Του Νίκου Στύλου
Ένα από τα
πολυτραγουδησμένα ελληνικά ερωτικά τραγούδια, είναι και το γνωστό με τον τίτλο
«Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Τραγούδι, που σύμφωνα με αυτά
που ξέρω εγώ, το έχει τραγουδήσει παραπάνω από μιάμιση ντουζίνα τραγουδιστών, των
οποίων τα ονόματα κατά αλφαβητική σειρά είναι: Γρηγόρης Βαλτινός, Κορίνα Βένη, Τασία
Βέρα, Θοδωρής Βουτσικάκης, Θύμιος Γκογκίδης, Δημήτρης
Ζάχος, Θεόφιλος, Γιάννης Κατέβας, Γιάννης Καψάλης, Νίκος Κωνσταντινόπουλος,
Γιάννης Κωνσταντίνου, Ηλίας Λογοθέτης, Βασίλειος Λιάκος, Τσαούσης Μάγγας,
Πέτρος Μόκας, Ζάχος Μπαλάτσος, Σπύρος Μπρέμπος, Γιάννης Πετρόπουλος, Μπάμπης Τσέρτος, Λάκης Χαλκιάς και Ταξιάρχης Χάνος.
Αν και συνεχίζει να
πολυτραγουδιέται το ομορφότατο αυτό ερωτικό τραγούδι, του οποίου οι στίχοι
είναι παρμένοι από το ποίημα με τίτλο «Tο φίλημα»,
του Γιώργου Ζαλοκώστα, για τη βοσκοπούλα, τη ζηλεμένη
εκείνη κόρη, κανείς δεν είπε και δεν λέει λέξη. Ίσως για να μην της βγει το
όνομα, ακόμη και σήμερα που τα φιλήματα των κοριτσιών δεν είναι πια ντροπή,
αλλά πιστοποιητικά αξίας.
Είναι αλήθεια ότι τη γυναίκα αυτή, που ο Ζαλακώστας ποιητικά χαρακτηρίζει
«Βοσκοπούλου», και το πραγματικό της όνομα είναι Αγγελική Πάλλη, και ο πιο σωστός
χαρακτηρισμός της θα ήταν «πνευματικός ποιμένας», το ελληνικό κουτσομπολιό,
παρά το μεγαλείο της, την έχει περιφρονήσει.
Για τον με
πάθος έρωτα του ποιητή Ζαλακώστα προς τη «Βοσκοπούλα», που ο ίδιος στα γράμματά
του την ονομάζει «ευγενεστάτη κυρία», μεταφέρω εδώ τα γραφόμενα της Βαρβάρας
Θεοδωροπούλου-Λιβαδά.
«Ο Γεώργιος Ζαλακώστας, ο
εμπνευσμένος ποιητής και φυσιολάτρης γόνος της ιστορικής οικογενείας της
Ηπείρου, εγνώριζε την Αγγελική από παιδάκι.
Η οικογένεια του στα 1814, για
τους γνωστούς εθνικούς λόγους αναγκάστηκε κι’ αύτη, όπως και τόσες άλλες καλές,
να εγκαταλείψη την Ήπειρο και νάρθη στο Λιβόρνο. Εκεί φιλοξενήθηκε κι’ αυτή,
όπως και όσοι Ηπειρώτες επήγαιναν στο Λιβόρνο, στο μέγαρο του συμπολίτη και
φίλου του πατέρα του ποιητή, Παναγιώτη Πάλλη, για μερικές μέρες.
Από την αλληλογραφία του με τον
Μουστοξύδη, βλέπουμε την επίδραση της Αγγελικής σ’ αυτόν. Του λέγει πως δεν θα
ξεχάση ποτέ, αν και ήταν πολύ μικρός, την εντύπωση που του έκανε η Αγγελική,
σαν την πρωτόειδε. Έκανε ό,τι της άρεσε, γιατί αισθανόταν την ανάγκη να την
υπακούη και να την ευχαριστή, χωρίς να ξέρη κι’ αυτός γιατί.
Ασυνείδητα γίνονταν οι πάντες σκλάβοι της θέλησής της...
Δεν είχεν άδικο ο Φώσκολος, σαν έγραφε στο Niccolini: «H κοπέλλα αυτή γεννήθηκε με
τη δύναμη της επιβολής ! Και πως της άξιζε να γίνη αυτοκράτειρα της Αγγλίας! »
Η Αγγελική ήταν μεγαλύτερη του Ζαλοκώστα, σχεδόν εφτά
χρόνια. Γι’ αυτό φρονούμε πως ήταν φυσικό να του επιβληθή πνευματικά. Μα ο
Ζαλοκώστας λέγει, πως προτιμούσε να πηγαίνη στη δεσποινίδα Αγγέλικα, να του
διηγήται καμμιά ιστορία, παρά να παίζη με τους φίλους του... Πόσες φορές δεν
έλεγε ψέμματα, ότι δεν καταλαβαίνει τάχα το μάθημα του, για να πηγαίνη στην
ωραία του φίλη, όπως την αποκαλούσε, να του το εξηγήση και στο τέλος για να την
ευχαριστήση δήθεν, λέγει «έδιδα αυτή
ισχυρόν και διαρκείας ασπασμόν...»
Ο Ζαλοκώστας, χωρίς να το νοιώθη, έγινε πνευματικό παιδί της Αγγελικής.
Αναμφισβήτητα είχε μεγάλη και πηγαία ποιητική φύση, αλλά
στην εξέλιξη και ορμητικότητά του, είχε συντελέσει η «ωραία του φίλη». Αυτό το
βλέπουμε και από άλλη επιστολή του στο Μουστοξύδη, που του λέγει: «...Την λύπη
μου ότι ευρίσκομαι μακράν εκείνης, την θωπεύει η ωραία ιδέα της ταχυτάτης
ελευθερίας της πατρίδος ημών…»
Κατά τους συγχρόνους, ο Ζαλοκώστας είχε ερωτευθή την
Αγγελική. Ο Ροδοκανάκης έγραφε στον Τοσίτσα: « Μ’ ερωτάς τί γίνεται η χαρά και
η δόξα μας1 θετικά κ’ εσύ
έγινες όργανον του νεαρού Ζαλοκώστα, όστις έχει τρελλαθή μαζύ της! Είπε του να
το εννοήση καλώς, ότι γρήγορα η Αγγέλικα θα πάρη τον Bartolommei που υπεραγαπά ! Δεν το
αντελήφθη και ο ίδιος κατά την επάνοδόν του; Διατί επιμένει; ...»
Ο Ζαλοκώστας, τίποτε δεν έγραφε και καμμιά απόφαση μεγάλη
δεν έπερνε, χωρίς να συμβουλεύεται την Αγγελική. Αυτό αποδεικνύεται από την
ακόλουθη περικοπή της επιστολής που της έγραψε τον Μάρτη του 182...2 «Ο καπνός της πυρίτιδος και η μέθη
της ελευθερίας έχουσιν υποδουλώσει την σκέψιν μου. Το πνεύμα μου ζητεί τροφήν,
ευγενεστάτη κυρία. Ελπίζω σεις η τόσον γενναιόψυχη, ν’ ακούσετε ευμενώς την
έκλησίν μου... Μεγάλην χαράν θα ησθανόμην, εάν μοι εγράφατε απεριφράστως την
γνώμην σας, εάν εγκρίνητε την κατάταξίν μου εις τον στρατόν του ελευθέρου,
πλέον Κράτους…»
Σ’ άλλη επιστολή του, της εκθέτει εχτεταμένα, σχετικά με
το τι γράφε και τι διαβάζει... Με την πάροδο του χρόνου, βρίσκουμε, πως ο
Ζαλοκώστας αποχτά απέναντι της Αγγελικής, πνευματική ανεξαρτησία τέτοια, που
όχι μόνο της λέγει ανεπηρέαστα τη γνώμη του, αλλά της φέρνει αντιρρήσεις και
ακόμα την συμβουλεύει, … »3
Η Αγγελική Πάλλη γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1798 στην πόλη του
Λιβόρνου. Πατέρας της ήταν ο Παναγιώτης Πάλλης και μάνα της η Δωροθέα-Χαραυγή,
κόρη του καπετάνιου της Μονεμβασιάς Νικόλα Γιωργή, η οποία ήταν ωραιοτάτη και
χαϊδευτικά την λέγανε Αυγούλα.
Για τον Παναγιώτη Πάλλη ξέρουμε ότι ήταν γιος του Λάμπρου Πάλλη και
γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1771 στα Γιάννενα.
Για την οικογένεια Πάλλη μας είναι γνωστό ότι είναι μια από τις παλαιότερες
οικογένειες της Ηπείρου. Πρώτη γνωστή σπουδαία μορφή αυτής της οικογένειας
είναι ο Ευστάθιος Πάλλης, ο οποίος το 1400 ήταν Άρχοντας της Παραμυθιάς και
ιδιοκτήτης του ιστορικού χωριού Βέλλιανη το οποίο δογματικοί ελληνιστές όχι
απλώς το μετονόμασαν το 1959 Χρυσαυγή, αλλά και συνεχίζουν την ιωνική ονομασία
του να την θεωρούν βαρβαρική, παρά τις μεγάλές προσπάθειες των κατοίκων αυτού
του χωριού με επικεφαλή τον πολυμαθέστατο και πολυγραφότατο συγγραφέα Μάριου
Μπίκα4 για να ξαναπάρει το χωριό τους την ιστορική του ονομασία.
Αδέλφια του Ευστάθιου Πάλλη ήταν ο Νικόλαος, που εγκαταστάθηκε στην
Αρκαδία, όπου και πέθανε άτεκνος, καθώς και ο Ιωάννης, ο οποίος έζησε στην Ιταλία
στο κράτος της Νεάπολης. Γιος του Ευστάθειου Πάλλη ήταν ο Λάμπρος Πάλλης, για
τον οποίο μας είναι επίσης γνωστόν ότι στον Ηπειρωτικό πόλεμο κατά των
εισβολέων Τούρκων σαν επικεφαλής των ανδρών της περιοχής Παραμυθίας πολέμησε
ηρωικά, όπου και τραυματίστηκε βαριά. Το 1428 δε σε μάχη στήθος με στήθος κατά
των στρατιωτών του Μουράτ Β΄, και παρά του ότι έχασε από εχθρικό ξίφος το
αριστερό μέρος του προσώπου του συνέχισε να μάχεται σκορπίζοντας συνεχώς τον
θάνατο. Το 1431, μετά από πολύχρονους αγώνες και αφού ο Μουράτ ο Β΄ κατέλαβε τα
Γιάννενα αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και εγκαταστάθηκε με όλη του την
οικογένεια στα Γιάννενα.
Για μια σειρά αιώνων στην οικογένεια Πάλλη έχουμε διαδοχικά τα ονόματα
Ευστάθιος, Λάμπρος, Ιωάννης και Μπαλάνος. Από τα παιδιά του τελευταίου Μπαλάνου
Πάλλη γνωστός μας είναι μόνο o Ιωάννης Πάλλης, ο
οποίος παντρεύτηκε την Αγγελική Κονταξή, η οποία ήταν κόρη της Οικογένειας
Κονταξή από την Πλεσοβίτσα Φιλιατών, από την οποία κατάγονταν και η φημισμένη
για την ομορφιά της Κυρά Βασιλική των Ιωαννίνων. Το ζευγάρι αυτό απέκτησε πέντε
γιούς, από τους οποίους ένας είναι και ο Παναγιώτης, ο πατέρας της Αγγελικής
Πάλλης, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του εγκαταλείποντας την σκλαβωμένη Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν
στο Λιβόρνο, όπου με πολλούς κόπους, ασχολούμενος με το εμπόριο κατόρθωσε να
αποκτήσει αξιοσέβαστη περιουσία.
Για την Αγγελική Πάλλη μας είναι γνωστό ότι τα πρώτα της
μαθήματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα της, και το ότι φοίτησε στο ελληνικό
σχολείο της παροικίας του Λιβόρνου, όπου τότε δάσκαλος ήταν ο γνωστός και ως
συγγραφέας Γρηγόριος Παλιουρίτης5. Εν συνεχεία φοίτησε στο ανώτερο ιταλικό
παρθεναγωγείο της πόλης αυτής, όπου σπούδαζαν τα κορίτσια των καλλίτερων
οικογενειών, το οποίο και τέλειωσε αριστεύουσα. Παράλληλα με την ιταλική έμαθε
τέλεια την ελληνική, την γαλλική και αγγλική γλώσσα, καθώς και την γερμανική
την οποία μόνο διάβαζε αλλά δεν έγραφε. Εκτός από αυτές, θα πρέπει να μιλούσε
και την αρβανίτικη γλώσσα, την οποία μιλούσε ο πατέρας της καθώς και η μάνα
της.
Γλωσσομαθής λογοτέχνης, έγραψε ποιήματα και πεζογραφήματα
και μετάφρασε στην ιταλική γλώσσα στίχους του Ομήρου, έργα του Σαίξπηρ, του
Ουγκώ και πολλά ποιήματα των Σολωμού, Βαλαωρίτη, Ζαλοκώστα κ.α.
Το πολύπλευρο
συγγραφικό της έργο, -του οποίου στο τέλος θα δώσουμε τον κατάλογο-, μαζί με το
σπινθηροβόλο της πνεύμα και τον ευγενή της χαρακτήρα και παρουσιαστικό, την
έκανα να πάρει την πρώτη θέση στις καρδιές πολλών διακεκριμένων ανθρώπων της
τότε εποχής που ζητούσαν επίμονα τη γνωριμία και συντροφιά της μεγάλης αυτής
γυναίκας, της «δεκάτης Μούσας», όπως την αποκαλούσαν ο Guerrazzi και Ρίζος Νερουλός.
Επειδή ο χώρος δεν
μας επιτρέπει να γράψουμε όλα αυτά που γράφηκαν για την Αγγελική από τους
θαυμαστές της, θα περιοριστούμε μόνο στα γραφόμενα μερικών Ελλήνων, αρχίζοντας
με ένα απόσπασμα επιστολής του Φώσκολου, γραμμένης στο Λονδίνο το 1821 και
σταλμένη στον Niccollini.
« … Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ για το ωραίο δώρο.6 Χαίρω που η πρόρρησή μου για τη
χαριτωμένη μικρούλα μας βγήκε αληθινή. Έστω κι’ αν οι δάφνες του «Θυέστη» της
σκέπασαν τις δάφνες του δικού μου.7
Οι κριτικές όλες αξιόλογες και θα παίξουν ρόλο στη δίκαιη επικράτησή της. Χαίρω
για την επιτυχία της σαν Έλληνας, σαν φίλος, μα περισσότερο σαν λογοτέχνης»8.
Σε επιστολή του
Γεωργίου Τερτσέτη σταλμένη σ’ αυτή και γραμμένη στην Τρίπολη τον Ιούνιο του
1831 στα ιταλικά, διαβάζουμε.
«… Αισθάνομαι περηφάνεια σαν Έλληνας, για το δυνατό έργο
σας, που είχα ακούσει να γίνεται λόγος, σαν ακόμα σπούδαζα στην Ιταλία. Μα μεγαλύτερη
τώρα πια, που μου μίλησε για σας ο φίλος μου και συμπολίτης σας ποιητής Γ.
Ζαλακώστας, και περισσότερο ο δύσκολος κ’ εκλεχτικός δικός μου συμπολίτης Δ.
Σολωμός, ο οποίος, πρέπει να ξέρετε, δεν ενθουσιάζεται εύκολα. Θα θεωρούσα
μεγάλη τιμή, έντιμος Κυρία, αν μου στέλνατε κάτι δικό σας κι’ αν είναι δυνατόν,
ιστορικού περιεχομένου…»9
Στον Ι. Ρίζο
Νερουλό, που γνώριζε προσωπικά την Αγγελική και έζησε κοντά της αρκετό καιρό,
εκτός από τον χαρακτηρισμό «Σαπφώ δευτέρα» που της αποδίδει στο αφιερωμένο σ’
αυτή ποίημα του, με τίτλο «Προς την Αγγελική Πάλλη», που ο ίδιος το ονόμασε
«Ελεγείον», σε μια επιστολή του προς αυτή βρίσκουμε και την προσφώνηση.
Ὦ, Μοῦσα Σὺ δεκάτη, Ἀγγελικὴ Παλλὶς
Κ’εἰς ἔαρ κ’εἰς χεμῶνα ὡς ἀηδὼν λαλεῖς.10
Ποίημα αφιερωμένο
στην Αγγελική έγραψε και Α. Ρ. Ραγκαβής με τον τίτλο «Προς την κυρία Αγγελική
Βαρθολομαίου το γένος Πάλλη», το οποίο και προλόγισε με βαθύ σεβασμό ο λόγιος
Νικόλαος Δραγούμης. Στον Ραγκαβή δε, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο: Ποιηταί,
«Φώσκολος – Πάλλη» διαβάζουμε και τα επόμενα:
«…Ένα άλλο ωραίο ταλέντο, που η Ιταλία
αφαίρεσε απ’ την Ελλάδα είναι αυτό της Αγγελικής Πάλλη…»11.
Σχετικά δε για τον
Ραγκαβή, που επισκέπτονταν τακτικά την Αγγελική, σε επιστολή του πάντα
ερωτευμένου Γ. Ζαλακώστα προς αυτή, διαβάζουμε:
«Μεγάλη κυρία, εις όλα, διερωτώμαι πως
κατορθώνετε και υποφέρετε αγογγύστως τον Ραγκαβή;… Ο οποίος δεν γνωρίζω κατά
πόσον εκτιμά υμάς από ιδίαν αντίληψιν ή από συνήθη διπλωματικήν επιπολαιότητα !
…»12
Ο δημοτικιστής
Αλέξανδρος Πάλλης, που περηφανεύονταν για την συγγένειά του με την Αγγελλική,
και που πολλές φορές ταξίδεψε στο Λιβόρνο, για να μείνει λίγες μέρες κοντά της,
σε μια από της πολλές του επιστολές της γράφει:
«Να, επί τέλους μια φορά, που είμαι σύμφωνος
με το φίλο σας το Ζαλακώστα. Είχε δίκιο ο μακαρίτης σαν έλεγε πως «η ευγενής
κυρία είναι επηρεασμένη υπό των αρχαίων συγγραφέων, ων την γλώσσαν κατέχει
απταίστως, δι’ ό χειρίζεται κάλλιον εκείνην ή την ομιλουμένην ! …» Αν έλθετε
στην Ελλάδα, σας βεβαιώ πως δεν θα περάσουν αρκετές ημέρες, που θ’ αγαπήσετε τη
γλώσσα του Λαού…»13
Σε άλλη του δε
επιστολή της γράφει, πως αν δεν ήταν θεία του, θα της έκανε κόρτε γιατί ούτε και πενήντα χρόνια διαφορά παίζουν ρόλο
για γυναίκες σαν εκείνη.
Με την Αγγελική
Πάλλη ασχολήθηκε και ο Σπύρος Δε Βιάζης και σε άρθρο του το 1886 δημοσιευμένο
στον «Ποιητικόν Ανθώνα», μας παρουσιάζει τη ζωή και έργο της, γράφοντας δε γι’
αυτή και για δεύτερη φορά στο περιοδικό «Ελληνική Επιθεώρησις» το 1907 τρία
συνεχή άρθρα.
Εκτεταμένα λόγο για
την Αγγελική Πάλλη στην Ελλάδα έκανε η Καλλιρρόη Παρρέν. Η γυναίκα που
περπάτησε στα αχνάρια του ανθρωπισμού και της γυναικείας χειραφέτησης που
άνοιξε η πρωτοπόρος Αγγελική. Όσον δε αφορά τον ανθρωπισμό της, από επιστολή
του Niccollini προς αυτή γραμμένη τον Ιούνιο
του 1821 στη Φλωρεντία, μαθαίνουμε ότι βοήθησε τον Φώσκολο με μεγάλα ποσά καθώς
και τον φίλο του τον Κάλβο.
«… Και πάλιν μου εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για σε ο
ευγενέστατος Ούγος, για την καινούργια βοήθεια που τούστειλες. Ελπίζει να γίνη
καλά ο δυστυχής και πως μια μέρα να στα επιστρέψη, -αυτό μεταξύ μας, δεν θα
γίνη ποτέ, έστω κι’ αν του έπεφτε το μεγαλύτερο λαχείο.- Επίσης μου λέγει, πως
είναι λεπτό εκ μέρους σου, να στείλης ιδιαίτερα χρήματα και στον Κάλβο.
Νοιώθει, πως αυτό το κάνεις για ν’ ανακουφίσης εκείνον, επειδή σου είπα πως τον
βοηθεί, και μου γράφει: «Κι’ αυτά που του προσφέρω εγώ από τη στέρησή μου κι’
αυτά που του στέλνει η ευγενικιά συμπολίτιδά μου, ατυχώς σκορπιώνται χωρίς σκοπό…»14
Φυσικά θα ήταν
ανόητο για τις παραπάνω αναφερόμενες χρηματικές βοήθειες να χαρακτηρίσομε το
έργο «της γλυκιάς Μανούλας», όπως την ονόμαζαν ακόμα και οι ψαράδες στο Λιβόρνο,
ανθρωπιστικό, εάν δεν μας ήταν γνωστό ότι στο Λιβόρνο ίδρυσε και εδραίωσε την
νυχτερινή σχολή για τα εργαζόμενα κορίτσια, το «Γυναικείο Ινστιτούτο», το
Νοσοκομείο των απόρων, και πλούτισε τη «Biblioteca Labronica», της οποίας ήταν και ένα από τα ιδρυτικά μέλη.
Για την ιδιωτική
ζωή της Αγγελικής, γνωστό μας είναι ότι σε ηλικία 31 ετών ερωτεύτηκε τον 19χρονο Giovanni Paolo Bartolommei, γόνο αριστοκρατικής κορσικανής οικογένειας. Για
την μεγάλη ίσως διαφορά ηλικία η πεθερά της εναντιώθηκε σ’ αυτή τη σχέση και το
ζεύγος με την βοήθεια του αδερφού της Αγγελικής, Μιχαήλ Πάλλη, που οργάνωσε μια
γραφική
απόδραση, πήγε στον Πάπα στη Ρώμη, όπου ο Μιχαήλ με τις υψηλές σχέσεις του και
την βοήθεια του πρίγκιπα Gagarin, προσπάθησε να ξεπεράσει
τα εμπόδια, λόγω του ότι Αγγελική ήταν Ορθόδοξη και ο Bartolommei καθολικός, για να τους παντρέψει. Μετά από την αποτυχημένη αυτή προσπάθεια το ζεύγος αφού πήγε στην Κέρκυρα,
όπου και φιλοξενήθηκε από κάποιους συγγενείς της Αγγελικής, τέλεσε το μυστήριο
του γάμο με ορθόδοξη ιεροτελεστία. Μετά δε από παραμονή μερικών μηνών στην Κέρκυρα,
με την επιστροφή τους στο Λιβόρνο, γεννήθηκε και ο γιός τους Michele Bartolommei.
Στο Λιβόρνο, στις 6 Μαρτίου 1875, η Αγγελική, «η Γυναίκα που στάθηκε δυνατή ποιήτρια,
τραγωδός, πεζογράφος, μεταφράστρια, κριτικός, βαθειά Ελληνίστρια,
δημοσιογράφος, ιστορικός, ρήτορας, φιλόσοφος, πατριώτισσα ιδανική, αλτρουίστρια
και ηρωίδα», έκλισε για πάντα τα μάτια της και στην ταφόπετρα, του τάφο όπου
ενταφιάστηκε την επόμενη ημέρα, γράφηκε και η επόμενη επιγραφή.
Ἐδῶ εἶναι θαμμένη ἡ Ἀγγέλικα Πάλλη ἡ χήρα τοῦ Ἰωάννη - Παύλου Bartolommei
Ποὺ ὑμνήθηκε, ἡ Ἁγνή, χάρις στὰ πολλὰ
Ποιητικὰ καὶ Πεζογραφικά της συγγράμματα.
Καὶ ποὺ θαυμάστηκε γιὰ τὴν ἰδιάζουσα εὐγένεια
τοῦ χαρακτήρα της
καθὼς καὶ τὴν δύναμη τῶν αἰσθημάτων της,
τὰ ὁποῖα διατηρήθηκαν ὑψηλόφρονα καὶ θαυμαστὰ σ’ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς στιγμὲς τῆς
ζωῆς της.
Γεννήθηκε στὸ Λιβόρνο στὰ 1798 καὶ ἐνταφιάστηκε
ἐδῶ στὶς 7 τοῦ Μάρτη τοῦ 1875.
Σημειώσεις
[1]
Έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες του Λιβόρνο την Αγγελική.
2
Ο αριθμός δυσανάγνωστος.
3
Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά, Αγγελική Πάλλη-Βαρθολομαίη και το
έργο της. Αθήνα 1939. Σσ. 161, 162.
5
Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης το
1805 έγινε δάσκαλος στο σχολείο της ελληνικής παροικίας, στο Λιβόρνο της
Ιταλίας, μετά από συστατική επιστολή που έστειλε από τα Γιάννενα ο δάσκαλός του
Ψαλλίδας προς τους Έλληνες του Λιβόρνο και συγκεκριμένα στον Μ. Ζωσιμά, στην
οποία έγραφε ότι ο Παλιουρίτης «…είναι Έλλην, καλός ποιητής, ρήτωρ, λογικός,
μεταφυσικός, ηθικός, αριθμητικός ενί λόγω μαθηματικός, έμπειρος της λατινικής
και ιταλικής διαλέκτου».
8
Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά.
Αγγελική Πάλλη-Βαρθολομαίη και το έργο της. Ό.π. σ. 160.
9
Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά.
Αγγελική Πάλλη-Βαρθολομαίη και το έργο της. Ό.π. σ. 161.
1[1] Αλ. Ραγκαβής: Histoire Litteraire de la Grèce
Moderne. Paris 1897, II partie, Livre II, Chapitre XIII. Poètes Foscolo –
Palli, pag. 220-221.
12
Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά.
Αγγελική Πάλλη-Βαρθολομαίη και το έργο της. Ό.π. σ. 166.
13
Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά.
Αγγελική Πάλλη-Βαρθολομαίη και το έργο της. Ό.π. σ. 169.
14
Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά.
Αγγελική Πάλλη-Βαρθολομαίη και το έργο της. Ό.π. σσ. 160-1161.
Τα έργα της Αγγελικής ΠΑΛΛΗ- BARTOLOMMEI
Poesia
Poesie, Livorno, Dai torchi di
Glauco Masi, 1824
Novelle
Ulrico e Elfrida, Livorno, Tipografia di Francesco Vigo, 1868
Memorie di Federigo, Pinerolo, Tipografia di Giuseppe Chiantore, 1873
Il gobbo di Santa Fiora, Livorno, Tipografia Stefanini, 1874
Racconti, Firenze, Successori Le Monnier, 1876
Romanzi
Alessio ossia Gli ultimi giorni di Psara, s.l., 1827
Eleonora, Pinerolo, Tipografia di Giuseppe Chiantore, 1873
Elsa, Pinerolo, Tipografia Chiantore e Mascarelli, 1874
La famiglia Roccabruna, Torino,
Tipografia del Progresso, 1874
Teatro
Tieste, Livorno, Dai torchi di
Glauco Masi, 1820
Saffo, Livorno, Dai torchi
di Glauco Masi, 1823
Buondelmonte Buondelmonti, Livorno, Tipografia di G. P. Pozzolini, 1828
Ruggieri degli Ubaldini, Torino, Cugini Pomba e C., 1852
La donna morta del pilone, Pinerolo, Tipografia di Giuseppe Chiantore, 1857
Girolamo Olgiati, Milano, Tipografia Internazionale, 1865
Lella, Livorno, Giuseppe Meucci,
1873
Componimenti drammatici, Livorno, Tipografia di R. Ferroni e G. Cascinelli, 1872
Scritti educativi
Discorsi di
una Donna alle giovini maritate del suo paese, Torino,
Cugini Pomba e C. 1851
Scritti vari
La confessione di un Corso, Torino, Tipografia Scolastica di Sebastiano Franco e Figli,
1855
Cenni sopra Livorno e i suoi contorni, Livorno, Tipografia
di Giulio Sardi, 1856
Traduzioni: Dionysios
Solomos, Carme lirico per la morte di Lord Byron, Livorno, Tipografia di
Francesco Vigo, 1866.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου