Ήταν
ένα ψυχρό πρωινό του χειμώνα, όταν η Ελένη και ο Κώστας βρέθηκαν μπροστά στο
παλιό τραπέζι της κουζίνας του πατρικού τους σπιτιού, που τους είχε υποδεχθεί
όπως πάντα σε κάθε γιορτή και σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωή τους. Ο πατέρας
τους είχε φύγει πριν από λίγες εβδομάδες, αφήνοντας πίσω του μόνο τη σκιά του
και μια κληρονομιά που τώρα τους χώριζε.
Η
Ελένη, η μεγαλύτερη αδερφή, πάντα είχε την αίσθηση ότι η φροντίδα του σπιτιού,
η υπευθυνότητα για τα κτήματα και οι αμέτρητες ώρες που είχε περάσει στο πλευρό
των γονιών τους, της έδιναν το δικαίωμα να διεκδικήσει τη μεγαλύτερη μερίδα της
περιουσίας. Από την άλλη, ο Κώστας, ο νεότερος και πιο ανεξάρτητος, πίστευε ότι
η μόνη δικαιοσύνη θα ήταν η ισότιμη μοιρασιά και τίποτα παραπάνω.
«Δεν
μπορείς να πάρεις όλο το σπίτι Ελένη!» είπε ο Κώστας με ένταση, και το πρόσωπο του
σφιγμένο από θυμό. «Ο πατέρας μας ήθελε να το μοιραστούμε. Δεν είναι δικό σου
μόνο επειδή ήσουν εδώ πιο συχνά.»
Η
Ελένη τον κοίταξε με ψυχρότητα. «Εγώ ήμουν πάντα εδώ Κώστα. Εσύ ήσουν έξω,
κυνηγούσες τη ζωή σου και δεν σε ένοιαζε. Αλλά τώρα ξαφνικά θυμήθηκες το σπίτι;»
Ο
Κώστας κοίταξε γύρω του, αναστενάζοντας. Ο χώρος ήταν γεμάτος αναμνήσεις - το
ίδιο τραπέζι όπου είχε παίξει παιδί, οι φωτογραφίες στον τοίχο που τους
έδειχναν σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια και τα παλιά έπιπλα που είχαν περάσει
από γενιά σε γενιά. Τι ήταν αυτό που τους είχε φέρει σε αυτό το σημείο; Τι είχε
αλλάξει τόσα χρόνια μετά;
«Δεν
θέλω το σπίτι, Ελένη», είπε τελικά, πιο ήρεμα. «Αλλά ούτε κι εγώ θα δεχτώ να
πάρω μόνο μερικά ασημικά και τα χωράφια του πατέρα σαν να ήταν ψίχουλα. Αυτός
δεν το άφησε για να το κάνουμε πεδίο μάχης.»
Η
Ελένη, βλέποντας την αμφιβολία στο βλέμμα του αναστέναξε. «Το ξέρω. Αλλά δεν
καταλαβαίνεις τι σημαίνει να είσαι το άτομο που έχει αναλάβει όλα αυτά τα
χρόνια την ευθύνη. Δεν είναι μόνο οι πέτρες και το χώμα του σπιτιού Κώστα.
Είναι οι θυσίες μας.»
Ο
Κώστας γύρισε και κοίταξε την πόρτα της πατρικής κρεβατοκάμαρας, εκεί όπου ο
πατέρας τους είχε πεθάνει με τις τελευταίες του λέξεις να αναφέρονται στην
οικογένεια και την ενότητα. Αισθανόταν ότι κάτι είχε αλλάξει σε αυτό το σπίτι
από την ημέρα εκείνη.
«Μα
δεν είναι μόνο οι θυσίες, Ελένη. Είναι και το ότι η οικογένεια είναι πιο
σημαντική από τα υλικά. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε τελικά – να αναστήσουμε
τη μνήμη του πατέρα με αγάπη ή να τη διαλύσουμε με αντιπαραθέσεις για το τι μας
ανήκει;»
Η
Ελένη πήρε μια βαθιά αναπνοή, προσπαθώντας να ελέγξει το συναίσθημά της. «Θα
μπορούσαμε να το μοιραστούμε, Κώστα. Αλλά πρέπει να συμφωνήσουμε πρώτα στο τι
είναι δίκαιο. Όχι να αφήσουμε το εγωισμό να μας χωρίσει για πάντα.»
Ο
Κώστας την κοίταξε με ένα βλέμμα που έμοιαζε να έχει αναγνωρίσει κάτι. Κάτι που
έλειπε από την αρχή του καυγά τους. Αντί για την εκδίκηση ή την κατανομή,
υπήρχε μία αίσθηση συνεννόησης που μπορούσαν να οικοδομήσουν ξανά.
«Είσαι
σίγουρη ότι το σπίτι σου ανήκει περισσότερο από ό,τι μου ανήκει εμένα;» ρώτησε,
αφήνοντας την ερώτηση να αιωρηθεί στον αέρα.
Η
Ελένη στάθηκε για λίγο, σκεπτόμενη, και τότε το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Όχι Κώστα.
Ίσως ήμουν λίγο αλαζόνα. Αλλά πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε. Ο πατέρας δεν
ήθελε να καταστραφεί ή οικογένεια για μια κληρονομιά.»
Τα
δυο αδέρφια, χωρίς να χρειαστεί να πουν περισσότερα άρχισαν να συζητούν ήρεμα
προσπαθώντας να βρουν μία λύση που θα τους έφερνε πιο κοντά και θα διατηρούσε
την αγάπη και τη μνήμη του πατέρα τους. Έτσι, οι καυγάδες για την κληρονομιά
έδωσαν τη θέση τους στην πραγματική κληρονομιά - την ενότητα και την
αλληλοεκτίμηση.
Από
εκείνη τη στιγμή, η στάση τους άρχισε να είναι πιο συγκαταβατική. Και οι δυο
ήξεραν ότι αν η οικογένεια χωριστεί για τα υλικά αγαθά, τότε χάνεται η αληθινή
αξία αυτών.
Κάθισαν
λοιπόν, και σκέφθηκαν έναν έξυπνο και δίκαιο τρόπο μοιρασιάς που τον
αποδέχθηκαν απολύτως και οι δύο. Έστριψαν λοιπόν, ένα νόμισμα κορώνα γράμματα, εκείνος
που κέρδισε μοίρασε την περιουσία, ενώ αυτός που έχασε διάλεξε πρώτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου