Ερχόταν
δειλά με το αγκαθωτό κορμί του
Κάθε πρωί στην βρύση της αυλής να πιει νερό
Του άνοιγα κι έπινε από το μικρό ρυάκι
Και μέρα τη μέρα με συνήθιζε όλο και πιο πολύ
Ώσπου τον βάφτισα Θωμά και το άκουγε πανέξυπνος
Και κάθε αυγή προς τις εννιά τον φώναζα κι ερχόταν
Σχεδόν χαρούμενος κι όλο βουτούσε στο νερό
Όμως μια μέρα φώναζα του κάκου
Άφαντος ὁ Θωμάς και ξάφνου άδειασε ἡ ζωή μου
Αλλά σε λίγο φάνηκε λαχανιασμένος
Κάνοντας φασαρία μες στο καλαμπόκι
Όχι μονάχος του αλλά με κουστωδία
Μια οικογένεια χαριτωμένων σκατζοχοίρων
Μαμά μπαμπάς και τρία νιάνιαρα
Κι όλοι στα πόδια μου στριφογυρνούσαν
Πανευτυχείς και από παλιά εξοικειωμένοι
Κι εγώ κοιτάζοντας στο σπίτι βουρκωμένος φώναξα
Γυναίκα βγες έξω έχουμε επισκέπτες
Κάθε πρωί στην βρύση της αυλής να πιει νερό
Του άνοιγα κι έπινε από το μικρό ρυάκι
Και μέρα τη μέρα με συνήθιζε όλο και πιο πολύ
Ώσπου τον βάφτισα Θωμά και το άκουγε πανέξυπνος
Και κάθε αυγή προς τις εννιά τον φώναζα κι ερχόταν
Σχεδόν χαρούμενος κι όλο βουτούσε στο νερό
Όμως μια μέρα φώναζα του κάκου
Άφαντος ὁ Θωμάς και ξάφνου άδειασε ἡ ζωή μου
Αλλά σε λίγο φάνηκε λαχανιασμένος
Κάνοντας φασαρία μες στο καλαμπόκι
Όχι μονάχος του αλλά με κουστωδία
Μια οικογένεια χαριτωμένων σκατζοχοίρων
Μαμά μπαμπάς και τρία νιάνιαρα
Κι όλοι στα πόδια μου στριφογυρνούσαν
Πανευτυχείς και από παλιά εξοικειωμένοι
Κι εγώ κοιτάζοντας στο σπίτι βουρκωμένος φώναξα
Γυναίκα βγες έξω έχουμε επισκέπτες
Του
Ηλία Κεφάλα (ανέκδοτο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου