Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

«Μνήμες από το χωριό» (Της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν το χωριό έλιωνε στη ζέστη και τα τζιτζίκια φώναζαν, δίναμε ραντεβού όλες οι φίλες στο σπίτι μου. Μόλις οι γονείς έκλειναν τα παντζούρια για τον μεσημεριανό τους ύπνο, εμείς, δέκα κορίτσια στην ίδια ηλικία, τρέχαμε ξυπόλυτες στα Μπαξέδια, πίσω από το σπίτι. Εκεί παίζαμε το παιχνίδι του «κλέφτη».

Δεν ήταν πως μας έλειπαν τα καρπούζια ή οι ντομάτες. Είχαμε κι εμείς στα δικά μας μποστάνια. Μα εκείνη η λαχτάρα να τα «κλέψουμε», εκείνο το τσίμπημα στην καρδιά όταν περνούσαμε τα σύρματα και τρέχαμε σκυφτές, μας έκανε να γελάμε μέχρι να δακρύσουμε. Τρώγαμε το κατακόκκινο, παγωμένο καρπούζι με τα χέρια και το πρόσωπο λερωμένο, ανοίγαμε τα πεπόνια στη μέση και ψάχναμε να βρούμε το πιο γλυκό κομμάτι, ώσπου μας πονούσε η κοιλιά.

Ξέραμε καλά πότε έφευγε ο αγροφύλακας για το μεσημεριανό του τσιγάρο και τότε ξεχυνόμασταν σαν σπουργίτια που έβρισκαν ανοιχτό το κατώφλι. Κανένας δεν ήξερε πως η λεηλασία την έκαναν μικρά κορίτσια με ξανθές πλεξούδες και κομμένα γόνατα από τα παιχνίδια. Κάναμε συμμαχία σιωπής και καμία δεν μαρτυρούσε τίποτα.

Μετά, τρέχαμε στο χωράφι με το τριφύλλι που ήταν ψηλό και μας σκέπαζε. Ξαπλώναμε ανάσκελα και βλέπαμε τα σύννεφα που περνούσαν αργά, με την καρδιά του καρπουζιού ακόμα στο στόμα, και γελούσαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί.

Το απόγευμα, με ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί στο χέρι, συνεχίζαμε το παιχνίδι στις γειτονιές, μέχρι να μας μαζέψει η νύχτα. Δεν κουραζόμασταν ποτέ. Τα πόδια μας ήταν πάντα μαυρισμένα από τη σκόνη και οι φωνές μας έσκιζαν την ησυχία του καλοκαιριού.

Τα βράδια, μαζευόταν ο κάτω μαχαλάς στο κοινοτικό γραφείο και στο κονάκι του Σιμή. Εκεί έμεναν δύο γεροντοκόρες, δυο αδερφές που είχαν γίνει στόχος των αθώων μας σκανταλιών. Κρυβόμασταν πίσω από τα δέντρα και τους κλέβαμε τα φρούτα από το κατώφλι τους. Κάποτε τους πετούσαμε και καμιά πέτρα στα κεραμίδια για να τις δούμε να ανοίγουν την πόρτα τρομαγμένες, και εμείς να τρέχουμε στα σκοτάδια, σχεδόν χωρίς ανάσα από το γέλιο.

Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που περιμέναμε στη γωνιά για να τις πειράξουμε, τις είδαμε να βγαίνουν στην αυλή φορώντας άσπρα σεντόνια. Έκαναν τα φαντάσματα, κουνώντας τα χέρια τους και ουρλιάζοντας παράξενες φωνές. Ο τρόμος πάγωσε τις φλέβες μας, και φύγαμε τρέχοντας, ουρλιάζοντας πιο δυνατά από εκείνες.

Εκείνο το βράδυ δεν ξαναγυρίσαμε ποτέ. Τις φοβηθήκαμε στ’ αλήθεια, κι ας ήταν δύο γεροντοκόρες με άσπρα σεντόνια. Μα έμεινε εκείνη η ιστορία να μας θυμίζει πως ήμασταν κάποτε ένα τσούρμο από ξυπόλυτα κορίτσια, που μέσα στο κατακαλόκαιρο, έκλεβαν καρπούζια και μυστικά, και έμαθαν για πρώτη φορά πως ακόμη και το παιχνίδι μπορεί να κρύβει φόβο και μαγεία.

 Ρούλα Σταυρέκα


Η νύχτα που φώτισε το Βαλτινό

 

Ήταν το καλοκαίρι του 1968. Ο κάμπος βούιζε από τζιτζίκια και οι γυναίκες σκούπιζαν τις αυλές τους. Στους δρόμους του χωριού, παιδιά έτρεχαν ξυπόλυτα, κυνηγώντας το σούρουπο που έπεφτε σιγά-σιγά πάνω στα κατώφλια.

Στους ξύλινους στύλους, σύρματα καινούρια περνούσαν σαν φλέβες ανάμεσα στα δέντρα. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς πώς λειτουργούσε αυτό το ρεύμα. Άλλοι έλεγαν πως θα φέρει φως σαν του ήλιου. Άλλοι φοβόντουσαν μην καεί το σπίτι τους.

Και τότε, λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά, ακούστηκε το πρώτο «κλικ». Στο σπίτι του Μπάρμπα Πέτρου, μια λάμπα γλόμπος κρεμασμένη με σύρμα απ’ το ταβάνι, έλαμψε ξαφνικά. Τα παιδιά έτρεξαν μέσα. Γελώντας, κοιτούσαν το φως που τρεμόπαιζε. Η γιαγιά σταυροκοπιόταν:
— Παναγία μου, μας έφερε μέρα μεσάνυχτα!

Απ’ το παράθυρο, οι γείτονες έσκυβαν να δουν. Ένα-ένα τα σπίτια άναβαν. Το χωριό, που ως τότε έλαμπε μόνο από το φεγγάρι και τα λουξ, έλαμψε με φως ηλεκτρικό, καθαρό και αμίλητο. Οι άντρες βγήκαν στα σοκάκια, κοιτάζονταν μεταξύ τους, σαν να ‘λεγαν «Είδες; Τα καταφέραμε!»

Κι εκείνη τη νύχτα, στην αυλή του Μπακάλικου του μπάρμπα-Βαγγέλη, έβαλαν το ραδιόφωνο να παίξει. Πρώτη φορά ακούστηκαν τραγούδια στην πλατεία, όχι από φωνή χωριανού, μα από κουτί με καλώδια.

Μέχρι τα μεσάνυχτα, κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί. Οι λάμπες έμεναν αναμμένες για να πεισθούν όλοι πως το φως δεν θα φύγει μαζί με το ξημέρωμα.

Έτσι, το Βαλτινό μπήκε στη νέα εποχή. Και οι παππούδες λένε ακόμα πως εκείνη τη νύχτα, το φως έφερε μαζί του ελπίδα, μα κι έναν γλυκό φόβο για όσα θα άλλαζαν στο χωριό που, μέχρι τότε, έσβηνε το φως μόνο με το φεγγάρι.

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Αύγουστος: Ο Μήνας της Σιγής και της Μνήμης

 

Ο Αύγουστος είναι ο μήνας που δεν βιάζεται. Ο χρόνος μοιάζει να σταματάει κάτω από τον ήλιο που στέκει κατακόρυφος, σχεδόν αδιάφορος για τα ανθρώπινα. Είναι ο μήνας της σιγής, του απλωμένου φωτός, της γης που σιγοψήνεται και των δρόμων που αδειάζουν. Μήνας παράδοξος: η καρδιά του καλοκαιριού, αλλά και η αρχή του τέλους του.

Δεν είναι μόνο μήνας διακοπών· είναι μήνας επιστροφών. Επιστρέφει κανείς στο πατρικό, στο χωριό, στον εαυτό του. Οι άνθρωποι συναντιούνται στις πλατείες, στα πανηγύρια, στα κοιμητήρια. Μιλούν για τους απόντες, θυμούνται, γελούν, συγκινούνται. Η μνήμη είναι πιο ζωντανή τον Αύγουστο – ίσως γιατί η σιωπή των ημερών την αφήνει να ακουστεί πιο καθαρά.

Ο Αύγουστος έχει μέσα του μια μελαγχολία που δεν είναι θλίψη, αλλά στοχασμός. Είναι το βλέμμα που χάνεται στη θάλασσα ή στον κάμπο και σκέφτεται τι πέρασε, τι χάθηκε, τι αξίζει. Είναι η ώρα που κάθεται κανείς στη σκιά μιας συκιάς ή στον ίσκιο του απογεύματος και νιώθει – όχι τόσο σκέφτεται, όσο νιώθει – τον χρόνο.

Τα σύκα ωριμάζουν σιωπηλά. Τα αμπέλια γεμίζουν. Τα στάχυα έχουν κοπεί. Κι εμείς, σαν να μαζεύουμε τους εαυτούς μας πριν την καινούρια αρχή του Σεπτέμβρη. Ό,τι δεν ειπώθηκε, ο Αύγουστος το αφήνει να ακουστεί μέσα μας. Ό,τι μας πίκρανε, το γιατρεύει το φως του δειλινού.

Αύγουστος: μήνας ιερός. Της Παναγίας, της προσμονής, της επιστροφής. Μια στάση πριν τον καινούργιο δρόμο. Ένας βαθύς αναστεναγμός της φύσης και της ψυχής.

Ένας μήνας που δεν μας ζητά τίποτα. Μόνο να μείνουμε λίγο ακίνητοι. Να ακούσουμε. Να θυμηθούμε. Να υπάρξουμε. Καλό μήνα!


Ο «Χάρτης Κοινοταρχών» του Βαλτινού

 

Ο «Χάρτης Κοινοταρχών» του Βαλτινού αποτελεί ένα ιστορικό τεκμήριο μνήμης και τιμής στους ανθρώπους που υπηρέτησαν τον τόπο τους σε δύσκολες εποχές. Η αφίσα αυτή παρουσιάζει φωτογραφικά και ονομαστικά όλους τους προέδρους που διατέλεσαν τη θητεία τους στην Κοινότητα Βαλτινού από το 1930 έως το 1998 — από τότε δηλαδή που διασώζονται επίσημα στοιχεία, καθώς πριν από το 1930 μια πυρκαγιά στο Δημοτικό Σχολείο κατέστρεψε το αρχείο της Κοινότητας, στερώντας μας κάθε τεκμηριωμένη πληροφορία για τους παλαιότερους κοινοτάρχες.

Πρόκειται για μια διαδρομή σχεδόν 70 χρόνων, όπου το χωριό πέρασε από περιόδους φτώχειας, πολέμων, εμφυλίου, μετανάστευσης και σταδιακής ανάπτυξης. Μέσα σε αυτές τις μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες, οι πρόεδροι που απεικονίζονται στον «χάρτη» υπηρέτησαν με πενιχρά μέσα, αλλά με αίσθημα ευθύνης, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στην τοπική κοινωνία.

Η σειρά των πορτρέτων ξεκινά με τον Σταμούλη Κωνσταντίνο (1930) και φτάνει μέχρι τον Σταμούλη Δημήτριο (1991-1995), ενώ το 1998 σημειώνεται η τελευταία αναφορά ως «Δήμαρχος», δηλώνοντας τη διοικητική αλλαγή από Κοινότητα σε Δήμο, (Διοικητική μεταρρύθμιση Ι. Καποδίστριας). Στο ενδιάμεσο παρελαύνουν μορφές που άφησαν το αποτύπωμά τους σε διάφορες χρονικές στιγμές: από τους Καραθανάση Ευθύμιο του 1932, τον Κολοβελώνη Αθανάσιο της Κατοχής και του Εμφυλίου (1940-1954), μέχρι τους μεταπολεμικούς και μεταπολιτευτικούς προέδρους όπως ο Πατήλας Χρήστος (1964), ο Ψύχος Κωνσταντίνος (1968-70), ο Μπαρούτας Βασίλειος (1983), και πολλοί άλλοι.

Ο «χάρτης» αυτός δεν είναι απλώς ένα αρχείο προσώπων· είναι ένα συλλογικό πορτρέτο της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας του Βαλτινού, ένας καθρέφτης της εξέλιξης της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και των αλλαγών στις συνθήκες ζωής, στη νοοτροπία και στα πρόσωπα που σημάδεψαν τις δεκαετίες αυτές. Κάθε πρόεδρος αντιπροσωπεύει μια εποχή, με τις προκλήσεις της, τις αγωνίες της και τα μικρά ή μεγάλα έργα που έμειναν στη μνήμη των κατοίκων.

Η αφίσα αυτή είναι επομένως και ένα κάλεσμα για συλλογική αναστοχαστική μνήμη: για να θυμηθούμε, να τιμήσουμε και να εμπνευστούμε από εκείνους που υπηρέτησαν τον τόπο τους όταν οι δυνατότητες ήταν λίγες και οι απαιτήσεις πολλές. Ένα τεκμήριο που αξίζει να διασωθεί, να ψηφιοποιηθεί και να παρουσιαστεί στις επόμενες γενιές, ως ένα μικρό παράθυρο στην ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του.


Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

Το νέο κατάστημα της Ειρήνης Καλαμπάκα στη Φήκη – Ό,τι χρειάζεστε για το σπίτι, τον αγρό και το χωριό!

 

Μια νέα επιχειρηματική πρόταση ήρθε να καλύψει σημαντικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής μας. Η συγχωριανή μας Ειρήνη Καλαμπάκα, με πολυετή εμπειρία στον χώρο των σιδηρικών και των αγροτικών ειδών, άνοιξε πρόσφατα το κατάστημά της στη Φήκη Τρικάλων, προσφέροντας ποικιλία, ποιότητα και εξυπηρέτηση με χαμόγελο.

Το κατάστημα διαθέτει είδη λευκοσιδηρουργίας, σιδερικά, είδη κτηνοτροφίας, θέρμανσης, κήπου και μπάρμπεκιου, καλύπτοντας καθημερινές και εποχιακές ανάγκες κάθε νοικοκυριού, αγρότη και επαγγελματία.

Τι θα βρείτε στο κατάστημα;

  • Πλήρη γκάμα σιδηρικών & εργαλείων (βίδες, μεντεσέδες, εργαλεία χειρός και πολλά άλλα)
  • Είδη κήπου: λάστιχα, ποτιστικά, σκαλιστήρια, ψεκαστήρες
  • Είδη κτηνοτροφίας: εξοπλισμός στάβλου, ποτίστρες, ταΐστρες
  • Είδη θέρμανσης: σόμπες ξύλου, σόμπες πετρελαίου και αξεσουάρ
  • Ψησταριές, σούβλες και είδη μπάρμπεκιου για γλέντια και οικογενειακές συγκεντρώσεις

Όλα τα προϊόντα διακρίνονται για την αντοχή, την ποιότητα και τις εξαιρετικά προσιτές τιμές τους, ενώ η Ειρήνη είναι πάντα πρόθυμη να σας εξυπηρετήσει με υπευθυνότητα και γνώση.

«Θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου ο καθένας – είτε αγρότης, είτε επαγγελματίας, είτε νοικοκύρης – θα μπορεί να βρίσκει ό,τι χρειάζεται, χωρίς να χάνει χρόνο και χρήμα», μας λέει η κα Ειρήνη.

Το κατάστημα βρίσκεται στο κέντρο της Φήκης Τρικάλων
Τηλέφωνα επικοινωνίας: 24310 52143 & 6981171023





Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Ο Σάκης, το μπουζούκι και ο καημός της πατρίδας

 

Μέσα στην αίθουσα του καταστήματός του, στη Γερμανία, καθισμένος σε ένα τραπέζι με τα τσιγάρα και το ποτό του, ο Σάκης Παπακώστας κρατά στην αγκαλιά του ένα μπουζούκι. Δεν το παίζει καλά· τα δάχτυλά του είναι άτεχνα, κουρασμένα από τα χρόνια της δουλειάς. Όμως το κρατά σαν βρέφος, με τρυφερότητα και ιερότητα. Σαν να κρατά κομμάτι από τη μάνα του, από το χώμα που τον γέννησε. Και προσπαθεί, σιγά, διστακτικά, να βγάλει μια μελωδία – όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να ανασάνει.

Ο Σάκης είναι μετανάστης. Χρόνια τώρα ζει στη Γερμανία, στέλνει λεφτά πίσω, μεγαλώνει παιδιά με προφορικές αναμνήσεις και φωτογραφίες στα συρτάρια. Η πατρίδα, για εκείνον, δεν είναι τόπος πια – είναι ήχος. Και πιο πολύ απ’ όλους τους ήχους, είναι η φωνή του Καζαντζίδη. Εκείνη η φωνή που σπαράζει, που δεν τραγουδά αλλά ξεριζώνει. Δεν ξέρει να παίζει μπουζούκι, αλλά ξέρει να πονά. Και αυτό, κάποιες φορές, αρκεί.

Όταν ακουμπά τις χορδές, δεν βγαίνει μελωδία· βγαίνει ψίθυρος. Ένα είδος προσευχής. Δεν είναι μουσικός, είναι προσκυνητής. Το μπουζούκι για τον Σάκη είναι κάτι παραπάνω από όργανο· είναι παρηγοριά, σύνδεσμος, μνήμη. Είναι ένα δέντρο ριζωμένο στην καρδιά του ξεριζωμένου.

Κάποιοι μπορεί να γελούν, να λένε πως δεν πιάνει νότα. Αλλά ο Σάκης δεν παίζει για να τον ακούσουν. Παίζει για να θυμηθεί. Παίζει για να μη χαθεί. Κάθε χτύπημα στη χορδή είναι και μια ανάμνηση: ο ήλιος στη Θεσσαλία, οι Κυριακές με το ραδιόφωνο, το παράπονο του πατέρα του που δεν πήγε σχολείο, το δάκρυ της μάνας όταν τον αποχαιρέτησε την πρώτη φορά. Όλα είναι εκεί, μέσα στο άτεχνο παίξιμο, στο χαμηλό μουρμουρητό, στη φλόγα που σιγοκαίει.

Και έτσι, μέσα στη μοναξιά της ξένης χώρας, το μπουζούκι γίνεται γέφυρα. Όχι προς το παρελθόν μόνο, αλλά και προς ένα όνειρο: πως κάποτε θα γυρίσει· πως κάποτε θα μάθει να παίζει σωστά το "Υπάρχω" και να το χαρίσει στους φίλους του στο καφενείο· πως κάποτε θα πάψει να νιώθει ξένος.

Γιατί ο καημός, όταν γίνεται τραγούδι, δεν σκοτώνει. Σε κρατά ζωντανό. Και ο Σάκης, με ένα μπουζούκι στην αγκαλιά και τον Καζαντζίδη στην καρδιά, συνεχίζει να παλεύει. Όχι για να κατακτήσει τη μουσική – αλλά για να μη χάσει τον εαυτό του.


Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Μια Διαδρομή Φύσης, Φιλίας και Ελευθερίας

 Κυριακάτικη Εκδρομή Αντώνη & Αρετής Τσιγάρα και Ηλία & Μαριέτας Στεργιόπουλου

Μια ακόμα μαγευτική Κυριακή γέμισε με εικόνες, μυρωδιές και εμπειρίες τα ζευγάρια Αντώνη και Αρετής Τσιγάρα και Ηλία και Μαριέτας Στεργιόπουλου, που μοιράζονται την αγάπη για τις μοτοσυκλετιστικές αποδράσεις. Η εκδρομή τους αυτή τη φορά ακολούθησε μια εντυπωσιακή διαδρομή, ξεκινώντας από την Πύλη Τρικάλων, συνεχίζοντας προς τα Στουρναραίικα και το Βαθύρρευμα, με ενδιάμεσες στάσεις για ανάσες δροσιάς και φωτογραφίες.

Ο δρόμος τους πέρασε από τη γραφική Μεσοχώρα, τη Γλίστρα και την ορεινή Αθαμανία, για να καταλήξουν στο αρχοντικό Βουργαρέλι. Από εκεί συνέχισαν προς την Άρτα, τη Φιλιππιάδα και, διασχίζοντας την Ήπειρο, έφτασαν μέχρι τα Γιάννενα. Το ταξίδι ολοκληρώθηκε με μια μαγευτική στάση στο Μέτσοβο και την επιστροφή στα Τρίκαλα.

Οι φωτογραφίες που απαθανάτισαν τις στιγμές τους αποτυπώνουν τη χαρά, την ελευθερία και την ανεμελιά που χαρακτηρίζει τις εξορμήσεις των τεσσάρων φίλων. Με τα κράνη τους, τα χαμόγελά τους και τα scooter έτοιμα για τις στροφές των βουνών, δείχνουν πως το ταξίδι είναι πάντα η καλύτερη αφορμή για να απολαύσει κανείς τη ζωή, τη φύση και τη συντροφικότητα.

Οι τέσσερις ταξιδευτές έχουν κάνει την Κυριακή μέρα εξόδου, εξερεύνησης και επαφής με την ελληνική φύση και ιστορία. Δεν είναι η πρώτη φορά που ξεκινούν μια τέτοια διαδρομή, ούτε και η τελευταία. Οι διακοπές τους δεν ορίζονται από ημερολόγιο αλλά από διάθεση. Με αφετηρία την Πύλη και άξονα τις φιλικές τους σχέσεις και την αγάπη για τη μοτοσυκλέτα, συνεχίζουν να ανακαλύπτουν κάθε γωνιά της Ηπειρωτικής Ελλάδας.

Η συγκεκριμένη διαδρομή – ένα μωσαϊκό από βουνά, φαράγγια, ποτάμια και παραδοσιακούς οικισμούς – αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των επιλογών τους: αποφεύγουν τις πολυσύχναστες διαδρομές και αναζητούν αυθεντικές εμπειρίες, γεύσεις και ήχους από την καρδιά της ελληνικής υπαίθρου.

Καθώς η μηχανή βουίζει και ο δρόμος απλώνεται μπροστά τους, τα τέσσερα κράνη ενώνονται σαν σύμβολο μιας φιλίας που ταξιδεύει, εξερευνά και δεν σταματά. Για τον Αντώνη, την Αρετή, τον Ηλία και τη Μαριέτα, κάθε βόλτα είναι ένα νέο κεφάλαιο, μια νέα ιστορία. Και αυτή η Κυριακή, όπως πολλές άλλες, θα μείνει στη μνήμη τους – και στις φωτογραφίες τους – ως μια ακόμη υπέροχη μέρα στο ημερολόγιο των μικρών τους αποδράσεων.





Μια σχολική φωτογραφία του 1980

 

Απόφοιτοι του Τεχνικού Λυκείου Τρικάλων. Στην καρδιά της εικόνας, ο Διευθυντής Γιάννης Ζαφείρης — φιγούρα σταθερή, αυστηρή ίσως, μα ταυτόχρονα πατρική — στέκει με τη βαρύτητα που δίνει η εποχή και ο ρόλος. Γύρω του, οι καθηγητές με βλέμμα γεμάτο προσδοκία και καθήκον, κι εμείς, οι μαθητές, σε μια σύνθεση που μοιάζει να αγκαλιάζει τον χρόνο, καθηλωμένη για πάντα στο φωτογραφικό χαρτί.

Εγώ, καθιστός μπροστά του. Σαν να με ακουμπά το βλέμμα του, σαν να συνεχίζει ακόμη να με στηρίζει — όχι μόνο με τη γνώση, αλλά με κάτι πιο βαθύ: την αίσθηση πως ανήκεις κάπου, πως η εκπαίδευση δεν είναι μονάχα μαθήματα, αλλά σχέσεις, δεσμοί, τρόποι να σταθείς στον κόσμο.

Ήταν μια εποχή απλή, με λίγα μέσα αλλά πολλή ψυχή. Το προαύλιο ήταν γεμάτο φωνές, γέλια, όνειρα και μελλοντικά σχέδια. Τα δέρματα των μπουφάν, τα ριγέ πουκάμισα, οι γενιές που ήθελαν να φτιάξουν, να δημιουργήσουν, να φύγουν από τη φτώχεια, να βρουν τη θέση τους σ’ έναν κόσμο που άλλαζε αργά αλλά σταθερά. Και μέσα σ’ όλα αυτά, το σχολείο ήταν ένας φάρος. Όχι τέλειος, όχι πάντοτε δίκαιος, αλλά απαραίτητος.

Σήμερα, η φωτογραφία αυτή είναι πολύ περισσότερα από ένα στιγμιότυπο της μαθητικής ζωής. Είναι αρχείο μνήμης. Είναι το νήμα που ενώνει εκείνους που ήμασταν με εκείνους που γίναμε. Κάποιοι ίσως δεν είναι πια μαζί μας. Κάποιοι προχώρησαν μακριά, άλλοι έμειναν κοντά. Όμως σε αυτή τη φωτογραφία είμαστε όλοι εκεί — παρόντες, νέοι, με τα βλέμματα στραμμένα στο μέλλον, χωρίς να ξέρουμε τι μας περιμένει, αλλά πιστοί στην ελπίδα.

Ο χρόνος κύλησε, τα σχολεία άλλαξαν, οι αυλές έγιναν πιο σιωπηλές ή πιο ψηφιακές, όμως κάτι από εκείνη την εποχή επιμένει να μας συνοδεύει. Ίσως είναι η αίσθηση της κοινότητας, ίσως η δύναμη της συντροφικότητας, ίσως η μορφή του διευθυντή που στέκει ακόμη, έστω και νοερά, στο κέντρο κάθε φωτογραφίας του παρελθόντος μας.

Και τελικά, η μνήμη δεν είναι μόνο αναπόληση. Είναι χρέος. Να κρατήσουμε μέσα μας ό,τι αξίζει, να αναγνωρίσουμε ποιοι μας διαμόρφωσαν, να μοιραστούμε με τις επόμενες γενιές πως κάποτε, στο Τεχνικό Λύκειο Τρικάλων, το 1980, υπήρξε ένας κόσμος που ονειρεύτηκε. Κι αυτός ο κόσμος, με όλες του τις ατέλειες, ήταν όμορφος. Γιατί ήμασταν εμείς.

Δ.Τ.

ΣΚΟΛΥΜΟΣ

 

Μου είπαν ότι λέγεται σκόλυμος του πράσου, τι όνομα κι αυτό, αλλά οι γριές στα χωριά τον λένε έρωτα και ίσως δικαίως το μάτι τους λάμπει, καθώς μαζί με τη χαμηλή τη σχεδόν μυστική προσφώνηση του ονόματός του θυμούνται και πράγματα θαυμαστά. Σαν έρωτας λοιπόν απλώνει τα πέταλά του ακτινωτά σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει όσο περισσότερα βλέμματα μπορεί. Και κάπως το καταφέρνει. Αυτή είναι η αστρική του όψη βλέπετε. Μόνο που όταν τον πλησιάζουν για να τον δουν καλύτερα, τότε ακριβώς θέλει να ξεχάσει το επίσημό του όνομα και να συστήνεται μόνο με το λαϊκό. Δεν νομίζετε ότι έτσι του ανοίγουν περισσότερες πόρτες; Αυτός το πιστεύει σοβαρά.

Του Ηλία Κεφάλα


Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Το επάγγελμα του λευκοσιδηρουργού – φαναρτζή μέσα από τον Ανδρέα Σταμούλη

 

Ο ήχος του σφυριού πάνω στη λαμαρίνα και το φως που αντανακλά στις λείες επιφάνειες του μετάλλου είναι η καθημερινότητα του λευκοσιδηρουργού – φαναρτζή, ενός επαγγέλματος που κράτησε ζωντανή την τέχνη της επισκευής και της κατασκευής μεταλλικών αντικειμένων μέσα στους αιώνες.

Στη φωτογραφία βλέπουμε τον συγχωριανό μας Ανδρέα Σταμούλη, έναν σύγχρονο λευκοσιδηρουργό, να στέκεται δίπλα σε μια καλαίσθητη, χειροποίητη, ανοξείδωτη κατασκευή του, αποδεικνύοντας πως η παράδοση του επαγγέλματος παραμένει ζωντανή και εξελίσσεται, ακόμη και στην εποχή της μαζικής παραγωγής. Με επιμονή, ακρίβεια και αγάπη για την τέχνη του, ο Ανδρέας κατασκευάζει ψησταριές, σούβλες, και κάθε είδους μεταλλικές κατασκευές που χρειάζεται το ελληνικό σπίτι και η τοπική κοινωνία. Φτιάχνε και επισκεύαζε κάθε είδους μεταλλικό σκεύος: δοχεία, κουβάδες, ποτίστρες, γκιούμια, φανοστάτες, σωλήνες για σόμπες, λούκια - υδρορροές, χρησιμοποιώντας κυρίως λευκοσίδηρο, τον κασσιτερωμένο σίδηρο που είναι φτηνός και ανθεκτικός.

Η δουλειά του λευκοσιδηρουργού απαιτεί δυνατά χέρια και καθαρό μυαλό. Από το κόψιμο και τη διαμόρφωση της λαμαρίνας μέχρι τη συγκόλληση και το τελικό γυάλισμα, κάθε βήμα χρειάζεται μεράκι και εμπειρία. Στο εργαστήριο του Γρηγόρη Κωστόπουλου, στην οδό 25ης Μαρτίου στα Τρίκαλα, εκεί που τα εργαλεία είναι προέκταση του χεριού, ο θόρυβος της ροδέλας και το χτύπημα του σφυριού αποκτούν έναν ρυθμό που θυμίζει τις παλιές αυλές και τα κατώγια των παραδοσιακών λευκοσιδηρουργών.

Σε μια εποχή που τα περισσότερα αντικείμενα κατασκευάζονται μαζικά και είναι αναλώσιμα, η παρουσία ανθρώπων όπως ο Ανδρέας Σταμούλης είναι μια υπενθύμιση πως η τέχνη και η ποιότητα έχουν αξία, ότι τα πράγματα μπορούν να επισκευαστούν και να αποκτήσουν ξανά ζωή. Ο Ανδρέας δεν συνεχίζει απλώς ένα επάγγελμα, αλλά κρατά ζωντανή μια παράδοση που στηρίζεται στην τιμιότητα, την ποιότητα και την ανθρώπινη σχέση με το αντικείμενο.

Η φωτογραφία του, μπροστά στη γυαλιστερή κατασκευή του, είναι ένα παράθυρο στο μέλλον αυτού του επαγγέλματος, που μπορεί να είναι ταπεινό, αλλά είναι αναντικατάστατο, προσφέροντας πρακτικά έργα, εργασία και αξιοπρέπεια σε κάθε γειτονιά και χωριό της Ελλάδας.


Επιστολή για το Χέρι που Έλειπε

 

Αγαπημένε φίλε Θανάση,

Ξημέρωσε 20 του Αη-Λια.
Ξημέρωσε μια ακόμη μέρα χωρίς Εκείνη — κι όμως, μια μέρα γεμάτη από την παρουσία της.
Διάβασα τα λόγια σου και με σταμάτησαν. Όχι μόνο τη σκέψη, μα και την ανάσα.
Ήταν λίγα, μα έλεγαν τα πάντα.

«Χαράματα, έψαξα να βρω το χέρι της. Να το κρατήσω όπως έκανα εδώ και 45 χρόνια. Αλλά δεν ήταν εκεί… είχε φύγει…»

Τούτη η απλή πράξη —του να απλώσεις το χέρι σου στο ξύπνημα— είναι ό,τι πιο ανθρώπινο, ό,τι πιο βαθιά ερωτικό και τραγικά ωραίο έχω συναντήσει. Δεν είναι μια κίνηση συνήθειας· είναι τελετουργία αγάπης, είναι ένας καθημερινός ύμνος στο «μαζί» που χτίσατε με τα χρόνια.

Το χέρι που έψαξες δεν ήταν εκεί. Μα αυτό δεν σημαίνει πως έλειπε.
Ήταν εκεί — στη μνήμη, στη σάρκα, στη συνήθεια, στην ψυχή.
Γιατί έρωτας δεν είναι μόνο το φιλί ή το βλέμμα.
Είναι εκείνη η αθέατη πράξη, όταν ο κόσμος ακόμα κοιμάται,
κι εσύ αναζητάς τον άλλον όχι γιατί πρέπει,
αλλά γιατί δεν γίνεται αλλιώς.

Ξέρεις κάτι;
Αυτό το άπλωμα του χεριού σου, φίλε μου, είναι ύμνος στον Έρωτα.
Όχι σ’ εκείνον τον παροδικό, των λέξεων και των μεγάλων υποσχέσεων.
Αλλά στον άλλον:
τον σιωπηλό,
τον βαθύ,
τον αντρικό,
τον ανθρώπινο.
Εκείνον που αντέχει τις δεκαετίες,
τις αρρώστιες,
τα φθινόπωρα,
τις απώλειες.

Και τώρα, ακόμη κι όταν λείπει το χέρι, εσύ δεν παραιτείσαι.
Απλώνεις το δικό σου — και αυτό είναι αντίσταση στην λήθη.
Είναι υπόσχεση πως η αγάπη δεν τελειώνει με τον θάνατο.
Ότι υπάρχουν πράγματα που συνεχίζουν. Όχι με φωνές, αλλά με σιωπές.

Σε ευχαριστώ που το μοιράστηκες.
Γιατί αυτό που έκανες είναι ένα μικρό θαύμα:
Μας θύμισες τι σημαίνει αγάπη.
Όχι μόνο ως συναίσθημα — αλλά ως πράξη καθημερινή.
Μας έδειξες πως, ακόμη και στο κενό, μπορεί να χωρέσει η μνήμη ολόκληρης μιας ζωής.
Και πως κάποια χέρια, όταν χαθούν, δεν σβήνουν — μεταμορφώνονται σε φως.

Με σεβασμό, αγάπη και συγκίνηση,

Δημήτρης Τσιγάρας


Σάββατο 26 Ιουλίου 2025

«Η Θρυλική Επτάδα» (Της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Ήταν η δεκαετία του ’70, τότε που το χωριό ακόμα ανέπνεε μέσα στη δική του γλύκα, χωρίς τηλεφωνήματα, χωρίς ραντεβού, χωρίς τεχνολογία. Ο ήχος της ζωής ξεκινούσε κάθε απόγευμα από τον κεντρικό δρόμο, εκεί που οι δύο ταβέρνες-ψησταριές έβαζαν τις ψησταριές τους μπρος και τα τζουκ μπόξ άνοιγαν τις καρδιές.

Με μια δραχμή διάλεγες το τραγούδι σου, πατούσες δυο κουμπιά και το μαγικό μηχάνημα έφερνε μπροστά σου μια μελωδία που γινόταν η ψυχή του χωριού για λίγα λεπτά. Η βελόνα ακουμπούσε τον μικρό δίσκο και η φωνή του Μητροπάνου ή της Βάνου πλημμύριζε τον δρόμο. Μυρωδιές από κεμπάπ, κοντοσούβλι και πατάτες τηγανητές ανακατεύονταν με τα πρώτα λόγια του «Κλαίει απόψε η γειτονιά» κι εγώ, μικρό κορίτσι τότε, στεκόμουν έξω από το σπίτι της Γιάννας και τα ρουφούσα όλα. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μουσική — αληθινή, λαϊκή, πονεμένη — και την κουβαλάω ακόμα μέσα μου.

Κυριακή μεσημέρι, η αγαπημένη ώρα της εβδομάδας. Οι φίλες μου — η Γιάννα, η Αγγέλα, η Νίκη και οι υπόλοιπες της παρέας — μαζευόμασταν στα σπίτια τους και βλέπαμε τηλεόραση. Ασπρόμαυρες ταινίες με τη Βουγιουκλάκη, τον Παπαμιχαήλ, τη Λαμπέτη. Ρομαντικές, αθώες. Ένα φιλί μόνο, κι αυτό τόσο τρυφερό που μας έκανε να κοκκινίζουμε αν τύχαινε να είναι οι γονείς στο δωμάτιο. Τότε η αγάπη ήταν ντροπαλή, καθαρή, χωρίς επιτήδευση.

Η Νίκη πάντα έκλαιγε. «Τέτοια αγάπη θέλω κι εγώ», έλεγε με το που έπεφταν οι τίτλοι τέλους. Κι εμείς την πειράζαμε. «Ε, μόνο εσύ; Όλες έτσι θέλουμε!» Ονειρευόμασταν τους έρωτές μας, τους φτιάχναμε στο μυαλό μας πιο τέλειους κι από τις ταινίες. Αλλά στην πραγματικότητα, άλλος παντρεύτηκε με προξενιό, άλλος από τύχη. Η ζωή είχε άλλους κανόνες.

Όταν ο καιρός ήταν καλός, βγαίναμε με τα ποδήλατά μας. Τις Κυριακές το βράδυ κάναμε τη βόλτα στη δημοσιά, από την πλατεία μέχρι το σπίτι της Γιάννας. Δρόμος γεμάτος με κόσμο, φωνές, γέλια, βλέμματα που συναντιόνταν για λίγο και χανόντουσαν. Τα αγόρια από τα γύρω χωριά έρχονταν επί τούτου, περπατούσαν παράλληλα και μας κοιτούσαν — ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, κι αυτό ήταν αρκετό για να ζήσεις με αυτό τη βδομάδα.

Βέβαια, τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν. Η μικρή κοινωνία είχε μεγάλα αυτιά. Μας έπαιρνε η μπάλα, συχνά άδικα. Μια ματιά αρκούσε για να γεννηθεί ιστορία ολόκληρη. Πονέσαμε κάποιες φορές, μα ποτέ δεν χάσαμε το κέφι μας.

Όταν έβρεχε, μαζευόμασταν στην καφετέρια. Εκεί είχαμε το δικό μας στέκι. Εκεί ξεδιπλωνόταν η άλλη μας πλευρά: χορός, τραγούδι, γέλια. Τα αγόρια του χωριού μάς φώναζαν «Η θρυλική επτάδα». Είχαμε μείνει εφτά — η Γιάννα είχε παντρευτεί — και κάναμε χαμό. Όποιος δεν ήξερε χορό, μάθαινε. Εμείς ήμασταν οι δασκάλες.

Ακούγαμε ξένη μουσική, είχαμε γίνει σαν τις χορεύτριες του Grease. Μαθαίναμε τις κινήσεις απ’ την τηλεόραση και τις εφαρμόζαμε με πάθος. Ο καθρέφτης του σαλονιού της Αγγέλας είχε φθαρεί από τις πρόβες μας.

Δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε ραντεβού. Πήγαινες στο σπίτι της φίλης σου χωρίς να χρειάζεται προειδοποίηση. Χτυπούσες το παντζούρι ή απλώς φώναζες «Δέσποινααα» και σε λίγο άνοιγε η πόρτα με ένα χαμόγελο. Αυτή ήταν η επικοινωνία μας. Αυθόρμητη. Ζωντανή.

Η κάθε μία από εμάς είχε τη δική της προσωπικότητα. Η Αγγέλα ήταν η ήρεμη δύναμη, η Νίκη η ρομαντική, η Λουκία γελούσε για το παραμικρό. Η Μαρίνα έκανε πάντα αστεία, η Στεριανή ήταν πρόθυμη και καλόβουλη, Η Δέσποινα ήταν η σοβαρή, εγώ ήμουν η ζωηρή. Ήμασταν διαφορετικές, αλλά δεμένες. Μια γροθιά. Καμιά δεν πλήγωσε ποτέ την άλλη.

Η φιλία μας ήταν από τις αληθινές. Τις νιώθεις μία φορά στη ζωή και σου μένουν για πάντα.

Τώρα που μεγάλωσα και όλα άλλαξαν — οι δρόμοι άδειοι, τα παιδιά με τα κινητά, οι άνθρωποι κλεισμένοι — η καρδιά μου επιστρέφει εκεί. Στην εποχή που με μια δραχμή έβαζες τραγούδι κι έδινες χαρά σε μια ολόκληρη γειτονιά. Στην εποχή που μια αγκαλιά φίλων είχε περισσότερη αξία από χίλια likes. Στην εποχή που ήμασταν απλές, ξυπόλητες, με τα μαλλιά μας λυμένα, αλλά γεμάτες όνειρα, ελευθερία και αληθινή ζωή.

Αν μπορούσα να γύριζα τον χρόνο πίσω, δεν θα άλλαζα τίποτα. Θα ζούσα ακριβώς τα ίδια. Με τα κορίτσια μου. Τη Θρυλική Επτάδα.



Άκοπα χόρτα, πυρκαγιές, πλημμύρες και ατελέσφορα μέτρα

Του Θεόδωρου Α. Νημά

Όπως πέρυσι έτσι και φέτος, παρά τα μέτρα που εξήγγειλαν οι αρμόδιοι υπουργοί, δεκάδες φωτιές εκδηλώνονται κάθε ημέρα σε όλη την επικράτεια. Η σχετική εγκύκλιος καλούσε και απειλούσε τους πολίτες να κόψουν τα χόρτα από τα οικόπεδά τους και να το δηλώσουν κιόλας ηλεκτρονικά. Πόσες φορές θα γινόταν αυτό και τι θα απογίνουν τα κομμένα χόρτα δεν το προβλέπει η εγκύκλιος, που σημαίνει άγνοια της ελληνικής πραγματικότητας αλλά και ανευθυνότητα. Ειδικά φέτος, με τις πολλές βροχές την Άνοιξη, τα χόρτα θα χρειαστεί να κοπούν τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές. Πόσες θα το δηλώσουμε; Οι γέροντες και ανήμποροι, που έχουν απομείνει στα χωριά, πώς θα κόψουν τα χόρτα από τα οικόπεδά τους και πώς θα το δηλώσουν ηλεκτρονικά; Εργάτες δύσκολα βρίσκεις σήμερα. Και αν δεν μπορείς να τα κόψεις μόνος σου, αυτά θα μείνουν άκοπα. Χώρια που πολλά οικόπεδα και χωράφια είναι εγκαταλειμμένα από χρόνια με άγνωστους ή «άφαντους» τους ιδιοκτήτες τους ή κατασχεμένα από Τράπεζες, οι οποίες είναι παντελώς αδιάφορες. Επίσης, τα αιγοπρόβατα και τα βοοειδή, που με την βόσκησή τους «καθάριζαν» τους αγρούς από τα χόρτα, έχουν μετακομίσει … όλα στον Γράμμο…

Οι Δημοτικοί άρχοντες, οι οποίοι γενικώς αποφεύγουν να δυσαρεστήσουν τους  ψηφοφόρους τους, άρα κάνουν πως δεν βλέπουν, με ποιο ηθικό δικαίωμα θα επιβάλουν πρόστιμα σε όσους δεν έχουν κόψει τα χόρτα από τα οικόπεδά τους, αφού οι ίδιοι δεν έχουν κόψει τα χόρτα από τις πλατείες και τους δημοτικούς δρόμους; Μια βόλτα στους περιφερειακούς, δημοτικούς και κοινοτικούς δρόμους θα πείσει περί αυτού. Ακόμα και οι πινακίδες σημάνσεως είναι κρυμμένες μέσα στη βλάστηση και τα αγριόχορτα. Αρκεί ένας ασυνείδητος ή απρόσεκτος να πετάξει ένα αποτσίγαρο στην άκρη του δρόμου, για να ανάψει φωτιά.

Επίσης καταγγελίες από πολίτες σπανίως γίνονται στην Ελλάδα για παραβάσεις άλλων, αφού αυτό θεωρείται «κάρφωμα»! Οι αγροφύλακες, οι οποίοι ήταν οι άγρυπνοι φρουροί της κοινότητας από κάθε ζημία, και φυσικά και από τις φωτιές, και που θα μπορούσαν να προβαίνουν σε καταγγελίες και να ρίχνουν πρόστιμα, έχουν καταργηθεί ακρίτως.

Οι Δασικές Υπηρεσίες έχουν περιθωριοποιηθεί και υποβαθμιστεί με συνέπειες οδυνηρές. Αυτές κατά την τετραετία 1928-1932, επί πρωθυπουργίας Ελευθ. Βενιζέλου, είχαν οπλιστεί με τον Νόμο 4173/1929, τον οποίο θέσπισαν πολιτικοί στερούμενοι διδακτορικών αλλά λόγω αγροτικής καταγωγής είχαν πλήρη γνώση των προβλημάτων όλης της Επικράτειας. Αργότερα προστέθηκαν και τα Β.Δ. της 7-7-1936 και 29-9-1936. Αυτές, μετά τον Πόλεμο, με τα έργα τους προστάτευαν τα δάση, άνοιγαν δασικούς δρόμους, έκαναν αναδασώσεις, καθάριζαν και κατασκεύαζαν φράγματα σε ρέματα και χειμάρρους και χάρη σ’ αυτά σώθηκαν πολλοί ορεινοί οικισμοί από κατολισθήσεις. Τις σχετικές μελέτες τις συνέτασσαν οι ίδιες. Ακόμα με τους δασοφύλακες και τους εποχικούς δασεργάτες απέτρεπαν τις φωτιές και, αν εκδηλώνονταν, τις εντόπιζαν αμέσως και τις έσβηναν πριν πάρουν διαστάσεις.

Σήμερα, αντί να προλαμβάνουμε, τρέχουμε εκ των υστέρων να τις σβήσουμε με τα πανάκριβα καναντέρ και τα πυροσβεστικά, αλλά αφού ήδη έχουν καεί ολόκληρα δάση, σπίτια και άνθρωποι, αλλά και πυροσβέστες.

Παλαιότερα, όταν λειτουργούσαν οι κοινότητες και υπήρχε και ο θεσμός της προσωπικής εργασίας, μόλις εκδηλωνόταν κάποια φωτιά, σπανίως συνέβαινε, χτυπούσε η καμπάνα και έτρεχαν όλοι οι χωριανοί, με όποιο μέσο είχαν, και τις έσβηναν. Το σχέδιο «Καλλικράτης», ιδέα του νυν υπουργού Θ. Λιβάνιου, όπως ο ίδιος το δήλωσε με αυταρέσκεια, απέβη ολέθριο. Έχει διαλύσει την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η κατάργηση των Νομαρχιών και των αυτόνομων κοινοτήτων με την δημιουργία των μεγάλων και δυσλειτουργικών Περιφερειών και Δήμων, η κατάργηση του τίτλου του Νομάρχη και η αντικατάστασή του με τον κακόηχο του Αντιπεριφερειάρχη, φανερώνει την ανεπάρκεια των σημερινών πολιτικών, οι οποίοι αγνοούν την Ελληνική Ιστορία αλλά και την Γεωγραφία της Ελλάδος, όπως φρόντισαν κάποιοι εξ αυτών να το κάνουν γνωστό πανελληνίως με τις δηλώσεις τους.

Στον Νομό Τρικάλων έχουμε μόνον τέσσερις (4) Δήμους, μεταξύ των οποίων ο  Δήμος Μετεώρων (πρώην Καλαμπάκας), ο οποίος περιλαμβάνει όλη την Επαρχία Καλαμπάκας, ήτοι τον μισό Νομό και ως επί το πλείστον ορεινό. Όσο άξιοι και δραστήριοι και αν είναι ο Δήμαρχός του καθώς και οι δημοτικοί του σύμβουλοι, πώς θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των προβλημάτων του Δήμου τους;

Οι πολίτες νοιώθουν τους Δήμους απόμακρους, οι ίδιοι πλέον αδιαφορούν και οι τύποις πρόεδροι των ψαλιδισμένων δημοτικών κοινοτήτων δεν έχουν ουσιαστικές αρμοδιότητες, ούτε επάρκεια χρημάτων για να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους. Καιρός οι σημερινοί κυβερνώντες να απαλλαγούν από τις όποιες ιδεοληψίες τους και να λάβουν ουσιαστικά και τολμηρά μέτρα. Η κατάργηση του «Καλλικράτη» και η επαναφορά των αυτόνομων Νομαρχιών και Κοινοτήτων, ή έστω των Καποδιστριακών Δήμων, θα ήταν ένα πρώτο βήμα. Εξήντα υπουργούς και υφυπουργούς έχουμε, χώρια τους αμέτρητους συμβούλους τους, πενήντα έναν Νομούς δεν μπορούμε να έχουμε;

Όσο για την κοπή των χόρτων, εγώ τα έκοψα ήδη δύο φορές, τόσο στα οικόπεδά μου, όσο και στους εφαπτόμενους δρόμους, για να μπορώ να περνώ, αφού οι Δήμοι αδυνατούν. Για τον σκοπό αυτόν έχω δύο μεσινέζες και κρατώ και την κοσιά του πατέρα μου για τα δύσκολα. Από τους πολιτικούς μας πόσοι έχουν πιάσει στο χέρι τους μεσινέζα και πόσοι γνωρίζουν τι είναι η κοσιά;


Η Γιορτή του Προφήτη Ηλία που Ενώνει Ζωντανούς και Κεκοιμημένους

 

Στην καρδιά του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος καίει και τα χωριά γεμίζουν ξανά ζωή από επισκέπτες και ξενιτεμένους, ένας ιδιαίτερος εορτασμός λαμβάνει χώρα στο Πρίνος: η γιορτή του Προφήτη Ηλία. Το μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον μεγάλο Προφήτη δεν βρίσκεται τυχαία στο κοιμητήριο του χωριού — και αυτή η «σύμπτωση» κρύβει βαθιά πνευματική και πολιτισμική σημασία.

Κάθε χρόνο, στις 20 Ιουλίου, κάτοικοι και απόδημοι συγκεντρώνονται στο ιερό αυτό σημείο για να τιμήσουν τη μνήμη του Προφήτη Ηλία αλλά και για να θυμηθούν τους δικούς τους ανθρώπους που "έφυγαν". Ο εορτασμός παίρνει έτσι έναν διπλό χαρακτήρα: λειτουργεί τόσο ως δοξολογία της ζωής, όσο και ως τελετή σύνδεσης με τους κεκοιμημένους.

Η φωτογραφία αποτυπώνει εύγλωττα αυτήν τη σύνθεση: στο κέντρο, οι ιερείς τελούν τη θεία λειτουργία πλαισιωμένοι από εικόνες και λουλούδια, ενώ στο φόντο απλώνονται τα λευκά μνήματα του κοιμητηρίου. Ο στολισμός, οι σημαίες, οι πανηγυρικοί ύμνοι και το άναμμα του κεριού δίπλα σε έναν τάφο, όλα συνθέτουν μια ατμόσφαιρα που υπερβαίνει το σύνηθες εκκλησιαστικό τελετουργικό.

Δεν είναι τυχαίο. Η ελληνική παράδοση έχει βαθιά επίγνωση της αέναης σχέσης μεταξύ ζωής και θανάτου, παρόντος και παρελθόντος. Στο Πρίνος, μέσα από αυτή τη γιορτή, η κοινότητα δεν τιμά μόνο έναν άγιο της πίστης, αλλά και τη συλλογική της μνήμη. Ο Προφήτης Ηλίας, προφήτης της φωτιάς και της ανάληψης, γίνεται μεσίτης μεταξύ κόσμων, φέρνοντας κοντά τους ζωντανούς και τους νεκρούς.

Η παρουσία του κόσμου κάθε χρόνο είναι η απόδειξη ότι αυτή η παράδοση όχι μόνο αντέχει, αλλά παραμένει ζωντανή, δυνατή, ανθρώπινη. Μια γιορτή που γίνεται γέφυρα – γέφυρα ψυχών, γέφυρα γενεών. Και τελικά, γιορτή της συνέχειας της ζωής.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην παράδοσή μας.


Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

Το Καλοκαίρι που Ποτίζεται ο Κάμπος

 

Στον κάμπο, όταν το καλαμπόκι φτάνει πια στο μπόι του ανθρώπου, αρχίζει το καθημερινό πήγαινε-έλα για το πότισμα. Οι ντιζελομηχανές, φορτωμένες πάνω σε αυτοσχέδια καρότσια με σιδερένιο σκελετό και σκουριασμένους τροχούς, περιμένουν δίπλα στα κανάλια ή στις γεωτρήσεις, με τα σχοινιά και τα σύρματα να κρατούν σφιχτά τις σωλήνες τους. Το νερό, αντλείται από το μοτέρ, κυλά με πίεση μέσα από τους σωλήνες και ξεχύνεται από τα μπεκ που είναι τοποθετημένα στις αυλακιές, ποτίζοντας το καλαμπόκι που διψάει κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο.

Ο ήχος της μηχανής σπάει τη σιωπή του μεσημεριού, ενώ ο αέρας γεμίζει με τη μυρωδιά του πετρελαίου και του βρεγμένου χώματος. Στις άκρες των φύλλων κρέμονται σταγόνες νερού που λάμπουν στον ήλιο, κι εκεί, πάνω στον κάμπο, η γη ανασαίνει ξανά, κρατώντας ζωντανό το καλαμπόκι που ετοιμάζεται να γεμίσει με καρπούς τον Σεπτέμβρη. Έτσι, μέσα στη ζέστη και τον ιδρώτα, συνεχίζεται αθόρυβα ο κύκλος της ζωής στον κάμπο, με το νερό, τη μηχανή και τον κόπο του ανθρώπου να γίνονται ένα, για να έρθει η ώρα του θερισμού.


Πώς το τρίβουν το πιπέρι

 

Το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» είναι ένας κυκλικός, αντρικός, μιμητικός χορός. Στο Βαλτινό τον χόρευαν στα οικογενειακά γλέντια και στους γάμους, κυρίως τις πρωινές ώρες, όταν ορισμένοι έρχονταν σε μεγάλο κέφι.

Ο χορός ξεκινούσε με συρτό στα τρία και στη συνέχεια εκτελούσαν μιμητικές κινήσεις, περιγράφοντας τους τρόπους με τους οποίους οι καλόγεροι υποτίθεται πως έτριβαν το πιπέρι. Όλοι οι χορευτές ακολουθούσαν τα λεγόμενα του τραγουδιστή και προσπαθούσαν να «τρίψουν» το πιπέρι με όποιο μέρος του σώματος ανέφερε ο στίχος.

Αν κάποιος από τους χορευτές δεν συμμορφωνόταν με τις προσταγές του τραγουδιού, εξαναγκαζόταν να το κάνει από τον τελευταίο χορευτή, ο οποίος περνούσε ανάμεσά τους και τους απειλούσε με τη ζώνη που κρατούσε στο χέρι. Στο δεύτερο μέρος του χορού εκτελούσαν δύο φορές τις κινήσεις του καλαματιανού.

Οι στίχοι του τραγουδιού

Πώς το τρί- βλάχα μου μωρή, πώς το τρίβουν το πιπέρι,
Πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλου οι καλογέροι.

Με τη φτε- βλάχα μου μωρή, με τη φτέρνα τους το τρίβουν,
Με τη φτέρνα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.

Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με το γό- βλάχα μου μωρή, με το γόνατο το τρίβουν,
Με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τη μύ- βλάχα μου μωρή, με τη μύτη τους το τρίβουν,
Με τη μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τη γλώ- βλάχα μου μωρή, με τη γλώσσα τους το τρίβουν,
Με τη γλώσσα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τον κώ- βλάχα μου μωρή, με τον κώλο τους το τρίβουν,
Με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια.

Η ιστορία του τραγουδιού

Το τραγούδι ξεκίνησε από τους Ηπειρώτες κατοίκους της Πίνδου και έγινε πανελληνίως γνωστό και αγαπητό. Η ελευθεριότητα της εποχής επέτρεπε να χορεύεται και να αναπαριστάται ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς. Αρχικά, ήταν ένα περιπαικτικό τραγούδι κατά των καλογέρων, οι οποίοι είχαν βρει στο τρίψιμο του πιπεριού μια ευκαιρία πλουτισμού, ανακατεύοντας τη σκόνη με διάφορα τρίματα για να αυγατίζουν τα κέρδη τους. Έτσι, μέρα-νύχτα έτριβαν το πιπέρι με κάθε τρόπο, και η λαϊκή φαντασία έφτασε να λέει πως το έτριβαν με όποιο μέρος του σώματός τους μπορούσαν.

Οι έμποροι-ταξιδευτές (κυρατζίδες) της Ηπείρου, όταν δεν διανυκτέρευαν σε χάνια, έβρισκαν καταφύγιο σε μοναστήρια, όπου έγιναν μάρτυρες τέτοιων περιστατικών και τα μετέτρεψαν σε τραγούδι. Το τραγούδι, ωστόσο, δεν μπορούσε να ακουστεί στα θρησκευτικά πανηγύρια. Αντίθετα, κατά τις Απόκριες, όταν η εκκλησία απείχε από τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, οι άνθρωποι ένιωθαν να απελευθερώνονται από μια αόρατη φυλακή και τραγουδούσαν το τραγούδι αυτό απροκάλυπτα, όπως λαχταρούσε η ψυχή τους. Έτσι, το «Πιπέρι» έμεινε να τραγουδιέται κυρίως την περίοδο της Αποκριάς, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του λαού απέναντι στις οικονομικές πρακτικές ορισμένων καλογέρων.

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή της προέλευσης του τραγουδιού: Κάποιοι κλέφτες, την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας, ζήτησαν καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Ο ηγούμενος τούς δέχτηκε και τους μεταμφίεσε σε μοναχούς. Όταν οι Οθωμανοί έφτασαν και ρώτησαν για τους κλέφτες, ο ηγούμενος δήλωσε άγνοια. Οι μεταμφιεσμένοι κάθονταν κάτω και έτριβαν πιπέρι, ενώ κάτω από τα ράσα έκρυβαν τα όπλα και τα χαντζάρια τους, έτοιμοι για παν ενδεχόμενο. Γι’ αυτό και ο στίχος λέει:
«Άιντε, σηκωθείτε, παλικάρια, με σπαθιά και με χαντζάρια».

Όποια εκδοχή κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι πως το παραδοσιακό αυτό τραγούδι αντέχει στον χρόνο, συνεχίζοντας να περνάει από γενιά σε γενιά.




Επιτυχίες μαθητών μας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα!

 

Με μεγάλη χαρά ανακοινώνουμε την επιτυχία των μαθητών μας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, που πέτυχαν την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ της χώρας! Η προσπάθειά τους, η επιμονή και η στήριξη των οικογενειών τους οδήγησαν στο όμορφο αποτέλεσμα της εισαγωγής τους στις σχολές των ονείρων τους.

Ο Υπεύθυνος του Φροντιστηρίου Έμφαση, Δημήτρης Καραθανάσης, ευχήθηκε στους επιτυχόντες:

Αγαπημένοι μας μαθητές,
θερμά συγχαρητήρια σε όλους σας.
Η επιτυχία σας είναι μόνο η αρχή της λαμπρής σταδιοδρομίας που μόλις ξεκινά!
Ευχόμαστε μια πορεία γεμάτη επιτυχίες και όμορφες στιγμές!
Καλή αρχή στο νέο σας ξεκίνημα.

Είμαστε περήφανοι που ήμασταν συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι σας!


Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Ο Κώστας Σακκάς από το Βαλτινό «ζει το καλοκαίρι του» στην Κέρκυρα

 

Ο Κώστας Σάκκας, φοιτητής από το Βαλτινό Τρίικάλων,  αποφάσισε φέτος να ζήσει το καλοκαίρι διαφορετικά – συνδυάζοντας δουλειά, εμπειρίες και νησιώτικη αύρα στην Κέρκυρα. Εργάζεται για τη θερινή σεζόν στο εντυπωσιακό Danilia Village, ένα θεματικό χωριό-κόσμημα του νησιού που θυμίζει παλιό ελληνικό κινηματογράφο και προσελκύει επισκέπτες από όλο τον κόσμο.

Ο Κώστας Σακάς, του Θεόφιλου, έλκει την καταγωγή του από την ιστορική Καλλιρρόη του Ασπροποτάμου – ένα από τα γραφικά βλαχοχώρια της Πίνδου – ενώ η μητέρα Μαρία κατάγεται από το Βαλτινό Τρικάλων. Με ρίζες βαθιά δεμένες με την παράδοση και τον τόπο, δεν ξεχνά ποιος είναι και από πού έρχεται, ακόμα κι αν το φετινό καλοκαίρι τον βρίσκει στο Ιόνιο.

Μέσα από τη δουλειά του στο Danilia Village, γνωρίζει ανθρώπους, αποκτά εμπειρίες και ζει το νησί αλλιώς – από την πλευρά της φιλοξενίας. Όπως λέει με χαμόγελο, «δεν είναι μόνο δουλειά, είναι και στιγμές, ιστορίες και εικόνες που θα θυμάμαι για πάντα». Ένα καλοκαίρι γεμάτο μαθήματα ζωής, για έναν νέο με βαθιές ρίζες και ανοιχτούς ορίζοντες.





επικοινωνιστε μαζι μας