίλος του, ο Πέτρος
Καραδήμας. Σφιχτές χειραψίες, χαμόγελα, και τα πρώτα πειράγματα ακούστηκαν κάτω
από τις φυλλωσιές.
— «Αντώνη, φέτος τα σταφύλια σου θα μας βγάλουν πιο δυνατό τσίπουρο από το
περσινό. Να δούμε αν θα το αντέξεις!» είπε γελώντας ο Πέτρος.
— «Άμα είναι να φτιάξουμε κρασί που να μας θυμίζει τα παλιά, όλα τα αντέχω»,
αποκρίθηκε ο Αντώνης, κι έσκυψε να κόψει το πρώτο τσαμπί.
Τα τελάρα γέμιζαν με ταχύ ρυθμό. Τα παιδιά, ο Κώστας και ο Χρήστος γελούσαν,
δοκιμάζοντας ρώγες και κρυφοκλέβοντας σταφύλια από τα τελάρα. Η μυρωδιά του
καρπού ανακατευόταν με το άρωμα της υγρής γης, δημιουργώντας μια αίσθηση
πληρότητας. Κάθε κλήμα που άδειαζε ήταν σαν μια υπόσχεση: «Ο κόπος σου πιάνει
τόπο».
Ο ήλιος ανέβαινε, κι ο ιδρώτας άρχισε να χαράζει τα πρόσωπα. Μα κανείς δεν
σταματούσε· η χαρά του τρύγου ήταν πιο δυνατή από την κούραση. Μικροί και
μεγάλοι, όλοι γίνονταν μια αλυσίδα, ενωμένοι για τον ίδιο σκοπό. Το αμπέλι ήταν
η σκηνή κι αυτοί οι ηθοποιοί σε ένα έργο παμπάλαιο, που παίζεται αιώνες τώρα
στο θεσσαλικό κάμπο.
Όταν τα τελάρα γέμισαν, ήρθε η ώρα της μεταφοράς. Με προσοχή, στοιβάχτηκαν
στη σειρά κι οδηγήθηκαν προς το σπίτι, εκεί όπου περίμενε η μηχανή για το
πάτημα. Ο χώρος γέμισε με φωνές, γέλια και τον ήχο των πλαστικών κιβωτίων που
ακουμπούσαν το ένα πάνω στο άλλο.
Η μηχανή στήθηκε περήφανη στη μέση της αυλής. Ο Αντώνης ανέβηκε πρώτος στο
ξύλινο σκαμνί και άρχισε να ρίχνει τσαμπιά μέσα στο στόμα της. Ο θόρυβος του
μηχανήματος έσμιγε με τις φωνές των παιδιών που παρακολουθούσαν με μάτια
ορθάνοιχτα το θαύμα: ο χυμός να κυλά και να γεμίζει το μεγάλο μαύρο βαρέλι.
— «Να, παιδιά, έτσι γεννιέται το κρασί», είπε ο Αντώνης στα παιδιά του που
στέκονταν παραδίπλα.
— «Και το τσίπουρο;» ρώτησε ο μικρός Χρήστος με απορία.
— «Το τσίπουρο θέλει κι αυτό τον καιρό του, μα πιο πολύ θέλει παρέα και
υπομονή. Χωρίς αυτά, δεν γίνεται.»
Τα τελάρα άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Η αυλή μύριζε γλυκά, σχεδόν
μεθυστικά. Ο μούστος έτρεχε αργά, σαν να κουβαλούσε μέσα του τη μνήμη των
γενεών που πέρασαν, των ανθρώπων που έσκυψαν στο ίδιο χώμα, φρόντισαν τα ίδια
κλήματα, πάτησαν τα ίδια σταφύλια.
Το μεσημέρι βρήκε την παρέα γύρω από το τραπέζι. Ψωμί, τυρί, ντομάτες,
κρεατικά και ένα μπουκάλι περσινό κρασί στάθηκαν αρκετά για να ολοκληρώσουν τη
γιορτή. Κάθε γουλιά ήταν σαν ευχαριστία προς τη γη, σαν ευλογία που ανανεωνόταν
κάθε χρόνο.
Η κουβέντα πήρε πιο στοχαστικό τόνο.
— «Ξέρεις, Αντώνη», είπε ο πατέρας του κοιτώντας τα αμπέλια στο βάθος, «ο
τρύγος είναι σαν τη ζωή. Κοπιάζεις, περιμένεις, ανησυχείς. Κι ύστερα, μια μέρα,
γεμίζεις τα τελάρα με τον καρπό σου. Ό,τι φρόντισες, ό,τι σεβάστηκες, το
γεύεσαι.»
— «Κι αν δεν πρόλαβες;» αντέτεινε ο Αντώνης.
— «Τότε, το συνεχίζουν οι άλλοι. Τα παιδιά, τα εγγόνια. Αυτό είναι το νόημα.
Δεν είναι μόνο να πιείς το κρασί σου, αλλά να μάθεις στους επόμενους πώς να το
φτιάχνουν.»
Τα παιδιά άκουγαν χωρίς να μιλούν. Ίσως δεν καταλάβαιναν ακόμη τα λόγια, μα
η εικόνα χαράχτηκε μέσα τους: οι μεγάλοι να μιλούν με σεβασμό για τη γη και τον
χρόνο, για τον μόχθο και την ανταμοιβή.
Το απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Κόζιακα, τα πάντα είχαν πια
τελειώσει. Τα αμπέλια είχαν γυμνωθεί, τα τελάρα είχαν αδειάσει, κι ο μούστος
ξεκουραζόταν στα βαρέλια, έτοιμος να ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι προς το
κρασί και το τσίπουρο. Η αυλή ήταν γεμάτη υπολείμματα σταφυλιών και το χώμα
κολλούσε κάτω από τα παπούτσια, μα όλοι ένιωθαν πλήρεις.
Πριν χωρίσουν, ο Αντώνης στάθηκε μια στιγμή σιωπηλός. Κοίταξε τα χέρια του,
γεμάτα σημάδια από το κλήμα, κι ύστερα σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
«Να μας αξιώσει ο Θεός και του χρόνου», είπε χαμηλόφωνα.
Ο Πέτρος του έσφιξε τον ώμο.
«Θα μας αξιώσει. Γιατί τέτοιες μέρες είναι που καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να
είσαι άνθρωπος: να δουλεύεις, να μοιράζεσαι και να γιορτάζεις.»
Η μέρα έκλεισε όπως άρχισε: με φως. Μόνο που τώρα ήταν το απαλό, χρυσαφένιο
φως του δειλινού, που τύλιγε τον τόπο σε μια γλυκιά σιωπή. Κι εκεί, στο
Βαλτινό, ο τρύγος είχε γραφτεί ξανά στην αέναη ιστορία της κοινότητας. Γιατί
όσο υπάρχει τρύγος, θα υπάρχει και μνήμη. Και όσο υπάρχει μνήμη, η ζωή θα κυλά
σαν μούστος που ώριμα γίνεται κρασί.
 
%CF%80%CE%BF%CE%B3%CE%B6.jpg)

%CF%81%CF%81.jpg)

 
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου