Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΦΙ

 

Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

 


Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα (Φ) και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:



φαγάνας  η αρσ. ουσ. από τη λέξη φαγάνα· αυτός που τρώει πολύ, ο φαγανός

φαγανός  επίθ. η φαγανός η φαγανιά του φαγανό· ο πολυφαγάς, αυτός που τρώει πολύ: φαγανό του κούτσικου – φαγανιά η γιλάδα  υποκ. ο φαγανούτσικους

φαγουμάρα  η θηλ. ουσ.  η φαγωμάρα· γκρίνια, τσακωμός, μάλωμα: τι φαγουμάρα τς ακόλλτσι πάλι κι ακούουντι σ’ούλη  τη γειτουνι ά

φάλαρα  τα ουδ. ουσ. όλα τα εξαρτήματα του αλόγου απ’ την προμετωπίδα ως το λαιμό του

φαλαρίδα  η θηλ. ουσ. είδος υδρόβιου αποδημητικού πουλιού

φαμπλιά  η θηλ. ουσ. η φαμηλιά, η οικογένεια: δέκα νουμάτοι  φαμπλιά – ούλη η φαμπλιά  δλεύουν, ούλοι  απ’ του προυί στου βράδυ

φανταλιά   η  θηλ. ουσ. ως επίρρ.  αναπάντεχα, απροσδόκητα, απότομο ξάφνιασμα: μόλις μι τά’πι (τα είπε) αυτά, μ’ ήρθι φανταλιά, κόντιψα να λιγουθυμήσου

φασκιά  η θηλ. ουσ. πληθ. οι φασκιές 1) πανιά και σχοινιά, με τα οποία τύλιγαν σφιχτά τα βρέφη, τα σπάργανα  2) μεταφ. στη φρ. δεν κάνει  απού τώρα έτσι, κάνει απ’ τη φασκι ά τ’ ακόμα (από τότε που γεννήθηκε)

φέλπα  η θηλ. ουσ. βαμβακερό ύφασμα μαλακό σα βελούδο: σάκους (σακάκι) σκούτινους μι φιλπένЅουν γιακά

φέρμα  του ουδ. ουσ. λέγεται ειρωνικά και σκωπτ. για άτομα που φέρθηκαν εδώ, που τα έφεραν από μακρύτερα: ούλα τα φέρματα μαζώτχαν ιδώ (για ξένους που ήρθαν εδώ, ως νύφες ή γαμπροί, με το γάμο τους)

φέρτι  ως επίρρ. στη φρ. στου φέρτι την έφκιασι την πίτα (πολύ γρήγορα, στο πι και φι)

φίβγα  θηλ. ουσ. και ως επίρρ. η φυγή, η φευγάλα, η τρεχάλα: άμα του μάσει  μπρουστά, ξερς τι φίβγα κάνει;

φιλουγάω   ρ. μεταβ. αόρ. φιλόγσα· μαλογάω, αφηγούμαι,: απάν’ στα Πλατάνια λεν ότι έβγιναν φαντάσματα κι καλότχις κι νιράιδις κι… οι παλιακοί τα φιλουγούσαν αυτά, ημείς οι μικρότιροι δεν έφτασάμαν τέτχοια

φίτσιους  η αρσ. ουσ. 1) παιχνίδι που έπαιζαν παλιά στην ύπαιθρο μικροί και μεγάλοι· μια πέτρα ή ένα νόμισμα τοποθετείται σε κάποιο σημείο (αυτό είναι ο φίτσιος)· στη συνέχεια έριχνε ο καθένας ένα νόμισμα να ακουμπήσει το φίτσιο· όποιος τον ακουμπούσε ή έριχνε πιο κοντά σ’αυτόν, κέρδιζε τα νομίσματα όλων των άλλων συμπαικτών  2) μεταφ, άνθρωπος φαιδρός, αστείος

φκυάρι  του ουδ. ουσ. το φτυάρι· εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο, ανακάτεμα και μεταφορά υλικών

φκιασιά  η θηλ. ουσ.  η φτιαξιά· η σωματική διάπλαση κάποιου: είν’ η φκιασιά τ’ τέτχοια κι είνι χουντρός, δεν είνι απ’ του πουλύ του φαΐ

φλαστηρό  του ουδ. ουσ. η σφραγίδα, το σχήμα του σταυρού που αποτυπώνεται ανάγλυφα στο πρόσφορο και φέρει τα γράμματα ΙΣ. ΧΡ. (Ιησούς Χριστός). Ίσως από λέξη σφραγιστηρό (σφραγιστήρι) ή πλαστηρό (πλαστήρι) 

φλέβου  ρ. βλ. λ. φιλεύου

φλουέρας  η αρσ. ουσ. και θηλ. η φλουέρα· λέγεται ειρων. και σκωπτ. για άνδρα ή γυναίκα ελαφρόμυαλο, αγαθούλη

φουκαλάω  και φουκαλίζου  ρ. μεταβ. αόρ. φουκάλτσα· φροκαλώ, σκουπίζω με φουκάλι (βλ. λ.): φουκάλτσα του σπίτι  μέσα, να φουκαλήσου λίγου κι τη ρούγα – φουκαλίειζ; δε σκόλασις ακόμα;

φουλτακιάζου  ρ. αόρ. φουλτάκιασα· φουλτακιάζουμι φουλτακιάσκα φουλτακιασμένους· γεμίζω φουλτακίδες, φουσκάλες: φουλτάκιασι ούλου του σώμα μ’, τέτχοια φαγούρα μ’ έπχιασι – φουλτακιάσκι του στόμα μ’ απ’ του κόκκινου του πιπέρι, του πέρασα για κανέλλα! – η καημένους έχει φουλτακιασμένα τα χέργια τ’ μι του τσαπί κι του φκυάρι  ούλη μέρα

φουρκίζου  ρ. μεταβ. ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον: α, παράτα μι κι συ, μη μι φουρκίειζ μι τα νεύρα που έχου τώραεά

φούρλα  η θηλ. ουσ. βλ. λ. σφούρλα

φουρλουμύτς  επίθ. η φουρλουμύτς η φουρλουμύτσα του φουρλουμύτЅκου· αυτός που έχει χοντρή και πλακουτσωτή μύτη

φουρτζάτους   επίθ. η φουρτζάτους η φουρτζάτην του φουρτζάτου· αυτός που είναι πολύ βιαστικός και ορμητικός: δε φτάνει  που έφτιγι (έφταιγε) ήρθι φουρτζάτους φουρτζάτους να μας πει κι κουβέντες κιόλας!

φράγκα μια φράγκα δγυό φράγκα τρεις  επιφωνηματική φράση που τη φώναζαν δυνατά οι νεαροί όταν πηδούσαν «τς τρεις», άλμα τριπλούν δηλαδή· το έκαναν αυτό όταν έπαιρναν φούσμα (βλ. λ. ): στου σιργιάνι του Πάσχα στη νηκκλησιά δεν τουν δγιάβινι καένας τουν Γιώργου τς φράγκα τρεις

φραγκάλα  η θηλ. ουσ. καψάλα, μέρος καμένο, τόπος κατάξερος από ανομβρία

φράπα φρούπα  επίρρ. αμέσως, γρήγορα: φράπα φρούπα, φράπα φρούπα, τό’σπασι ούλου του καλαμπούκι (τις ρόκες) ως του μισμέρι – μάζιψι λάχανα φράπα φρούπα κι την έφκιασι στου πι κι φι τη λαχανόπτα

φρουμανάω   ρ. αμετ. για άλογα  1) ξεφυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή από οργασμό, χλιμιντράω: φρουμανάει  τ’άλουγου, θέλει να φάει – φρουμανάει  τ’άλουγου άμα γλέπει  τη φουράδα να ζντάει (να ζητάει οργασμό)  2) μεταφ. και για άνθρωπο: μιγάλους γυνικάς, φρουμανάει  μόλις γλέπει  γναίκα

φσέκι  του ουδ. ουσ. το φυσέκι  1) το φυσίγγιο  2) μεταφ. στις φράσεις: έφαγα πουλύ κι γίνκα φσέκι (φίσκα) – ένα φσέκι λίρις πήρι προίκα (ένα μασούρι) – έριξα κανα δγυό φσέκια απόψι (λέγεται για ερωτική πράξη)

φτούρους  η αρσ. ουσ. γρήγορο προχώρημα ή τέλειωμα σε κάτι: άντε, καλόν φτούρου να έχτι (ευχή στην αρχή εργασίας)

φτσέλα  η θηλ. ουσ.  η βουτσέλα· ξύλινο δοχείο σε σχήμα στρογγυλό πλακέ, στο οποίο έβαζαν νερό για να το πιούν στο χώρο των γεωργοκτηνοτροφικών εργασιών τους οι χωρικοί· είχε μια αλυσίδα ή δερμάτινη λουρίδα για να την κρεμούν στον ώμο, στο σαμάρι ή όπου αλλού

φύρα  η θηλ. ουσ.  η μείωση του βάρους ενός προϊόντος ή ενός σφάγιου: τα φασόλια άμα τα καθαρίεις κι τα πας για πούλημα, κάνουν φύρα – του ζουντανό τ’ αρνί έχει φύρα άμα του σφάξ’ κι του καντς καθαρό κρέας

φυραίνου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. φύρανα  1) λιγοστεύω σε όγκο και σε βάρος, εμφανίζω φύρα: μι τη δίαιτα που έκανα φύρανι του σώμα μ’, μι χουράει  κι του παντιλόνι που δε μ’ έμπινι ντιπ  2) χαλαρώνω κάτι που σφίγγει: φύρανι λίγου τη ζώνει γιατί μι σφίγγει  τη μέση

φύραμα  του θηλ. ουσ. ζωοτροφή οικόσιτων ζώων· μείγμα από διάφορους σπόρους δημητριακών χοντροαλεσμένων

φυρός  επίθ. η φυρός η φυρεά του φυρό· χαλαρός: δέσι σφιχτά τα κουρδόνια, να μην σ’ έρχουντι φυρά τα παπούτσια σ’ – να τη σφίγξς την τριχιά όταν φουρτώντς του κάρου, μην την αφήντς φυρεά κι βαΐσει του κάρου

φώλι  του ουδ. ουσ. και φώλιου· το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά της κότας για να προσελκύει και τις άλλες κότες να γεννήσουν  2) μεταφ. στη φράση έβαλα λίγα λιφτά στην Τράπεζα, έτσι, για φώλι (να «γεννήσουν», να αυγατίσουν με τον τόκο τους)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας