Από το βιβλίο του Βασιλείου Δ. Μπούγα
Όταν οι κάτοικοι του Βαλτινού τελειώσουν τη φθινοπωρινή εργασία της σποράς και ετοιμάσουν τους στάβλους «αχούρια», για τα ζώα και τα μαντριά για τα πρόβατα, με τροφές για το χειμώνα, τότε περιμένουν σαν φυσική συνέπεια, τη μέρα που θα αποκρέψουν για τα Χριστούγεννα που είναι η 14η Νοεμβρίου, «κοινά και Παχνιστής στη γλώσσα των κατοίκων», για την Ορθοδοξία. Με τη νηστεία οι άνθρωποι προετοιμάζονται ψυχικά και σωματικά για να δεχτούν τη γέννηση του Θεανθρώπου μετά από σαράντα μέρες. Τη μέρα αυτή της αποκριάς, πολλές φορές μερικές οικογένειες, συγγενείς, φίλοι και γείτονες, αφού έπαιρναν τα φαγητά τους, συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γεροντότερου και ποιο σεβάσμιου νοικοκύρη, με χαρές, γέλια και ευχές έτρωγαν και απόκρευαν για τα Χριστούγεννα. Αφού συγχωρούσε ο ένας τον άλλον για το όποιο κακό του είχε κάνει, έφευγε ο καθένας, αργά το βράδυ, για το σπίτι του για να κοιμηθεί. Η νηστεία αυτή των Χριστουγέννων κρατάει σαράντα μέρες γι’ αυτό τη λένε και σαρανταήμερο. Η νηστεία γίνονταν με την πειθαρχία και ήταν καθολική, από τον πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο χωρίς να εξαιρούνται ούτε τα μικρά παιδιά, ούτε οι άρρωστοι. Έχουμε δε πολλά παραδείγματα όπου ασθενείς, νέοι ή γέροντες, να πεθαίνουν από τη νηστεία, γιατί ήταν σαρακοστή και δεν έπρεπε να φάνε «να αρτυθούν», αφού τους μεν μικρούς θα τους έκοβε ο παπάς τη γλώσσα, τους δεν μεγάλους θα τους δέχονταν η κόλαση. Αδιαφορούσαν για όποιους χαλούσαν την νηστεία και τους αποκαλούσαν χαχάμηδες. Η νηστεία είχε τόσο ριζώσει και η πίστη τόσο θεμελιωθεί στον καθένα, ώστε αν κάποιος τη χαλούσε ντρέπονταν να αντικρίσει τους συγχωριανούς του.
Μια εβδομάδα μετά την αποκριά για τα Χριστούγεννα περίμεναν την πρώτη γιορτή του Σωτήρος, τα λεγόμενα Εισόδια της Θεοτόκου. Τη μέρα αυτή έβραζαν ανακατεμένα διάφορα όσπρια, φασόλια, κουκιά, ρεβίθια, σιτάρι, αραβόσιτο και άλλα, για να έχουν καλή σοδειά από τη σπορά των χωραφιών, που τη μέρα αυτή σχεδόν είχε τελειώσει. Σ’ ένα πιάτο θα πήγαιναν και στην εκκλησία βρασμένα όσπρια για να πάρουν ευλογία για καλή προκοπή. Την Παναγία που γιορτάζει τη μέρα αυτή της 21 ης Νοεμβρίου, την ονομάζουν γι' αυτό το λόγο και Παναγία Ποσπορίτισσα.
Μετά μια βδομάδα, στις 30 Νοεμβρίου, ήταν η γιορτή του Αγίου Αντρέα, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός ονομάζεται και Αντριάς, περίμεναν το χειμώνα και ο Απόστολος Ανδρέας θα άσπριζε τα γένια του, δηλαδή θα χιόνιζε. Πάλι τη μέρα αυτή θα έβραζαν όσπρια για την προκοπή των σπαρτών. Μικρά παιδιά τόσο τη μέρα των Εισοδίων Της Θεοτόκου, όσο και του Αγίου Αντρέα, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν διάφορα τραγούδια, όπως τα κάλαντα, όπως το «έξω ψύλλοι και ποντίκια, μέσα γεια και χαρά», τους δε άλλους στίχους δεν τους θυμόταν κανένας να τους πει.
Αν τότε δεν χιόνιζε, περίμεναν
την 6η Δεκεμβρίου να ασπρίσει τα γένια του ο Άγιος Νικόλαος, που γιορτάζει τη
μέρα αυτή. Τη μέρα αυτή πήγαιναν σιτάρι βρασμένο στην εκκλησία που το στόλιζαν
με ζάχαρη άχνη από πάνω, μέσα έβαζαν κανέλα, αμύγδαλα ή καρύδια και άλλες
μυρωδιές και το ονόμαζαν παννυχίδα. Επειδή από τις 4 μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου
ακολουθούσαν κατά σειρά οι γιορτές της Αγίας Βαρβάρας, του Αγίου Σάββα και του
Αγίου Νικολάου, τα ονόμαζαν Νικολοβάρβαρα και δεν έκαναν τις μέρες αυτές καμία
σοβαρή γεωργική εργασία, για αυτό έπλασαν και το γνωμικό «Άγια Βαρβάρα βαρβαρώνει,
Άγιος Σάββας σαβανώνει κι Άγιος Νικόλαος παραχώνει». Με όλα αυτά έδειχναν πως
θα άρχιζε η βαρυχειμωνιά και ότι θα έπρεπε να ετοιμάζονται για την αντιμετώπισή
της γι’ αυτούς και τα ζώα τους. Η αργία τη μέρα του Αγίου Νικολάου ήταν μεγάλη
και καθολική και σε ένα γειτονικό χωριό, τη Φήκη υπάρχει Εκκλησία του Αγίου που
είναι προστάτης των ναυτικών και πολύ θαυματουργός. Δυο φορές κάθε χρόνο, στις
6 Δεκεμβρίου και στις 20 Μαΐου, στη Φήκη γιορτάζουν τον Άγιο Νικόλαο και πλήθος
κόσμου έρχεται από τα γύρω χωριά, και όχι μόνο, για να προσκυνήσει τον Άγιο και
να προσφέρει τα δώρα του. Γύρω από τον Ναό υπήρχαν παλαιότερα κελιά «μικρά
δωματιάκια» στα οποία έκλειναν τους τρελούς «παλαβούς» για να τους θεραπεύσει ο
Άγιος, για αυτό και λέγεται «είσαι για τον Άϊ Νικόλα». Επειδή δε τους τρελούς
τους έδεναν με σιδερένιες αλυσίδες μέσα στα κελιά τους, τους υπέβαλαν μεγάλη
νηστεία, τους έδιναν ψωμί και φαγητό ανάλατο σε αραιά διαστήματα και πολλές
φορές τους υπέβαλαν σε σωματικές ποινές, για αυτό έμεινε η φράση «είσαι για τα σίδερα»
ή «είσαι ανάλατος» δηλαδή είσαι τρελός. Λέγεται ότι, όποιος έταζε στον Άγιο και
δεν πραγματοποιούσε το τάμα του ή έκλεβε από την περιουσία του «που ήταν πολύ
μεγάλη», πήγαινε ο Άγιος τη νύχτα στον ύπνο και έδερνε με την πατερίτσα του τον
ψεύτη και τον κλέφτη, και έτσι έμεινε η φράση «τις έφαγε ή θα τις φάγει από τον
Άγιο». Υπήρξαν άνθρωποι και υπάρχουν ακόμα κάποιοι που δοκίμασαν την οργή της
πατερίτσας του Αγίου και μάλιστα είχαν διασαλευτεί και τα λογικά μερικών, αλλά
μετά την έμπρακτη μετάνοια θεραπεύτηκαν, ώστε να μείνει μετά από αυτό η φράση
«Άγιε Νικόλα βοήθα με». Έπαιρναν την εικόνα του Αγίου στο σπίτι του αρρώστου,
διάβαζαν παρακλήσεις, έκαναν λειτουργία ή με ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο λάδι
της καντήλας του Αγίου ή σε νερό το περιφέρανε πάνω από την εικόνα και με αυτό
σταύρωναν τον άρρωστο «με το λάδι», του έδιναν να πιει από το νερό ή του έπλεναν
το μέρος που πονούσε και θεραπευόταν. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου πολλοί
πιστοί, άρρωστοι και αυτοί που γιατρεύτηκαν κοιμόταν μέσα στην εκκλησία,
έπαιρναν μέρος και σε λιτανεία ή έκαναν λειτουργία με δικά τους έξοδα για να
παρακαλέσουν για κάτι τον Άγιο ή να τον ευχαριστήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου