Τέτοια
δύστροπη και τσιγκούνα γυναίκα σαν την Λενιώ τη Μέτζινα δεν υπήρχε στο χωριό.
Μ’ όλο τον κόσμο τα ’βαζε. Ακόμη και με μας τα μικρά παιδιά, που παίζαμε στην
αλάνα πίσω από το σπίτι της. Μας πέταγε από την κουζίνα της βρομόνερα κι όταν
εμείς τη φωνάζαμε, «Ε! Μέτζινα, σιγά με τα βρομόνερά σου, μας έκανες χάλια»,
που το ’βρισκε τέτοιο κουράγιο, γριά γυναίκα και μας κυνηγούσε με τη βέργα,
μέχρι πέρα στην εκκλησία.
Δεν
άφηνε άνθρωπο για άνθρωπο που να μην πει για αυτόν κακιά κουβέντα. Ακόμη και
στην εκκλησία που πήγαινε, πήγαινε για να ’χει ύστερα να λέει για τον έναν και
για τον άλλον. Μονάχα ο Σιώκας της την έφερε μια φορά για τα καλά. Μια Κυριακή,
δηλαδή, την ώρα που απολούσε η εκκλησία, την πλησίασε για να την πειράξει και της
είπε:
-Μπράβο
χουβαρνταλίκι Λενιώ, σήμερα είδα έριξες εικοσάρικο στο παγκάρι!
ο
Σιώκας, που ήταν «μάρκα μ’ έκαψες», ήξερε την τσιγκουνιά της Μέτζινας, πάνω από
δεκάρα δεν έριχνε ποτέ στο παγκάρι, αλλά έκανε τον κουτό και συνέχισε το
παραμύθι.
-Αλλά
τι το θες, πάει τσάμπα…, χαράμι το τάμα… Της είπε δηλαδή, δήθεν, πως όταν ο επίτροπος
είδε το εικοσάρικο της Μέτζινας στο παγκάρι, το παραμέρισε και το έβαλε στην
τσέπη του.
-Ακούς εκεί, τον κερατά να το τσεπώσει; είπε ο Σιώκας απορώντας τάχα, με σοβαροφανές ύφος.
Το
’πιασε κατευθείαν το υπονοούμενο η Μέτζινα κι έμεινε σύξυλη. Να πάθει αυτή
τέτοιο χνέρι…; Άλλο που δεν ήθελε... και σα να πίστεψε προς στιγμήν, ότι η ίδια
είχε ρίξει εικοσάρικο στο παγκάρι, μια κι δυο, πάει κατευθείαν στο
επιτροπικό και άρχισε να φωνάζει τον επίτροπο.
-Δως
μου το εικοσάρικο πίσω βρε κλέφτη, δεν ντρέπεσαι να κάνεις τέτοια
μασκαριλίκια στην εκκλησία... Ο άνθρωπος τα ’χασε και της λέει:
-Ποιο
εικοσάρικο χριστιανή μου, τι μου λες τώρα;
Η
Μέτζινα που είχε αναψοκοκκινίσει κινήθηκε επιθετικά προς τον επίτροπο
φωνάζοντάς του:
-Δως
μου πίσω το εικοσάρικο τώρα, μη σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα, τρίχα…
Είδανε
και πάθαινε, ο παπάς και οι άλλοι επίτροποι, να τον γλιτώσουν από τα χέρια της,
τον φουκαρά τον επίτροπο, καθώς τον είχε αρπάξει από τον γιακά και ήταν
κολλημένη επάνω του σαν βδέλα, έτοιμη να τον κατασπαράξει.
Είπαν
αμάν ζαμάν μέχρι να τον βγάλουν απ’ τα χέρια της και μέχρι να λύσουν την
παρεξήγηση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου