Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα
Η
Μαρία ήταν μια γυναίκα που ζούσε μια ήρεμη ζωή στο χωριό. Ήταν 38 ετών, και
είχε δύο μικρά παιδιά, τον Βασίλη και τη Λίτσα. Η ζωή της ήταν γεμάτη από τις
καθημερινές μικρές χαρές – το πρωινό γέλιο των παιδιών, τα σαββατιάτικα παιχνίδια
στον κήπο και τις συζητήσεις με τον σύζυγό της τον Χρήστο. Όλα αυτά την έκαναν
να νιώθει πλήρης, και η ζωή της έμοιαζε να κυλάει ομαλά.
Όμως
κάποια στιγμή, άρχισε να αισθάνεται μία αδιόρατη ενόχληση στο στήθος. Στην αρχή
την απέδωσε στην κούραση ή σε κάποια αλλαγή στον οργανισμό της. Όταν όμως η
ενόχληση δεν έφυγε, αποφάσισε να επισκεφτεί το γιατρό. Ο γιατρός, μετά από μια
σειρά εξετάσεων, της ανακοίνωσε τη χειρότερη δυνατή διάγνωση: καρκίνος του
μαστού.
Η
Μαρία πάγωσε. Όλες οι εικόνες της καθημερινότητας, τα γέλια των παιδιών της, τα
όνειρα για το μέλλον, όλα έμοιαζαν να καταρρέουν γύρω της. Η ασθένεια αυτή ήταν
μια ξαφνική και αμείλικτη απειλή για τη ζωή της. Παρόλο που ο γιατρός της είπε
ότι η διάγνωση ήταν σε αρχικό στάδιο και υπήρχε μια καλή πιθανότητα θεραπείας,
η λέξη «καρκίνος» ήταν αρκετή για να την τρομάξει βαθιά.
Τα
πρώτα βράδια, η Μαρία ξαγρυπνούσε, σκεπτόμενη τι θα γινόταν με τα παιδιά της αν
εκείνη δεν ήταν πια κοντά τους. Η σκέψη αυτή την κυρίευε, και ο φόβος την
κατέτρωγε. Ωστόσο, ήξερε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει την ασθένεια με θάρρος.
Μόνο έτσι θα είχε την ελπίδα να νικήσει.
Η
θεραπεία άρχισε σύντομα. Χημειοθεραπεία, ακτινοβολίες και συνεχείς εξετάσεις. Η
Μαρία ένιωθε το σώμα της να καταρρέει σιγά-σιγά, αλλά η ψυχή της ήταν πιο δυνατή
από ποτέ. Όταν ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη να συνεχίσει, σκεφτόταν τα παιδιά της
και τον Χρήστο, που ήταν πάντα δίπλα της, της προσέφεραν αγάπη και υποστήριξη
χωρίς όρους. Η αγάπη τους ήταν το πιο ισχυρό της όπλο.
Μέσα
σε όλο αυτό το διάστημα, η Μαρία ανακάλυψε ξανά την αξία της ζωής και της
καθημερινότητας. Άρχισε να εκτιμά ακόμα και τα μικρότερα πράγματα – τη χαρά
ενός καφέ το πρωί, την αγκαλιά των παιδιών της, τη χαμογελαστή φιγούρα του Χρήστου,
που ήταν πάντα εκεί, έτοιμος να τη στηρίξει.
Πέρασαν
μήνες δύσκολων θεραπειών, πολλές φορές η Μαρία αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να
συνεχίσει, όμως πάντα υπήρχε κάτι μέσα της που την κρατούσε ζωντανή. Ήταν η θέληση
να ζήσει. Να ζήσει για τα παιδιά της, για τη ζωή της, για τα όνειρα που δεν
ήθελε να αφήσει πίσω.
Και
τελικά, η μέρα που περίμενε με αγωνία ήρθε. Ο γιατρός της, με ένα χαμόγελο στο
πρόσωπο του, της ανακοίνωσε ότι είχε θεραπευτεί. Ο καρκίνος είχε υποχωρήσει και
η κατάσταση ήταν σταθερή.
Η
Μαρία, με δάκρυα στα μάτια, δεν μπορούσε να πιστέψει την είδηση. Είχε περάσει
μέσα από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ζωής της, αλλά η δύναμη της αγάπης, της
υποστήριξης της οικογένειάς της και η προσωπική της επιμονή την είχαν οδηγήσει
στην πολυπόθητη νίκη.
Όταν
επέστρεψε σπίτι, τα παιδιά της έτρεξαν να την αγκαλιάσουν και να της πουν πόσο
την αγαπούν. Εκείνη έσκυψε και τους φίλησε αναστενάζοντας με ανακούφιση. Η ζωή
της είχε ξαναρχίσει.
Η
Μαρία δεν ήταν πια η ίδια γυναίκα που ήταν πριν. Είχε γίνει πιο δυνατή, πιο
γεμάτη από ευγνωμοσύνη για την κάθε μέρα που ζούσε. Και ήξερε ότι, όποιο κι αν
ήταν το μέλλον, θα το αντιμετώπιζε με θάρρος, γιατί είχε ήδη νικήσει το
μεγαλύτερό της φόβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου