Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Το Πασχα στην ποιηση των Ελληνων

«Ω γλυκύ μου έαρ»
Το Πάσχα στην ποίηση των Ελλήνων

Πάσχα! Λαμπρή! Επιτάφιος! Ανάσταση! Το πανάρχαιο μήνυμα του αέναου κύκλου της ανθρώπινης ζωής και της φύσης, της νίκης της ζωής επί του θανάτου του ερχομού του «Ανώτατου Αγαθού», δηλαδή της γεμάτης λαμπρό φως άνοιξης.
Μια ποιητική περιήγηση στο «θείον» πάθος και την «Ανάσταση» από τον αριστουργηματικό «Επιτάφιο Θρήνο», ανώνυμου ποιητή έως τη σύγχρονη ποίηση που εμπνεύστηκε από τη σταύρωση και το θρήνο, από την ανάσταση και το θρίαμβο.

"Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Η δάμαλις τον μόσχον,
εν ξύλο κρεμασθέντα,
ηλάλαζεν ορώσα.
Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πως τάφω νυν καλύπτη;»


Το τραγούδι του Χριστού
Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε.
Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει,
κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο
Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει
Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία
Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι
Τα φύλλα οπού πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη.



Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ΄ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα:
«Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες ,
Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε»



Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει,
Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο,
τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και μόλις εσυνέφερε,
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει,
Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της.



Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα.
Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει,
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη:



«Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου,
μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;»
«Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου.



«Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια...»
Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε,
τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του.



Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε:
«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.»
Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε.




Με γέλασαν τα πουλιά
Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια
Με γέλασαν κι μου 'πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να 'ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν' μαύρα φορά, μαύρο κι τ' άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε μ' άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν' αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ' αφήνει να 'ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη.




Το περιβόλι του Χάρου
(Ζακυνθινό)



Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμει περιβόλι,
βάνει ταις νιαίς για τα δεντρά, τους νιούς για κυπαρίσσια
βάνει και τα μικρά παιδιά για ταις γλυκομηλίτσαις.
Θεέ και να με βάνανε πραγματευτή στον Άδη,
να βάσταα στο κεφάλι μου κανίστραις με στολίδια,
να βάσταα και στον ώμο μου παλικαριών αρκιμπούζα,
να βάσταα και στην ζώνη μου γερόντων κλαδευτήρια,
να βάσταα και σταις μπούρσαις μου μικρών παιδιών κουλούρια,
νάρχοντ' οι νιοί για τ' άρματα κ' η νιαίς για τα στολίδια.
Νάρχονται και οι προεστοί να παίρνουν κλαδευτήρια,
και τα μικρά παιδόπουλα να παίρνουν τα κουλούρια.
Παρακαλώ σε Παναγιά, και προσκυνώ σε πόλι,
να μου δοθούνε τα κλειδιά, να μπω στο περιβόλι.
Παρασκευή τα ζήτησα, Σαββάτο μου τα δώσαν,
την Κυριακήν ανήμερα άνοιξα, μπήκα μέσα.
Βλέπω ταις νιαίς χορεύουνε, τους νιούς και τραγουδούνε,
βλέπω τα συμπαλλήκαρα κ' επαίζανε τσικμάδαις,
βλέπω ταις νιαίς κ' εστρώνανε τα ξήστρωτα κρεβάτια,
για νάρτ' ο νιος να κοιμηθεί, πώρχετ' αποσταμμένος
μεταξωτά παπλώματα και ρένσινα σεντόνια.




Η ημέρα της Λαμπρής
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΟΜΟΣ



«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη,
και από εκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα
«γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».



Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες
όλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμασθήτε,
μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε,
ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε!
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.



Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες,
γλυκόφωνα, κοιτώντας ταις ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες,
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες,
κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».




Ανάσταση
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ



Η Ανάσταση. Και γέμισε χαρά,
λουλούδιασε η ψυχή μου σαν το κρίνο.
κι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά
γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω.
Ανάσταση.
Τα σήμαντρα χτυπούν.
κι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.
Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν΄ αγαπούν
όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
«Χριστός Ανέστη ετούτη την ημέρα».



Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι,
απ’ όσες γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν,
κι όσες μοιρολογήτρες
ώσμε του Mεγάλου Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν!
πως, κάτου απ’ τους ανθούς,
τ’ ολόαχνο σμάλτο του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;



Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!



Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα “Xριστός Aνέστη” μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!”



Kαι να, ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο- και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!



Kαι τότε – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
απ’ το στασίδι πού ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: “Mάτια μου… Bαγγέλη!”



Kι ακόμα, – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…




Οι πόνοι της Παναγιάς
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.



Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης



Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...



Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.



Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!




Η μάνα του Χριστού
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ



Πως οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.



Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!



Α! πώς είχα σα μάνα κ΄εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ΄΄εμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ΄άλλα σου αδέρφια να σ΄είχα γεννήσει
κι΄από δόξες αλάργα κι αλάργ΄από μίση!



Ένα κόκκινο σπίτι σ΄αυλή με πηγάδι...
και μιά δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.



Κι άμ΄ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεματα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασενει βαθιά τ΄όλο κέδρον αγέρι.



Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν΄αρχίσει.



Κι ο κατάχρονος θάνατος θα΄τανε μέλι
και πολλή φύτρα θ΄άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ΄αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.



Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρη ομπόλια,
γιά να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ΄αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.



Φευγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν εχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!



Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τα στήθια, που βύζαξες γάλα.



Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ΄όνομά σου!



Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ΄άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά΄ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ΄οι φίλοι.



Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι΄ακόμα,
σα ρωτήσανε:"Ποίος ο Χριστός;" τ είπες"Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ΄έμαθ΄ακόμα!




Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ



Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' ονομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους
και τις πολιτείς μας
Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
'Εχω κρατήσει μέσα μου τη ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε,
κ' έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε
σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο
-έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κ' είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος,
κ' έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Tο πρώτο σου παιγνίδι: Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι: Εσύ.
'Επαιξες τη φωτιά. Έπαιξες το Χριστό.
'Επαιξες τον Αη-Γιώργη και το Διγενή.
'Επαιξες τους δείκτες του ρολογιού που κατεβαίνουνε
απ' τα μεσάνυχτα.
'Επαιξες τη φωνή της ελπίδας, εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.
'Ηταν καιρός! Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο
ν' ακούς κάτω απ' τη στέγη σου τ' ανθρώπινα μπουμπουνιτά της Ευρώπης!
'Αναψες κάτω απ' το σακκάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο...
Kαρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο, και προχώρησες...
Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κ' έπαιξες τον άνθρωπο!




Άσμα μικρό
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ



«Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο».




Γραμματείς και πρεσβύτεροι αιώνες
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ



Ιδού η μικροτάτη Παρασκευή πάλι
σε βαφή Μεγάλης βουτηγμένη.



Μετεφέρθης άρον άρον στην εντατική
εγκατάλειψή σου.
Θεράποντες ήχοι σημάντρων
μετράνε κάθε τόσο το σφυγμό σου
ο θεϊκός αδύναμος και ο απτός σκιαγμένος
νταααααααααααν α ν α ν νταντον οον οον



Μέτωπο αιμάτινο σου πλέκουν
τ’ ακανθώδη έθιμα
και επί τον ιματισμόν σου έβαλαν κλήρο
η νηστεία, ο Μπαχ, τα βαρελότα, και η μέθοδος
να φτάνει με καρφιά στα άκρα του ο πόνος.



Τι κι αν εσχίσθη το καταπέτασμα των χαμομηλιών
τι κι αν χρωμάτων στρατιαί εξεπλήττοντο



σταύρωσον σταύρωσον αλαλάζουν
τα κρεοπωλεία οι ψησταριές κι οι φούρνοι.



Δε μ’ άκουσες.
Άφησες ανύμφευτη την κόμη της Μαγδαληνής
και σπατάλησες το σπάνιο Νυμφίο άρωμά σου
για να κάνεις τεστ αληθείας στην αγάπη, στον πλησίον.
Σου φώναζα να τους αφήσεις όπως είναι
όπως τους παραλάβαμε από την υπαρξιακή παράδοση
όπως περιγράφτηκαν από στόμα σε στόμα
από πικρό ποτήριον σε πικρότερο. Δε γλίτωσε
σταυρώθηκε όποιος διανοήθηκε να τους επαληθεύσει.



Προσκυνώ το οικείον προσφιλές μου σφάλμα σου.
Εν συντριβή περιστρέφω τη σούβλα
αδημονώντας σε αμνέ μας.




Εαρινή Συμφωνία
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ



Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ' τα χείλη των παιδιών
απ' την άγνοια των χελιδονιών
απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.



Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.



Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που 'χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που 'χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.



Χριστέ μου
τι θα 'τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;

(Από την εφημερίδα "Ημερήσια" 1-4 Απριλίου 2010)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας