Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΣΙΓΜΑ




Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα (Σ) και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:




σαϊάς  η αρσ. ουσ.  πληθ. οι σαϊάδις και τα σαϊάδγια· μέρος της καραγκούνικης στολής· ήταν λινό πανοφόρι που φοριόταν πάνω από το κάμψο (το πουκάμισο): άντι, καραγκούνα, καραγκούνα, μι σαϊά κι μι σιγκούνα (από δημοτ. χορευτ. τραγ.)                           
σακαή  η θηλ. ουσ.  ασθένεια αλόγων και γαϊδουριών· πληγιάζει η μούρη και το στόμα τους και δυσκολεύονται να φάνε: σακαή κακιά να σι μάσει (σε στιγμές κατάρας)
σαμάρι   του ουδ. ουσ. το σαμάρι, το σάγμα· εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη των ιπποειδών (αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών) και χρησιμοποιείται ως κάθισμα για τον αναβάτη ή ως βάση για τη φόρτωση διάφορων αντικειμένων: φταίει του γουμάρι  κι βαρείς του σαμάρι; (κακή εκτίμηση για το ποιος φταίει) – κλαίει  κλαίει  του γουμάρι, θέλει σέλα κι σαμάρι (στιχ. από παιδικό τραγουδάκι σε παιχνίδι) 2) μεταφ. τα χαμηλά καμπύλα εξογκώματα της ασφάλτου που εμποδίζουν τα αυτοκίνητα να αναπτύξουν ταχύτητα: πρόσιχι, έχει  σαμάργια η δρόμους  3) μεταφ. σαμάρι λέγεται και το σκαφιδωτό μέρος του στήθους της κότας (λόγω του σχήματος): ιμένα δε μεαρέσει του μπούτι, βάλι μι λίγου σαμάρι 4) στη φράση: ισύ πιδάκι μ’ θελτς σαμάρι (για άνθρωπο ξεδιάντροπο)
σάματι  επίρρ. και σάμα και σάματις  1) μήπως· σε ερώτηση στην οποία αναμένεται ή εννοείται αρνητική απάντηση: σάμα δούλιψι καθόλου, τέτχοιους τιμπέλτς απού’νι; – σάματι έφτιγα ιγώ;  2) σαν, σαν να: σάματι σι πήρι λίγου του μάτι μ’ ιχτέ (σαν να σε είδα χθες)
σαούρι  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα σαούργια  1) για πρόβατα  αδύνατα, ισχνά, κακκαλιάρικα: εχς πρόβατα; έχου κάτι  σαούργια ιδώ  2) για άνθρωπο  πολύ γέρος, γεροκούσελο: βρε, του σαούρι  ικατό (εκατό) χρουνών κι να τό’χει  τιτρακόσια;
σαρεά  η θηλ. ουσ.  1) η λιπαρή ουσία, η λέρα που έχουν τα μαλλιά των αιγοπροβάτων  2) το λερωμένο νερό που απομένει από το πρώτο πλύσιμο σε βραστό νερό του πρόβειου μαλλιού (του ποκαριού)· το νερό αυτό το χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο χοντρών σκούτινων ρούχων· με σαρεά και λουλάκι μαζί έβαφαν χοντρά πλεχτά και αργαλίσια υφάσματα
σαρκιρός  επίθ. η σαρκιρός η σαρκιρεά του σαρκιρό· αυτός που έχει γερή σάρκα, γερούς μύες: πουλύ σαρκιρός, ούλουν τουν χειμώνα χουρίς παλτό, ντιπ δεν κρυώνει  2) για φρούτα ή και για άλλους καρπούς: σαρκιρά ρουδάκινα (μεστά και χυμώδη) – σαρκιρές κουκόσις (καρύδια ψωμωμένα)
σαρμάντσα  η  θηλ. ουσ.  1) η σαρμανίτσα, η κούνια για τα μωρά  2) μεταφ. θέλεις στην κούνια σ’, Χάϊδω μ’, βάλι μι, θέλεις στη σαρμανίτσα…κι γω σι λέου δε μπορώ… (από δημοτ. χορ. τραγ. λέγεται σκωπτικά για γέρο κι ανήμπορο)
σβαγκανάω  ρ. μεταβ. προστ. σβαγκάνα, αόρ. σβαγκάντσα  1) χτυπώ με δύναμη, σβουρίζω: για σβαγκάνα τουν μία να ιδεί, θα του ξανακάνει; 2) σβαγκάνα τουν πααίνει  τουν κώλου (κινείται γρήγορα πέρα δώθε)
σβάρνα  η θηλ. ουσ.  ξύλινο γεωργικό εργαλείο πλεγμένο με ξύλινες βέργες, το οποίο σέρνουν τα καματερά στο χωράφι για την ισοπέδωση του εδάφους μετά το όργωμα  2) στις φράσεις τς παίρνει  ούλοι  σβάρνα (τους επισκέπτεται διαδοχικά ή τους παίρνει όλους η μπόρα) – τό’χει σβάρνα του σπίτι (άνω κάτω) – πιρπατάει σβάρνα σβάρνα (σέρνοντας τα πόδια του στο έδαφος)
σβαρνιάρς  επίθ. και σβαρνιάρκους  η σβαρνιάρς η σβαρνιάρα του σβαρνιάρκου· ο απεριποίητος, ο ανοικοκύρευτος: αυτήν θα παρς γναίκα; αυτήν τη σβαρνιάρα που τά’χει  ούλα σβάρνα σπίτι τς ; – σβαρνιάρκις δλειες δε θέλου ’γω
σβιντζούρι   επίρρ.  γρήγορα, σβέλτα: άξια γναίκα, σβιντζούρι  τς κάνει  τς δλειες
σβιρκεά  η θηλ. ουσ.  η σβερκιά, η σφαλιάρα: τουν δίνει  νια σβιρκεά του γαμπρό η πιθιρός τ’ στη νηκκλησιά, ικεί που τουν ιφκιόταν, λύτχαν ούλοι  στα γέλια
σβόϊρας  η αρσ. ουσ.  1) ο κοντόσωμος, ο κοντοστούπης: πού τουν βρήκι αυτόν τουν σβόϊρα κι τουν παντρεύκι;  2) στη φράση βρε του σβόϊρα πόσα ξέρει! (χαϊδευτικά σε μικρό παιδάκι)

σεαπέρας  η αρσ. ουσ. και θηλ. η σεαπέρου· ο αδιάφορος, αυτός που δε δίνει σημασία σε κανέναν και σε τίποτε: πατέρας είνι αυτός; αυτός είνι σεαπέρας, δεν κοιτάει  ντιπ τα πιδγιά τ’,  έχει  κι μνια σεαπέρου γναίκα…
σέμπρους  η αρσ. ουσ.  ο σέμπρος· συνέταιρος, ως προς την εργασία, σε αγροτικές δουλειές
σιάλτσι  του ως επίρρ. πολύ αρμυρό: σιάλτσι σήμιρα του φαΐ – σιάλτσι η μπακαλιάρους
σιαντούκι  του ουδ. ουσ.  το σεντούκι·  κασέλα, μπαούλο, όπου φύλαγαν τα ρούχα τα καλά, τα προικιά και άλλα τιμαλφή (πολύτιμα) αντικείμενα
σιάψαλου  του ουδ. ουσ. 1) το σάπιο, το σαθρό, ιδίως για ξύλα: χάλασι του πάτουμα κι  τα ξύλα τ’ γίνκαν ντιπ σιάψαλα  2) μεταφ. για άνθρωπο  ο εξασθενημένος, ο γερασμένος, ο ανήμπορος: πότι γέρασι τόσου πουλύ; ντιπ σιάψαλου γίνκι
σιβντάς  η αρσ. ουσ.  ο σεβντάς· ο πόθος, ο καημός, κυρίως ο ερωτικός: έχει σιβντά για την παπαδουκόρη  – μ’ έπχιασι σιβντάς να φάω  λίγου καρπούζι
σίβους  επίθ. η σίβους η σίβα του σίβου· για πρόβατα κυρίως, αλλά και για άνθρωπο  αυτός που έχει ξεθωριασμένο χρώμα μαλλιών, γκρίζο μαλλί: σίβα προυβατίνα – μνια γναίκα πιρασμένη (ηλικιωμένη) μι σίβα μαλλιά
σιγκούνα  η θηλ. ουσ.  και σιγκούνι  χοντρό μάλλινο σκούρο ύφασμα, υφασμένο στον αργαλειό· συνήθως είχε και κέντημα με λεπτό κορδόνι· το φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες του θεσσαλικού κάμπου: άντε, καραγκούνα, καραγκούνα, σένα πρέπει η σιγκούνα (από δημοτ. χορευτ. τραγ.)
σικλέτι   του ουδ. ουσ.  το σεκλέτι· καημός, μεγάλη στεναχώρια
σιληνιασμός  η αρσ. ουσ.  ο σεληνιασμός  η ασθένεια της επιληψίας  που σύμφωνα με παλιές δοξασίες οφείλονταν στην επίδραση της σελήνης
σιμπρεύου  ρ. αμετ. αόρ. σέμπριψα· σεμπρεύω· συναιτερίζομαι με κάποιον για τις αγροτικές εργασίες: σέμπριψάμαν μι τς γειτόνοι  για του θέρου (να θερίσουμε μαζί τα σιτάρια μας)
σινί  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα σινιά· στρογγυλό χάλκινο ρηχό ταψί  1) για ψήσιμο πίτας, κυρίως   2) στο γάμο περιείχε τα δώρα που πήγαιναν οι συγγενείς του γαμπρού στη νύφη το Σάββατο του γάμου (κουλούρα, γλυκίσματα, κρασί, παπούτσια, καθρέφτη κ.ά.): ήρθαν τα σινιά όξου (ήρθαν τα δώρα του γάμπρού)
σιουγκράω  ρ. μεταβ. και  σιουγκρίζου  αόρ. σιούγκρισα 1) σπρώχνω κάποιον με τον       αγκώνα μου, με το χέρι ή με το πόδι, για να του στείλω κάποιο μήνυμα  2) λέω, προκαλώ κάποιον επίμονα να κάνει κάτι: τουν σιουγκράω  ούλουένα να τα πει κάπουτι ούλα αυτά, αλλά τίπουτι αυτός 
σιουμπάω   ρ. μεταβ. αόρ. σιούμπσα· συνδαυλίζω, ανασκαλεύω τα ξύλα της φωτιάς ή ρίχνω κι άλλα για να τη δυναμώσω: σιούμπα λίγου τη φουτχιά ν’ανάψει καλύτιρα
σιουράω  ρ. μεταβ. και αμετ. και σιουρίζου  προστ. σιούρα, μετοχ. σιουρίζουντα(ς) αόρ. σιούρξα 1) σφυρίζω με τα χείλια ή με τα δάχτυλά μου στο στόμα: σιούρξι δυνατά να τουν ακούσουν – σιούρα τα πρόβατα να μαζιυτούν  2) μεταφ. στις φράσεις μι σιούρξαν κάτι  κουβέντις (με πληροφόρησαν) – ε, καλά, σιούρα τουν κι συ λίγου να προυσέχει (συμβούλεψέ τον) – άι, πάει  κι αυτός, σιόυρξι για τα καλά η καημένους (τά’χασε τα λογικά του) – ούλοι  πααίν  κλαίουντα κι αυτός σιουρίζυντα(ς) (γι άνθρωπο αδιάφορο)
σιούτους  επίθ. η σιούτους η σιούτα του σιούτου και η σιούτκους  η σιούτκην του σιούτκου 1) ζώο χωρίς κέρατα: σιούτα γίδα – σιούτκου κριάρι  2) μεταφ. για άνθρωπο αυτός που είναι αδιάφορος, χωρίς να αντιδρά καθόλου σε ό,τι κάνουν ή ό,τι λεν οι άλλοι: δε μπα να πεις ό,τι  θελτς ισύ, ντιπ αυτός, σιούτους
σιργιάνι  του ουδ. ουσ.  περίπατος, βόλτα με θέα, σε τόπο όπου, κυρίως, βλέπεις χορό και ακούς τραγούδια: κείνα τα χρόνια τς γιουρτές κι στα παγκύργια γίνουνταν μιγάλου σιργιάνι
συρκός   επίθ. η συρκός η συρκιά του συρκό· ο αρσενικός: συρκό αρνί – συρκιά αλπού – αυτός γνουρίζει  τς συρκοί απ’ τουν κώλου (σκωπτ. για κάποιον που πουλάει εξυπνάδες) – τα θέλει  ούλα θκα τ’, εμ αρνάτα εμ γαλάτα εμ τ’αρνιά συρκά
σιφτές  η αρσ. ουσ.  η πρώτη πώληση προϊόντος της ημέρας: άντι, καλόν σιφτέ να’χς σήμιρα κι καλά παζάργια
σκανιάζου  ρ. αμετ. αόρ. σκάνιασα· αγανακτώ, στενοχωριέμαι, σκάζω: μη σκανιάειζ έτσι, ούλα θα γένουν
σκαργιάτς  η αρσ. ουσ.  1) αγγελιοφόρος ευχάριστων ειδήσεων, αυτός που φέρνει συχαρίκια: πήγι σκαργιάτς στην  Κώτσινα για του γιο τς που γύρζι απ’ του στρατό  2) μπράτιμος, βλάμης του γαμπρού που φτάνει καβαλάρης σε άλογο στο σπίτι της νύφης, για να αναγγείλει ότι έρχεται ο γαμπρός με όλη τη συνοδεία του να την πάρουν για τα στέφανα
σκάρφη  η ουσ. ως επίρρ. για πολύ αρμυρό φαΐ: πόσου αλάτι έρξις κι τό’κανις σκάρφη του φαΐ;
σκιάζουμι  αόρ. σκιάτχα· τρομάζω, φοβάμαι
σκιαζούρς  επίθ. η σκιαζούρς η σκιαζούρα του σκιαζούρκου· ο φοβητσιάρης, ο δειλός
σκιόριμα  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα σκιουρέματα 1) λέγεται για άσχημο άνθρωπο: πού του βρήκι αυτό του σκιόριμα κι του παντρεύκι (για άσχημη γυναίκα) 2) χαϊδευτικά σε μικρά παιδάκια: φυγάτι’που δω, σκιουρέματα, μ’ έκανάταν ζμνια (ζημιά)
σκόντου  του ουδ. ουσ.  το σκόντο· έκπτωση σε τιμή εμπορεύματος
σκούλους  η αρσ. ουσ. το πίσω μέρος του τσεκουριού ή του σκεπαρνιού, το πλατύ όχι το κοφτερό· αυτό το μέρος χτυπάει πολύ δυνατά: του δίνει μία στου σταυρό του γρούνι μι του σκούλου, πάρ’ του κατ’
σκουρδάρι  του ουδ. ουσ. σκορδοπαπάρα που γίνεται με νερό, σκόρδο, ξύδι και λίγο λάδι
σκουρδουκάϊλα  η θηλ. ουσ. η στενοχώρια, δήθεν, για κάτι δηλ. που δε μας νοιάζει, δε μας αφορά : εμ, τι, σκουρδουκάΐλα μιγάλη που δε μι μιλάει αυτός – άμα δεν ερς (έρθεις) ισύ, θα μι φάει σκουρδουκάΐλα ιμένα λες
σλιάρι  του ουδ. ουσ.  1) το στειλιάρι·  κυλινδρικό ξύλο που χρησιμοποιείται ως λαβή γεωργικών σκαπτικών εργαλείων (τσάπας, φτυαριού, σκεπαρνιού κ.λ.π.)  2) ξύλινο ρόπαλο: αν αρπάξου κανα σλιάρι  απού καταή, θα ιδείς κατι πού θα καντς
σμα κουντά  επίρρ. σχετικά γρήγορα, αρκετά πλησίον, πολύ κοντά (χρονικά ή τοπικα): σμα κουντά τα Χριστούγιννα (τις παραμονές περίπου) – πόσα μέτρα απέχει; σμα κουντά χίλια μέτρα – πότι αρχίζει η θέρους; σι δέκα μέρις σμα κουντά
σούδα  η θηλ. ουσ. άφθονη και πολύ γρήγορη ροή υγρού, κυρίως νερού: τουν πήρι απού κατ’ η σούδα απ’ του πουτάμι κι πνίτχι(πνίγηκε)  2) λέγεται  και ως επίρρ. για να δηλωθεί το πολύ: σούδα του νιρό στ’αριτσιανό – σούδα η κόσμους στη νηκκλησιά – σούδα τα λιφτά
σουϊάς  η αρσ. ουσ.  1) μικρό μαχαιράκι που διπλώνει μέσα στη λαβή του, η οποία είναι συνήθως ξύλινη· απαραίτητο εργαλείο για τους γεωργοκτηνοτρόφους της υπαίθρου  2) στη φράση φύγε ’που δω, ρε σουϊά (πειραχτικά και συμπαθητικά σε μικρό παιδάκι)
σουϊλής   επίθ. η σουϊλής η σουϊλίτσα του σουϊλίτικου· ο σοϊλής· αυτός που κατάγεται από καλό σόι, είναι από καλή ράτσα· λέγεται και για ανθρώπους και για ζώα: είνι πουλύ καλή κι τιμιτικιά  γναίκα, σουιλίτσα, γλεπς, απού καλό σόι – σουιλίτικα πρόβατα
σουκακιάρς  επίθ. η σουκακιάρς η σουκακιάρα του σουκακιάρκου  1) αυτός που γυρίζει άσκοπα στα σοκάκια για κουβεντολόι, ο σουρτούκης 2) μεταφ. για γυναίκα που τσιλιμπουρδίζει: σουκακιάρα γναίκα, δε στρώνιτι ντιπ στου σπίτι τς
σουκόρφι  του ουδ. ουσ.  το (ε)σοκόρφι· ο έσω(μέσα) κόρφος, το μέσα μέρος του πουκάμισου του άντρα, που είναι κατάσαρκα στον κόρφο, στο στέρνο και στον κοιλιακό του χώρο· σ’αυτά τα σημεία το πουκάμισο κάνει μια «σακούλα» για «αποθήκευση» κάποιων αντικειμένων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κρύψιμο: του πουρτουφόλι τ’ του κρύβει  στου σουκόρφι – γιόμσι του σουκόρφι  μι μήλα ή μι κουρόμπλα (κρυμμένα, γιατί τά ’κοψε κρυφά απ’ τα δέντρα)· το σουκόρφι χρησιμοποιούνταν και ως μονάδα χωρητικότητας: θα χρειαστείς κανα δγυό σουκόρφχια δαμάσκνα για τη μαρμελάδα
σουπχιάρα  η θηλ. ουσ.  η σουπιέρα· βαθύ αλουμινένιο ή πήλινο πιάτο, στο οποίο σέρβιραν φαγητά νερουλά (υδαρή, φακές, φασουλάδα, σούπες κ.λ.π.): τι να τουν κάνουν τουν άρρουστουν δγυό σουπχιάρις τραχανά! (λέγεται ειρωνικά για άνθρωπο πολυφαγά)
σουρέτχια  τα ουδ. ουσ.  1) ο χαρακτήρας, ο τρόπος συμπεριφοράς, γενικώς: είνι καλήν η νύφη, έχει  καλά σουρέτχια  2) λέγεται και για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του προσώπου: είνι λίγου κουντήν, αλλά έχει  καλά σουρέτχια στου πρόσουπό τς
σουρλίγκι  του ουδ. ουσ.  είδος χόρτου που μοιάζει με το ραδίκι και τρώγεται όπως αυτό
σούρλους  η αρσ. ουσ.  ο σούρλος  1) η μύτη του γουρουνιού, η μούρη του γενικότερα· με το σούρλο σκάβει στο χώμα το αλανιάρικο γουρούνι: βάλι ένα σύρμα στου σούρλου τ’ να μη σκάβει  2) μεταφ. στη φράση ούλα τα γρούνια τουν ίδγιουν σούρλου έχουν (όλοι έχουν την ίδια συμπεριφορά) 3) σούρλου λένε και κάθε στόμιο δοχείου που μοιάζει με του γουρουνιού: μη πιντς νιρό μι του σούρλου ’π’του λαήνι , βάλι στου πουτήρι
σουχλεά  η θηλ. ουσ. πληθ. οι σουχλές·   1) η σουβλιά· έντονος και διαπεραστικός πόνος: μι δίνει  κάτι  σουχλές του δόντι μ’, μι πιθαίνει  2) μεταφ. συκοφαντία: βάζουν στην πιθιρά αβέρτα σουχλές για τη νύφη τς, χωρς να φταίει ντιπ η καημένη
σπέρδιλους  επίθ. η σπέρδιλους η σπέρδιλην του σπέρδιλου· ο πρόθυμος και γρήγορος στις δουλειές του: πουλύ σπέρδιλην γναίκα, στου πι κι φι τς κάνει  ούλις τς δλειές τς
σπουλλάτη  ως επίρρ. ευχαριστώ, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη: σάματι θα σι πει κι του σπουλλάτη, τέτχοιους αχάριστους που είνι  2) ευτυχώς, πάλι καλά: δε λες σπουλλάτη  που έχουμι κι αυτά τα χουραφάκια, αλλιώς θα τού’χαμι χαμένου
σπούρνη  η θηλ. ουσ.  1) θράκα, στάχτη, χόβολη: ρίξι δυο τρεις πατάτις στη σπούρνη  να ψτουν (ψηθούν)  2) μεταφ. στη φράση «σπούρνη  να βγουν τα πλια» (ευχή για αυγά που κλωσσά  η κότα, να βγάλουν όλα τα αυγά πουλάκια)
στάλους  η αρσ. ουσ.  ο στάλος, τόπος όπου αναπαύονται τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες τα κοπάδια αιγοπροβάτων
στανιό  του ουδ. ουσ.  ζόρι, βία, αναγκασμός: μι του στανιό γίνιτι δλεια πουτέ;  2) στη φράση γαμώ του στανιό σ’, γαμώ! (βλασφημία κάποιου για κείνον που τον ζορίζει)
σταφνές  οι θηλ. ουσ.  στοίβα δεματιών σταριού, τα οποία τοποθετούνταν («κτίζονταν») το ένα πάνω στο άλλο καλοζυγιασμένα και ισορροπημένα· οι σταφνές γίνονταν παράλληλα η μια στην άλλη κι ανάμεσά τους περνούσε το κάρρο, πάνω στο οποίο φορτώνονταν τα δεμάτια για να παν στο αλώνι
στάφνους  η αρσ. ουσ.  1) η στάθμη, το αλφάδι·  2) μεταφ. στη φρ. δεν έχουν στάφνου οι κουβέντις τ’ κι οι πράξεις τ’ (δεν ξέρει τι κάνει, ξεπερνάει τα όρια, ξεσταφνιάζεται)
στέρφους  επίθ. η στέρφους η στέρφα και η στέρφην του στέρφου· ο στέρφος, ο στείρος  1) λέγεται για το θηλ. ζώο: στέρφα γιλάδα – στέρφις προυβατίνις  2) μεταφ. και στις φράσεις στέρφα γναίκα (άτεκνη) – στέρφου χουράφι (άγονο)
στημόνι  του ουδ. ουσ.   πληθ. τα στημόνια· το τεντωμένο νήμα του αργαλειού που εκτείνεται κατά μήκος του και διαπλέκεται με το υφάδι κατά την ύφανση: μεταφ. στις φράσ. για μάζιψέ τουν λίγου τα στημόνια (μάλωσέ τον, δυσκόλεψέ του λίγο τη ζωή)
στουπέτσι του ουδ. ουσ. άσπρη υγρή μπογιά με την οποία έβαφαν τα άσπρα πάνινα παπούτσια
στράνια  τα ουδ. ουσ.  ρούχα αλλαξιάς, καθημερινής ή και γιορτινής
στράτσους  η αρσ. ουσ. σκληρό και αδιάβροχο χαρτί: έσπασι του τζιάμι στου παράθυρου, βάλι λίγου στράτσου κι κόλλα τουν μι προυζύμι         
στρέγκλα  η θηλ. ουσ. οίστρος, βοϊδόμυγα που κάνει τα βοοειδή να αφηνιάζουν και να τρέχουν σαν μανιασμένα· μεταφ. λέγεται και για άνθρωπο: στρέγκλα γναίκα (στρίγκλα) – ισένα στρέγκλα σι τσιούμπσι κι κάντς έτσι;
στρέχου  ρ. μεταβ. αόρ. έστριξα· στρέγω, στέργω, συμφωνώ, δέχομαι: ανάπουδους άνθρουπους, τίπουτι δεν αστρέχει
στριγκλιάτα  η θηλ. ουσ.  το τυρί που μόλις έπηξε· είναι νόστιμο γαλακτερ.ο
στρούγκα  η θηλ. ουσ.  πρόχειρα περιφραγμένος κυκλικά χώρος, στον οποίο γρεκιάζουν το καλοκαίρι τα πρόβατα ή κλείνονται οι προβατίνες για το άρμεγμά τους
 στρουματσάδα  η θηλ. η στρωματσάδα· ως επίρρ. ύπνος πάνω σε στρώμα τοποθετημένο καταγής: φαμπλιά 10-12 νουμάτοι  πλάεαζαν στρουματσάδα ’κείν’ τα χρόνια
στρούτσι  του ουδ. ουσ. παλιό παπούτσι· συνήθως είναι μεγάλο και φοριέται πολύ πρόχειρα στο σπίτι: άντι, τι καντς μέσα όξου μι τα στρούτσια σ’ φράστα φρούστα
σύλλαχα  ρ. σε αόρ. χρ. (σπάν. σε ενεστ.) συνάντησα κάποιον: χτες στου παζάρι στα Τρίκαλα σύλλαχα του Γιώργου, τουν συλλαχαίνου καπ καπ
συλλουή  η θηλ. ουσ.  η συλλογή  1) σκέψη, συλλογισμός: μόλις μ’ είπι έτσι, έπισα σι συλλουή: ιγώ τό’κανα αυτό, έλιγα  2) φροντίδα: δεν τραβάει  καμνιά συλλουή για του σπίτι τ’, γι’αυτό κι είν ’τους έτσι – δε μ’ έφαγι συλλουή τι καντς ισύ
συμπράγκαλα  τα ουδ. ουσ.  μικροσυσκευές, μικροπράγματα του σπιτιού, παλιά και άχρηστα συνήθως: τι τα θελτς ούλα αυτά τα συμπράγκαλα κι τα σμαζεύς ιδώ; τα πλιότιρα είνι για πέταμα
συνιργιά  η θηλ. ουσ.  η συνεργιά· ανταγωνισμός, ζήλεια: βάζουν ούλοι  συνιργιά πχοιος κι πχοιος θα φκιάσει  καλύτιρου σπίτι
συνταρχάω   ρ. αμετ. κάνω γρήγορα τις δουλειές ή διάφορες διεργασίες για να προλάβω κάτι: συντάρχα λίγου να προυλάβουμι, συντάρχα, σι λίγου θα ρθουν οι μουσαφιραίοι κι τα φαϊά δεν είνι έτοιμα ακόμα
σύνταχα  επίρρ. πολύ νωρίς το πρωί, την ώρα που ξημερώνει: σύνταχα, νυχτούλα ακόμα, κινούσαμι για τς δλες τ’ η καθένας
συρμή  η θηλ. ουσ.  επιδημία: μη σκανιάειζ δέ ’νι τίπουτι· σέρνιτι νια συρμή αυτές τς μέρις κι θα πιράσει 
σφούγγα κακαράντσα  επιρρηματική φράση για να δηλώσει την τέλεια καθαριότητα: τα καθάρσι στου πι κι φι, τά ’κανι ούλα σφούγγα κακαράντσα
σφουντύλι  του ουδ. ουσ.  το σφοντύλι· κυλινδρικό κομμάτι ξύλου με τρύπα στη μέση όπου περνιέται το αδράχτι και περιστρέφεται για να γνεστεί το μαλλί της τουλούπας
σφούρλα  η θηλ. ουσ.  πληθ. οι σφούρλις· περιστροφή για χορό: έριξα κι γω κανα δγυό σφούρλις (κανα δυο γύρες, στροφές) – ξιστρίφκι (ξεστρίφτηκε) απ’  τς πουλλές τς σφούρλις που ήφιρι στου χουρό
σώγαμπρους  η αρσ. ουσ.  ο γαμπρός που μετά το γάμο του πάει να ζήσει στο ίδιο σπίτι με τη γυναίκα του και τα πεθερικά του, όπου, συνήθως, δεν καλοπερνάει: τό ’στειλι σώγαμπρου του πιδί τς, τι να το ’κανι, θκη τ’ πιριουσία δεν είχι του καημένου  – έγδιρναν  μνια αλπού κι τη ρώτσαν  πώς πιρνάς τώρα; κι ’κείνην απάντσι: απού σώγαμπρους καλύτιρα (παροιμ.)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας