Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Οι πλιθάδες του Βαλτινού




Παλαιότερα οι άνθρωποι του Θεσσαλικού κάμπου ήταν αναγκασμένοι να κτίζουν με τα ίδια τους τα χέρια τις κατοικίες τους, χρησιμοποιώντας υλικά, (ανάλογα με την μορφολογία του εδάφους) που τους πρόσφερε η φύση. Τα πλίνθινα σπίτια ήταν η πιο συνηθισμένη μορφή κατοικίας των αγροτικών περιοχών της Θεσσαλίας.
Για την κατασκευή των πλιθιών υπήρχαν ειδικά μαστόρια που όλη τη μέρα εργάζονταν σκληρά μέσα στη λάσπη.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους ήταν: φτυάρια, τσαπιά, τενεκέδες νερού, μια καζιάκα, ξύλινα καλούπια και πάνω απ’ όλα γερά μπράτσα.




Η εργασία γίνονταν συνήθως το καλοκαίρι που είχε αρκετό ήλιο και βοηθούσε να στεγνώσουν γρηγορότερα τα πλιθιά.
Από κοινοτική περιφέρεια, όπου υπήρχε αργιλώδες χώμα και προσφέρονταν για την κατασκευή πλιθιών, σκάβανε και βγάζανε το κατάλληλο χώμα.
Αυτό το χώμα το ζυμώνανε με νερό και άχυρο, πατώντας το με τα πόδια μέχρι να δουλευτεί καλά το χαρμάνι και να γίνει η κατάλληλη λάσπη.
Στη συνέχεια κουβαλούσανε με την καζιάκα αυτή την καλοδουλεμένη λάσπη και την μεταφέρανε στα ειδικά ξύλινα καλούπια.




Ρίχνανε την λάσπη στο καλούπι, την αφήνανε να στεγνώσει λίγο και μετά αφαιρούσαν το καλούπι.
Όταν στέγνωναν τα πλιθιά, με τον ήλιο και τον αέρα τα γυρίζανε από την άλλη μεριά, στο πλάι, για να στεγνώσουν καλύτερα.
Όταν στέγνωναν και ήταν έτοιμα, τα κουβαλούσαν με τα κάρα, στο μέρος που θα έκτιζαν το σπίτι και οι κτιστάδες αναλάμβαναν το κτίσιμο.
Το κτίσιμο γίνονταν «μονοπλίθι» δηλαδή, ο ένας πλίνθος έμπαινε πατητός (εγκάρσια) και δύο τρεχούμενα.



Στο χωριό Βαλτινό με την εργασία αυτή ασχολήθηκαν, για αρκετό καιρό, οι αδελφοί Νίκος και Γιάννης Απόχας.
Καθισμένοι λοιπόν, μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη το 1996 μέσα στο καφενείο του χωριού μας, και κουτσοπίνοντας ουζάκι, ο Νίκος Απόχας άρχισε να ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του, να μας διηγείται και να μας περιγράφει με γλαφυρό ύφος, τις εμπειρίες του από την εποχή που «έκοβαν» πλιθιά.
Αφήσαμε το κείμενο ατόφιο, χωρίς να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι για να διατηρήσουμε την ιδιωματική προφορά και την αυθεντικότητα της γλώσσας του τόπου μας.




«Τι να πρωτοπείς!!! δύσκολα χρόνια. Φτώχεια και κακό, ανίλα.
Θυμάμι μια φορά κόβαμι στην Παραπράστα. απ' λες. Μέσα ξυπόλιτοι, να βλέπ'ς τ'ασπράγκαθα..., τάχα έρχονταν έκοβαν λίγο με την κουσιά, δεν τα σκούπ'ζαν, τι να σκουπίσ', μαζεύονταν;
Τα πόδια από κάτ' έσπαζαν τ' αγκάθια, δεν έμπαιναν μέσα. Να πατάς μέσα και να φέρ'ς γύρα στη λάσπη σα να ήσαν βάλι. Φράπ φρούπ, να τη γυρνάς, ρίξε άχυρο...
Αρχνούσαμαν προτού να βαρέσι ο ήλιος και τελειώναμε βασλεύοντα ηλίου.
Βγάζαμαν δυόμισι χιλιάδες πλιθιά τη μέρα, παραπάνω δεν μπορούσες να βγάλ'τς. Αλλάζομάσταν όμως στη δ'λειά, σήμερα ήμαν ιγώ στο χαμούρι, την άλλη μέρα άλλος. Πιο δύσκολα ήταν στου σκάψιμου. Πήγηνες να βαρέσ'ς το τσαπί και να βγαίνει σι'απάν πέτρα... Α! του ρ'μάδι!
Ηρθαμαν στο αμήν. Α... να τ'απαρατήσουμι.
Θα τα παρατήσουμι, του λέου, του Γιάννη τουν Θ'κόμ' απ λες.
Λέει ο πατέρας σ'. Αρε κόψαμι ωχτό χιλιάδες, άλλες εφτά είναι, δεν θα υποφέρουμε;
Τι να υποφέρ'ς αρέ του λέου. Ιδώ βαρείς κι βγάζει φωτιά του τσαπί, γαμώ τη μάνα γαμώ.
Ρίχναμι νερό από πάν' για να μουσκέψει, αλλά τίποτα.
Κι μας φέρ'ει ένα ψωμί, απ'λες Μήτσιο, απ' δεν το 'τρωγαν ούτε τα βάλια.
Πέτρα, ξερό. Κι να δ'λέβ'ς τώρα νηστ'κός.
Ξαποφασίσκα ύστερα εγώ, του λέου.
-Αυτό το ψωμί τρώς εσύ στο σπίτ'ς;
-Τι τρώου; λέει.
-Α έλα σπάστου εσύ, σπάστου ρε, φάτου εσύ του λέου. Αντε να μετρήσουμι τα πλιθιά, πόσα κόψαμι του λέου, να μας πληρώσεις και να φύγουμι.
Λέει. Ξέρ'ς εγώ τι έκανα; λέει
-Τι έκανες; του λέου εγώ.
-Ιπέρ'σι λέει, είχα κόψει πλιθιά με κάτι άλλα μαστόρια απ τα Τρίκαλα και μόλις τελείωσαν τς' λέου. Τι σας χρωστάου; Μ'είπαν αυτοί πόσο.
Αρε τσ'λέου μάστετα τα πράγματά σας και φευγάστε. Μα...
Άντε ρε μη βγάλου του σλιάρι απ' του τσαπί κι σας χωθού στο ξύλο, λέει. Του λέου εγώ.
-Την βλέπ'ς αυτήν τη γούρνα εδώ; Δεν θα μπορέσει να σι βγάλει όλη η Παραπράστα από δω μέσα! Αμα σι πάρου απ' του ποδάρι κι απ' το χέρι, του λέου, θα σι βρουντήσου μέσα, του λέου, κι δεν θα φανείς ντιπ, π'θενά!
-Τι λέει α; λέει.
-Αυτό απ σι λέου! Κάνε λογαριασμό να μας πληρώσεις κι να φύγουμι...



Μια άλλη φορά κόβαμε τα πλιθιά τ' Νικόλα Κόρακα. Ο Νικόλα Κόρακας, τον Γιώργου Πολύζο τον είχε ανηψιό.
Είμασταν πέντε άτομα, ο πατέρας σ', εγώ, ο Γιάντς Τσιγάρα, ο Γιάντς, ο θ'κός μ' κι ο Πολύμερος.
Ο Γιώργος Πολύζος δεν δούλευε, την είχε περάσει κοπάνα, έτσι σια ‘δώ - Σια ‘κεί.
Λέει ο πατέρας σ'.
-Ρε Νίκο τι θα τον κάνουμι αυτόν τον άνθρωπο, Θα δλέβουμι εμείς κι θα πάρει ο Πολύζος λεφτά; Tι να τον κάνουμι, άν τον κυνηγήσουμι δεν μας τα δίνει ο Κόρακας τα πλιθιά, θα μας απαρατήσει.
Κάθε μέρα, μόλις κόβαμι, εφθάναμι χίλια πλιθιά πάεινει για κατούρημα αυτός.
-Θα πάου να δού λέει τώρα, είναι ξεβρακομένος ή έτσι κάθεται.
Πάει ο πατέρας σ', απ' λες, τηράει, ξαπλαριά ο Πολύζος. Τα ποδάρια απ' λες, απλωμένα κι κάθονταν.
-Τι κάν'τς α ρα Γιώργου του λέει αυτού;
-Τι κάνου λέει... α! ήρθα να κατουρήσου.
-Εσύ δεν κατουράς λέει, εσύ κάθησι. Αρε, του λέει, μάστα κι φεύγα, εμείς θα δλέβουμι κι σύ να κάθησι!!!
-Αμα φύγου εγώ λέει, τα πλιθιά τ' Κόρακα δεν τα κόβ'τει, λέει. Μας πατούσι απ'λες, κουμπί. Βρε γαμώ τη πουτάνα, κι ήταν δεκαπέντε χιλιάδες πλιθιά.
Κι να πείς πόσο τα πέρναμι σαράντα δραχμές τη χιλιάδα, αλλά περνούσαν τα λεφτά τότε όμως.
Θυμάμι μια άλλη φορά στη Νομή, βγάζαμι όλη τη μέρα πλιθιά και το βράδυ καθήσαμι να φάμε και μετά να κοιμ'θούμε. Φάγαμι κι άφ'σαμε λίγο ψωμί και τυρί για το πρωί. Το βράδυ οταν κοιμ'θήκαμι πέρασε κρυφά κάποιος καντηλανάφτης και μας έκλεψε το φαγητό, φτώχεια κι αυτός ο φουκαράς.
Το πρωί όταν σ'κώθ'καμι και είδαμι που έλειπει το φαγητό, ο ένας έλεγε τον άλλον. Συ τόφαγες, όχι εσυ, κι ώσπου να μάθουμε ότι μας το πήρε ο καντηλανάφτης, μαλώναμε συναμεταξύ μας...
Μια άλλη φορά κόβαμε πλιθιά στον Θύμιο Τζίκα απ'τον Ασπρόβαλτο.
Μ' αυτόν δεν μπορούσαμι να συνενοηθούμι ντιπ, γιατί μίλαγε τριβλά.
Μας έφερνι κάθε πρωί γάλα. Δεν προπούσαμι να φάμι... Φρρρρ Φλουέρα.
Χα χα χα. Ε ρε παιδί μου τι γίνονταν!!!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας