Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2025

Τιμητική Εκδήλωση στο Βαλτινό

 

Την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025, στις 19:00, στην πλατεία Αγίου Αθανασίου Βαλτινού, η Τοπική Κοινότητα, ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο Βαλτινού διοργανώνουν μια ξεχωριστή εκδήλωση προς τιμήν του πατρός Κωνσταντίνου Ζαχαράκη, με αφορμή την αποχώρησή του από την ενορία μας, έπειτα από πολυετή και ανεκτίμητη προσφορά.

Η βραδιά θα περιλαμβάνει ζωντανή μουσική, παραστάσεις από τα χορευτικά συγκροτήματα του συλλόγου και παραδοσιακά εδέσματα για όλους.

Σας περιμένουμε να τιμήσουμε όλοι μαζί τον πατέρα Κωνσταντίνο και να μοιραστούμε μια βραδιά συγκίνησης και χαράς.

Με τη στήριξη της Περιφέρειας Θεσσαλίας
 Είσοδος ελεύθερη



Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Το τραγούδι της αυλής στο Βαλτινό

 

Η φωτογραφία της Λίτσας, που σκορπίζει τροφή στις κότες της στο Βαλτινό, εκτός από μια σκηνή αγροτικής καθημερινότητας∙ είναι κι ένα ζωντανό θραύσμα της παράδοσης, ένα μικρό μάθημα ζωής. Κάθε κίνηση του χεριού της, κάθε κόκκος καλαμποκιού που πέφτει στο χώμα, κουβαλά έναν ρυθμό αιώνων∙ έναν ρυθμό που συνδέει τον άνθρωπο με το χώμα, τα ζώα και τον κύκλο της φύσης.

Η αγροτική περιφέρεια δεν υπήρξε ποτέ μόνο τόπος παραγωγής. Είναι ο χώρος όπου η αυτάρκεια, η αλληλεγγύη και η λιτότητα σχηματίζουν τον ιστό της ζωής. Στην πόλη, η καθημερινότητα συχνά χάνεται μέσα στον καταναλωτισμό και στην αέναη αναζήτηση του περισσότερου. Στο χωριό, αντίθετα, η αξία μετριέται αλλιώς: με την ικανότητα να θρέψεις την οικογένεια με τα δικά σου χέρια, με την ικανοποίηση να ξέρεις πως ένα αυγό που έβαλες στο τραπέζι σου δεν είναι απλώς προϊόν, αλλά αποτέλεσμα φροντίδας και μόχθου.

Το κοτέτσι της Λίτσας, με την απλότητά του, είναι μια μικρογραφία αυτού του κόσμου. Δεν είναι μόνο καταφύγιο για τα πουλερικά∙ είναι σύμβολο μιας οικονομίας αυτάρκειας, που αντιστέκεται σιωπηλά στη λογική της υπερπαραγωγής και της σπατάλης. Στη σκιά της πρόχειρης στέγης και της παλιάς καρότσας, κρύβεται μια αλήθεια βαθύτερη: η πραγματική ευημερία δεν μετριέται με το μέγεθος του πλούτου, αλλά με την αυτάρκεια των αναγκών.

Η Λίτσα χαμογελά καθώς στέκεται ανάμεσα στις κότες της. Δεν χαμογελά επειδή έχει κάτι σπάνιο∙ χαμογελά γιατί βιώνει την πληρότητα του απλού. Το χαμόγελό της είναι η σφραγίδα της συμφιλίωσης με τον κύκλο της ζωής, της γνώσης πως η γη ανταμείβει εκείνον που τη σέβεται. Σ’ αυτό το χαμόγελο, ο χρόνος μοιάζει να σταματά, να επιστρέφει στις παλιές αυλές, στις γιαγιάδες που έριχναν στάρι στα πουλιά, στα παιδιά που έτρεχαν ξυπόλυτα πίσω από τις κότες.

Η εικόνα αυτή γίνεται έτσι υπενθύμιση: πως μέσα στον θόρυβο της εποχής μας, μέσα στην αδιάκοπη βιασύνη για πρόοδο, υπάρχει πάντα μια άλλη διάσταση, πιο γήινη, πιο ουσιαστική. Είναι η διάσταση του αγώνα για τα απλά αγαθά, του κόπου που φτιάχνει τον ψωμί, του ιδρώτα που μετατρέπεται σε γαλήνη. Είναι η ζωή που διδάσκει πως δεν χρειάζεσαι πολλά για να έχεις τα πάντα.

Και ίσως αυτό είναι το κρυφό μήνυμα της φωτογραφίας: ότι η παράδοση δεν είναι μουσειακό απολίθωμα, αλλά καθημερινός βηματισμός ανθρώπων σαν τη Λίτσα. Είναι ο δεσμός με το χώμα, με τα ζώα, με το πρωινό φως που βρίσκει το χωριό να ξυπνά αργά. Είναι η σιωπηλή αντίσταση της υπαίθρου απέναντι στη λήθη∙ μια αντίσταση που θρέφεται από ταπεινές πράξεις, όπως το τάισμα μερικών κοτών, κι όμως κουβαλά μέσα της την αξιοπρέπεια μιας ολόκληρης ζωής.


Η ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

 

Κάθε ποίημα διαθέτει κι έναν νοητό ουρανό που το επιστεγάζει. Είναι η ιδέα και το συναίσθημα, αυτά τα δύο αίτια που εκκινούν το ποίημα και αναπτύσσονται εν ταυτώ. Ο βαρύς και πάντα υγραμένος ουρανός ‒ πανέτοιμος για έναρξη βροχής‒ ακολουθεί κάθε λέξη και σηματοδοτεί ταυτόχρονα και σε συνεργασία με τους δείκτες της θυμικής συγκίνησης, τα φάσματα του εντόπιου χώρου, τη φθορά και την απώλεια, την εισβολή του νέου και αγνώστου στοιχείου που έρχεται συμμέτοχο ή αντιμέτωπο, την οιονεί αποξένωση και απομάγευση του κόσμου της μνήμης.
Ο υγρός ουρανός επελαύνει σαν χρόνος πάνω στο ποίημα με όλο το συσσωρευμένο βάρος του. Μέχρι να γίνει αυτό υπέρμετρο ο ποιητής στα σκαλιά του ποιήματος αναμοχλεύει όλες τις σκοτεινές εσοχές. Αναζητά τις φωτεινές ρωγμές, ήτοι τα περάσματα που χαράχτηκαν κάποτε για να περνά και να ξαναπερνά από μέσα τους. Δηλαδή να συμπληρώνει και να τελειώνει το ποίημα μέσα σε μια βαθύπορη υγρασία.


Του Ηλία Κεφάλα



Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

Αγιασμός στο Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών Νατάσας Πλεξίδα στο Βαλτινό

 

Την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025 πραγματοποιήθηκε στο Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών της Νατάσας Πλεξίδα στο Βαλτινό ο καθιερωμένος ετήσιος Αγιασμός για τη νέα σχολική χρονιά.

Η τελετή τελέστηκε από τον Πατέρα Κωνσταντίνο Ζαχαράκη, ο οποίος με συγκίνηση πραγματοποίησε τον τελευταίο του Αγιασμό στο φροντιστήριο, καθώς αποχωρεί από τα καθήκοντά του λόγω συνταξιοδότησης, αφήνοντας πίσω του μια σημαντική πνευματική προσφορά στην τοπική κοινωνία.

Η υπεύθυνη του φροντιστηρίου, κα. Νατάσα Πλεξίδα, ευχήθηκε σε μαθητές και γονείς «Καλή σχολική χρονιά, γεμάτη από το Φως και τη Δύναμη του Θεού», εκφράζοντας την αισιοδοξία και τη στήριξή της για μια δημιουργική και γόνιμη χρονιά.


Όταν η μέρα παραδίδεται στη νύχτα

 

Ο Κόζιακας, απόψε, τυλίχτηκε σε μιαν ατμόσφαιρα μυσταγωγίας. Το φως του ήλιου, λίγο πριν χαθεί πίσω από την κορυφογραμμή, διέσχισε τα βαριά σύννεφα και γέννησε μια παλέτα φωτιάς και σιωπής. Στο Βαλτινό, το βλέμμα υψώνεται και συναντά τον ουρανό να καίγεται στα όρια του γκρι και του πορφυρού· μια στιγμή όπου η μέρα και η νύχτα παλεύουν χωρίς νικητή, αφήνοντας μόνο την αίσθηση ότι όλα είναι φευγαλέα, όλα είναι περάσματα.

Οι γραμμές από τα καλώδια και οι σκιές των δέντρων μοιάζουν να χαράσσουν το τοπίο σαν σχέδιο πάνω σε καμβά. Η φύση και το ανθρώπινο αποτύπωμα συνυπάρχουν, χωρίς να μπορούν να κρύψουν το μεγαλείο του ουρανού. Είναι σαν να μας υπενθυμίζει ο τόπος ότι, όσο κι αν απλώνουμε καλώδια, δρόμους και σπίτια, το φως θα βρίσκει πάντα τον τρόπο να διασπά το σκοτάδι.

Οι φωτογραφίες της Χριστίνας - Μαρίας Βότσιου δεν συλλαμβάνουν απλώς ένα ηλιοβασίλεμα· φυλακίζουν τον παλμό μιας στιγμής που κουβαλά κάτι αιώνιο. Στο βάθος του Κόζιακα, κάτω από τις φλόγες των νεφών, κρύβεται η υπόσχεση της επόμενης μέρας. Κι ίσως αυτό είναι το αληθινό μήνυμα του ηλιοβασιλέματος: ότι κάθε τέλος είναι μια μετάβαση, κι ότι το φως, όσο κι αν δύει, ποτέ δεν χάνεται πραγματικά.


Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Όσα χωρά η απλότητα

 

Καμαρούλα μια σταλιά, δυο επί δύο. Ένας τοίχος ασβεστωμένος, λιτός, τραχύς, με τα σημάδια του χρόνου να τον σκαλίζουν σαν μνήμη. Στην άκρη κρέμεται μια λάμπα πετρελαίου· η παλιά συντροφιά των βραδιών, που έριχνε το τρεμάμενο φως της πάνω σε πρόσωπα κουρασμένα, μα γεμάτα ιστορίες. Δίπλα, μια κορνίζα με μια φωτογραφία γάμου· ένα ζευγάρι που κοιτάζεται ίσια στα μάτια, σαν να ορκίζεται όχι μόνο αγάπη, μα και αντοχή στις δυσκολίες.

Το κρεβάτι σιδερένιο, λιτό κι αυτό, με στολίδια ταπεινά, θυμίζει εποχές που η απλότητα δεν ήταν επιλογή, αλλά μοίρα. Κι όμως, μέσα σε εκείνη την απλότητα, υπήρχε μια πληρότητα σχεδόν ακατανόητη για τα μέτρα της σημερινής ζωής. Δεν χρειαζόταν πολλά: λίγο φως, μια εικόνα αγαπημένη στον τοίχο, ένα κρεβάτι για ανάπαυση – κι όλη η ζωή χωρούσε σε ένα τόσο δα δωμάτιο.

Αυτή η καμαρούλα, δυο επί δύο, είναι σαν να κουβαλάει μέσα της τον σπόρο μιας άλλης αλήθειας: ότι η ευτυχία δεν μετριέται σε τετραγωνικά, αλλά σε μνήμες, σε πρόσωπα, σε στιγμές που φώτισε μια λάμπα ή που σκέπασε μια αγκαλιά. Είναι η νοσταλγία ενός κόσμου που έφυγε, μα που παραμένει ζωντανός σε κάτι τέτοιες μικρές γωνιές, εκεί όπου το λιτό αγγίζει το αιώνιο.


Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Το αντάμωμα των ξαδέρφων

 

Η Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου 2025, ήταν από εκείνες τις μέρες που μοιάζουν συνηθισμένες, κι όμως κρύβουν μέσα τους μια υπόσχεση ξεχωριστή. Όταν έπεσε το βράδυ και άναψαν τα φώτα στην αυλή της ταβέρνας «Κυρατσούλα», εννέα πρώτα ξαδέρφια της οικογένειας Βαγγελού – Χριστάκου μαζεύτηκαν, μετά από χρόνια, γύρω από ένα κοινό τραπέζι.

Η Βάσω, ο Στέλιος, ο Κώστας, ο Δημήτρης, ο Αντώνης, η Ντίνα, η δεύτερη Βάσω, η Σπυριδούλα και ο πάτερ Σπυρίδων, μαζί με τους συζύγους και τα παιδιά τους, έφτασαν σιγά-σιγά, άλλοι με βιαστικό χαμόγελο, άλλοι με συγκίνηση που δεν μπορούσαν να κρύψουν. Έμοιαζε σαν το χθες να είχε μείνει κλειδωμένο σε ένα σεντούκι και τώρα, με το ξεκλείδωμα αυτής της βραδιάς, να ξεχύνονταν ξανά οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα γέλια, οι φωνές του παρελθόντος.

Το μεγάλο τραπέζι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει όχι μόνο φαγητά και ποτά, αλλά και μνήμες. Οι σερβιτόροι έφερναν σαλάτες με ντομάτα και φέτα, τυριά, ζεστό ψωμί, μεζέδες, κι έπειτα οι κανάτες με το κρασί και τις μπύρες έκαναν τον γύρο τους, γεμίζοντας τα ποτήρια και προετοιμάζοντας το έδαφος για την κουβέντα.

Τα πρώτα τσουγκρίσματα ακολούθησαν. Το ποτήρι του πάτερ Σπυρίδωνα υψώθηκε με ευχή:
—«Στην αγάπη που μας κρατά ενωμένους. Στους προγόνους μας που μας βλέπουν από ψηλά, και στα παιδιά μας που συνεχίζουν».

Ήταν σαν να ακούστηκε μια κρυφή φωνή συμφωνίας από όλους.

Η κουβέντα απλώθηκε γρήγορα, κι ο καθένας είχε κάτι να θυμηθεί. Ο Στέλιος μοίρασε παλιές φωτογραφίες από την παιδική ηλικία και μίλησε για τα καλοκαίρια που μαζεύονταν όλοι στο χωριό, για τις μηχανές που έδεναν μπάλες το τριφύλλι.  Η Σπυριδούλα θυμήθηκε την παιδική της ηλικία σε μια φωτογραφία που μοιράστηκε στην παρέα. Και η Βάσω, με μια αδιόρατη συγκίνηση, έφερε στην κουβέντα τον παππού και τη γιαγιά, πώς τους κοίταζαν πάντα καθισμένοι στο κατώφλι, σαν να μετρούσαν όχι μόνο τα χρόνια αλλά και τα παιδιά τους, τα εγγόνια, όλο το μέλλον της οικογένειας.

Κάποια στιγμή, η κουβέντα πήρε άλλον δρόμο. Ο Αντώνης, σηκώνοντας το ποτήρι του, είπε:
—«Για να δούμε, πόσα παιδιά έχουμε όλοι μαζί;»

Ακολούθησαν αριθμοί, γέλια, διορθώσεις. Τα μέτρησαν προσεκτικά, σαν να έκαναν απογραφή θησαυρών. Και μετά, σαν φυσικό επόμενο, ήρθαν οι αριθμοί των εγγονιών. Εκεί γέλασαν περισσότερο, μα και συγκινήθηκαν. Γιατί κάθε παιδί, κάθε εγγόνι, ήταν συνέχεια της ίδιας ιστορίας, καρπός της ίδιας ρίζας.

Ο πάτερ Σπυρίδων χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα του και είπε:
—«Δεν είναι μόνο τα χρόνια που μετράμε. Είναι τα χρόνια της αγάπης. Αυτό είναι που μένει».

Σιγή απλώθηκε για μια στιγμή, σαν να έπεσε ένα αόρατο πέπλο που σκέπασε όλο το τραπέζι. Κι ύστερα ξέσπασε ξανά το γέλιο, οι ιστορίες, η ζεστασιά.

Η ώρα κύλησε σαν νερό. Τα παιδιά παρατηρούσαν, άλλοτε γελώντας, άλλοτε κοιτάζοντας με απορία τους μεγάλους που μιλούσαν για εποχές που εκείνα δεν γνώρισαν. Οι σύζυγοι συμμετείχαν κι αυτοί, συμπληρώνοντας λεπτομέρειες, χαρίζοντας στο παζλ της μνήμης νέα κομμάτια.

Όταν το φαγητό έφτασε στο τέλος του και οι κανάτες είχαν σχεδόν αδειάσει, η βραδιά πήρε έναν πιο ήσυχο τόνο. Ο ουρανός, γεμάτος αστέρια, έμοιαζε να σκύβει πάνω από την παρέα, σαν να ήθελε κι αυτός να ακούσει τις ιστορίες τους.

Κάποια στιγμή, στάθηκαν όλοι όρθιοι για μια φωτογραφία. Κάτω από το μεγάλο δέντρο, με τα φύλλα του να θροΐζουν πάνω τους, έσφιξαν ο ένας τον άλλον στους ώμους. Ένα στιγμιότυπο που δεν έπιανε μόνο πρόσωπα, αλλά και δεσμούς, ιστορία, υπόσχεση.

—«Να μην το αφήσουμε πάλι να περάσουν τόσα χρόνια», είπε η Ντίνα.
—«Να δώσουμε λόγο, να ξαναβρεθούμε», πρόσθεσε ο Κώστας.
—«Το 2030», είπε η ΄Σπυριδούλα μ’ ένα αποφασιστικό ύφος. «Να είναι πέντε χρόνια κι όχι τριάντα».

Ένα-ένα τα κεφάλια έγνεψαν. Ήταν συμφωνία σιωπηλή αλλά ισχυρή. Το νέο ραντεβού είχε κλειστεί.

Καθώς η βραδιά έσβηνε και οι πρώτες παρέες άρχισαν να αποχωρούν, όλοι είχαν την ίδια αίσθηση: πως αυτό το αντάμωμα δεν ήταν απλώς μια έξοδος, αλλά μια τελετουργία. Ένας τρόπος να θυμηθούν ποιοι είναι, από πού έρχονται και πού πηγαίνουν. Γιατί η οικογένεια δεν είναι μόνο το αίμα που κυλά στις φλέβες· είναι οι ιστορίες που ξαναλέγονται, τα γέλια που επαναλαμβάνονται, οι υποσχέσεις που κρατιούνται.

Κι έτσι, η βραδιά στην «Κυρατσούλα» έκλεισε με μια γλυκιά σιωπή. Κανείς δεν ήθελε να φύγει, κι όμως όλοι έφευγαν με κάτι παραπάνω στην ψυχή τους: τη βεβαιότητα ότι οι ρίζες, όσο κι αν σκορπίζουν τα κλαδιά, πάντα ξαναβρίσκουν τρόπους να συναντηθούν.

Ακολουθεί φωτορεπορτάζ:

Οι γαμπροί: Παναγιώτης, Στέργιος, Κυριάκος.

Οι νύφες: Κατερίνα, Άννα, Λίτσα.





















Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

«Η σάκα που μύριζε δέρμα» (της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Εκείνη τη μέρα ξύπνησα πριν από τη μάνα. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα, όπως όταν περιμένεις γιορτή. Τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στη σάκα δίπλα στο κρεβάτι: καφέ, με δυο αγκράφες μπροστά και μια μυρωδιά δέρματος που με ζάλιζε από χαρά. Την είχα διαλέξει εγώ στα παζάρια των Τρικάλων και, όλη τη νύχτα, την είχα κοντά μου· την κοιτούσα, την άγγιζα, τη χάιδευα.

«Σήκω, κόρη μου», είπε η μάνα, ακουμπώντας το χέρι της στο μάγουλό μου. Έφερε το γαλατάκι ζεστό κι ύστερα άρχισε το μαρτύριο με την τσατσάρα. Τράβαγε τα μαλλιά, τα μάζεψε σε κότσο, με έντυσε με την μπλε ποδιά και τον άσπρο γιακά, κι εγώ φόρεσα τα καινούρια μου παπούτσια, που έκαναν ήχο πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα.

«Πάμε», είπε.

Προχωρούσαμε στον δρόμο. Τα μαλλιά τραβούσαν το κεφάλι μου πίσω, μα εγώ ήθελα να τρέξω μπροστά, να φτάσω γρήγορα στο σχολείο. Έξω από την καγκελόπορτα η μάνα κοντοστάθηκε.

«Πήγαινε, κόρη μου, με την ευχή μου», είπε και μού ’σφιξε το χέρι.

Πέρασα μέσα και τα μάτια μου γέμισαν με παιδιά. Άλλα γελούσαν, άλλα κοιτούσαν χάμω, κάποια τσίμπαγαν τις ποδιές τους που τους έπεφταν μεγάλες. Κρατούσα σφιχτά τη σάκα μου, να μην την αγγίξει κανείς.

Ο παπαχρήστος έκανε τον αγιασμό. Το νερό έσταζε στα κεφάλια και στα χέρια μας. Έκλεισα τα μάτια και ευχήθηκα σιωπηλά: «Θεέ μου, κάνε να μάθω να διαβάζω, να γίνω δασκάλα». Είχα δει την ξαδέρφη μου, τη Λίτσα, να διαβάζει μεγαλόφωνα και να γεμίζει το σπίτι γράμματα, κι ήθελα κι εγώ να γεμίσω τον κόσμο με γράμματα.

Μας χώρισαν σε δύο ομάδες. Η μισή τάξη πήγε με μια δασκάλα, η άλλη μισή με μια δεύτερη. Εγώ κάθισα στη δεύτερη σειρά, κοντά στο παράθυρο.

Η δασκάλα μας ήταν ψηλή, με τα μαλλιά σφιχτά μαζεμένα πίσω και μάτια κοφτερά σαν μαχαίρι. Στην αρχή χαμογελούσε. Μας μίλησε για καθαριότητα, για πλυμένα χέρια, καθαρά ρούχα και μαντήλια. Έδειξε εμένα.

«Να, κοιτάξτε την ξανθούλα, λουσμένη, καθαρή, με το άσπρο μαντήλι», είπε.

Το έδειξα περήφανη· εκείνη το πήρε και το σήκωσε για να το δουν οι άλλοι. Μου άρεσε που με πρόσεξε. Σκέφτηκα πως με αγαπούσε.

Μα μέρα με τη μέρα, το χαμόγελο έσβηνε και το πρόσωπό της άλλαζε. Η φωνή της γινόταν σκληρή, τα μάτια της γούρλωναν, το στόμα της έβγαζε φωνές που έκαναν τα χέρια μου να τρέμουν. Κρατούσε μια βίτσα, που χτυπούσε δυνατά στο γραφείο. Την πρώτη μέρα δεν χτύπησε κανέναν. Τη δεύτερη, ακούστηκε το πρώτο κλάμα από ένα αγόρι που μπέρδεψε το μέτρημα. Την τρίτη, η βίτσα κατέβηκε στο χέρι ενός κοριτσιού που δεν ήξερε την αλφαβήτα.

Η βίτσα έσπαγε πάνω στα χέρια τους. Μια φορά χτύπησε τόσο δυνατά που πετάχτηκε σταγόνα αίμα. Έσφιγγα τα δάχτυλά μου, έτρεμα κάθε φορά που πλησίαζε. Εγώ, που ονειρευόμουν να γίνω δασκάλα, τώρα ήθελα μονάχα να κρύβομαι.

Στο διάλειμμα τα παιδιά έβγαιναν με χαρτιά κολλημένα στην πλάτη: «Είμαι γαϊδούρι, φτύστε με». Η δασκάλα στεκόταν στην πόρτα και μας ανάγκαζε να φτύνουμε τους συμμαθητές μας. Έφτυσα κι εγώ, με μάτια βουρκωμένα, κι ύστερα έκρυψα το πρόσωπό μου από ντροπή.

Το όνειρο έσβηνε. Όσο κι αν προσπαθούσα, πάντα έβρισκε λόγο να θυμώσει: για ένα γράμμα στραβό, για έναν αριθμό μπερδεμένο, για μια ερώτηση που δεν ήξερα. Μια μέρα έκανα λάθος στο μέτρημα. Με φώναξε μπροστά, άρχισε να φωνάζει και να με χτυπά με τη βίτσα στα πόδια. Έπεσα, κι εκείνη με διέταζε να σηκωθώ. Με έβαλε να σταθώ στο ένα πόδι μια ώρα. Τα δάκρυα κυλούσαν, μα δεν μιλούσα. Μας είχε μάθει να σωπαίνουμε.

Στο σπίτι δεν έλεγα τίποτα. Ο πατέρας στα χωράφια, η μάνα στο γάλα. Δεν ήθελα να τους στενοχωρήσω ούτε να γίνει χειρότερα.

Μια μέρα, στο διάλειμμα, η μάνα περνούσε απ’ έξω.

«Έλα εδώ, κόρη μου», είπε πίσω από την καγκελόπορτα.

Πλησίασα. «Τι έπαθες στο μάγουλο;» ρώτησε και το άγγιξε.

«Τίποτα», ψιθύρισα.

Το μάγουλο έκαιγε. Η δασκάλα μ’ είχε χαστουκίσει γιατί δεν πήγα στην εκκλησία την Κυριακή. Ήμουν άρρωστη· εκείνη δεν νοιαζόταν.

Ένα κορίτσι δίπλα μου ψιθύρισε: «Η κυρία την χτύπησε, κυρα-Λεμονιά».

Η μάνα έσφιξε τα χείλη. Τα μάτια της άστραψαν. Άνοιξε την καγκελόπορτα και μπήκε στο προαύλιο. Όποιος την έβλεπε τότε, καταλάβαινε πως δεν αστειευόταν.

Μπήκε στην τάξη. «Ποια είσαι εσύ που σηκώνεις χέρι στο παιδί μου;» τη φώναξε.

Η δασκάλα πήγε να μιλήσει, μα η μάνα την άρπαξε από τον γιακά. Έγινε χαμός. Τα παιδιά φώναζαν, τα θρανία τραντάζονταν, κι εγώ έκλαιγα πίσω από την πόρτα.

Μετά απ’ εκείνη τη μέρα η δασκάλα δε με ξαναχτύπησε. Δεν με κοίταξε ποτέ πια όπως πριν. Ίσως φοβήθηκε, ίσως ντράπηκε, ίσως δεν την ένοιαζε. Μα εγώ δεν ήμουν πια το ίδιο παιδί.

Το όνειρο να γίνω δασκάλα χάθηκε με το χτύπημα εκείνης της βίτσας. Έμαθα να διαβάζω, να γράφω, μα δεν θέλησα ποτέ να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Κατάλαβα πως το σχολείο μπορεί να γίνει φυλακή, όταν ο φόβος είναι δυνατότερος από τη χαρά.

Κι αν σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κρατώ ακόμα τη μυρωδιά από τη σάκα που μύριζε δέρμα, είναι γιατί εκείνη η μέρα ήταν η πρώτη που κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι πάντα όπως τη φαντάζεσαι.

Κι όμως, καμιά φορά, όταν μυρίζω παλιό δέρμα, θυμάμαι τη Λίτσα που διάβαζε μεγαλόφωνα και εύχομαι να είχαμε μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου το σχολείο θα ήταν χαρά, κι όχι φόβος.

Ρούλα Σταυρέκα

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

«Η Παρουσία στην Απουσία: Μια Οικογενειακή Στιγμή Μνήμης και Αγάπης»


Μια γαλήνια ημέρα, στο γνώριμο σπίτι με την αυλή γεμάτη αναμνήσεις, η οικογένεια του αείμνηστου Ευθύμιου Πέτρου κάθεται γύρω από το τραπέζι, λίγο μετά το οικογενειακό γεύμα. Το φως είναι απαλό, η ατμόσφαιρα ζεστή, γεμάτη από την παρουσία όσων είναι εδώ, αλλά και από τη σιωπηλή δύναμη εκείνου που λείπει.

Η Κίτσα, σύντροφος ζωής του Ευθύμιου, κάθεται γαλήνια, με βλέμμα γεμάτο μνήμες και καρτερία. Στο πλάι της ο Δημήτρης, ο γιος τους, με χαμόγελο γεμάτο περηφάνια και αγάπη, στηρίζεται στη δύναμη της οικογένειας. Η Βάσω, η κόρη, ακτινοβολεί μια ήσυχη στοργή· έχει το βλέμμα εκείνων που ξέρουν να κρατούν την οικογένεια ενωμένη μέσα από τις πιο δύσκολες στιγμές.

Ο χρόνος μοιάζει να σταματά όταν απαθανατίζεται αυτή η στιγμή. Ένα απλό "κλικ" γίνεται φυλαχτό – μια φωτογραφία που θα κρατά για πάντα την αίσθηση της ενότητας, της αγάπης και της συνέχειας. Ο Ευθύμιος μπορεί να μην είναι πια παρών με τη φυσική του παρουσία, μα είναι εκεί. Στις ματιές τους, στις χειρονομίες τους, στο ποτήρι που υψώνεται ίσως σιωπηλά και προς τιμήν του.

Οι οικογενειακές μνήμες δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Χρειάζονται αγάπη, χρόνος και στιγμές σαν κι αυτή: όπου η ζωή συνεχίζεται, αλλά ποτέ δεν ξεχνά.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Όταν κυλά ο μούστος στο Βαλτινό


Ο ήλιος της Κυριακής απλώθηκε ήρεμος πάνω από το Βαλτινό, λες και ήξερε πως η μέρα εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες. Ήταν μέρα τρύγου, και τα δροσερά πρωινά του Σεπτέμβρη κουβαλούσαν πάντοτε τη μυρωδιά των σταφυλιών που ωρίμαζαν υπομονετικά, κρατώντας μέσα τους τον κόπο μιας ολόκληρης χρονιάς.

Ο Αντώνης Τσιγάρας, πρωινός πάντα, φόρεσε το καπέλο του κι έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Το φως έλουζε τις κληματαριές με μια χρυσή θαλπωρή. «Ώρα να πάμε», είπε στη γυναίκα του Αρετή, ενώ τα παιδιά έτρεχαν ήδη έξω, ανυπόμονα για την αρχή. Δεν ήταν απλή δουλειά· ήταν μια τελετή, μια γιορτή της γης που τους έδινε πάλι τον καρπό της.

Στο αμπέλι τους περίμενε ο πατέρας του, ο Κώστας κι ο φίλος του, ο Πέτρος Καραδήμας. Σφιχτές χειραψίες, χαμόγελα, και τα πρώτα πειράγματα ακούστηκαν κάτω από τις φυλλωσιές.

— «Αντώνη, φέτος τα σταφύλια σου θα μας βγάλουν πιο δυνατό τσίπουρο από το περσινό. Να δούμε αν θα το αντέξεις!» είπε γελώντας ο Πέτρος.
— «Άμα είναι να φτιάξουμε κρασί που να μας θυμίζει τα παλιά, όλα τα αντέχω», αποκρίθηκε ο Αντώνης, κι έσκυψε να κόψει το πρώτο τσαμπί.

Τα τελάρα γέμιζαν με ταχύ ρυθμό. Τα παιδιά, ο Κώστας και ο Χρήστος γελούσαν, δοκιμάζοντας ρώγες και κρυφοκλέβοντας σταφύλια από τα τελάρα. Η μυρωδιά του καρπού ανακατευόταν με το άρωμα της υγρής γης, δημιουργώντας μια αίσθηση πληρότητας. Κάθε κλήμα που άδειαζε ήταν σαν μια υπόσχεση: «Ο κόπος σου πιάνει τόπο».

Ο ήλιος ανέβαινε, κι ο ιδρώτας άρχισε να χαράζει τα πρόσωπα. Μα κανείς δεν σταματούσε· η χαρά του τρύγου ήταν πιο δυνατή από την κούραση. Μικροί και μεγάλοι, όλοι γίνονταν μια αλυσίδα, ενωμένοι για τον ίδιο σκοπό. Το αμπέλι ήταν η σκηνή κι αυτοί οι ηθοποιοί σε ένα έργο παμπάλαιο, που παίζεται αιώνες τώρα στο θεσσαλικό κάμπο.

Όταν τα τελάρα γέμισαν, ήρθε η ώρα της μεταφοράς. Με προσοχή, στοιβάχτηκαν στη σειρά κι οδηγήθηκαν προς το σπίτι, εκεί όπου περίμενε η μηχανή για το πάτημα. Ο χώρος γέμισε με φωνές, γέλια και τον ήχο των πλαστικών κιβωτίων που ακουμπούσαν το ένα πάνω στο άλλο.

Η μηχανή στήθηκε περήφανη στη μέση της αυλής. Ο Αντώνης ανέβηκε πρώτος στο ξύλινο σκαμνί και άρχισε να ρίχνει τσαμπιά μέσα στο στόμα της. Ο θόρυβος του μηχανήματος έσμιγε με τις φωνές των παιδιών που παρακολουθούσαν με μάτια ορθάνοιχτα το θαύμα: ο χυμός να κυλά και να γεμίζει το μεγάλο μαύρο βαρέλι.

— «Να, παιδιά, έτσι γεννιέται το κρασί», είπε ο Αντώνης στα παιδιά του που στέκονταν παραδίπλα.
— «Και το τσίπουρο;» ρώτησε ο μικρός Χρήστος με απορία.
— «Το τσίπουρο θέλει κι αυτό τον καιρό του, μα πιο πολύ θέλει παρέα και υπομονή. Χωρίς αυτά, δεν γίνεται.»

Τα τελάρα άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Η αυλή μύριζε γλυκά, σχεδόν μεθυστικά. Ο μούστος έτρεχε αργά, σαν να κουβαλούσε μέσα του τη μνήμη των γενεών που πέρασαν, των ανθρώπων που έσκυψαν στο ίδιο χώμα, φρόντισαν τα ίδια κλήματα, πάτησαν τα ίδια σταφύλια.

Το μεσημέρι βρήκε την παρέα γύρω από το τραπέζι. Ψωμί, τυρί, ντομάτες, κρεατικά και ένα μπουκάλι περσινό κρασί στάθηκαν αρκετά για να ολοκληρώσουν τη γιορτή. Κάθε γουλιά ήταν σαν ευχαριστία προς τη γη, σαν ευλογία που ανανεωνόταν κάθε χρόνο.

Η κουβέντα πήρε πιο στοχαστικό τόνο.
— «Ξέρεις, Αντώνη», είπε ο πατέρας του κοιτώντας τα αμπέλια στο βάθος, «ο τρύγος είναι σαν τη ζωή. Κοπιάζεις, περιμένεις, ανησυχείς. Κι ύστερα, μια μέρα, γεμίζεις τα τελάρα με τον καρπό σου. Ό,τι φρόντισες, ό,τι σεβάστηκες, το γεύεσαι.»
— «Κι αν δεν πρόλαβες;» αντέτεινε ο Αντώνης.
— «Τότε, το συνεχίζουν οι άλλοι. Τα παιδιά, τα εγγόνια. Αυτό είναι το νόημα. Δεν είναι μόνο να πιείς το κρασί σου, αλλά να μάθεις στους επόμενους πώς να το φτιάχνουν.»

Τα παιδιά άκουγαν χωρίς να μιλούν. Ίσως δεν καταλάβαιναν ακόμη τα λόγια, μα η εικόνα χαράχτηκε μέσα τους: οι μεγάλοι να μιλούν με σεβασμό για τη γη και τον χρόνο, για τον μόχθο και την ανταμοιβή.

Το απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Κόζιακα, τα πάντα είχαν πια τελειώσει. Τα αμπέλια είχαν γυμνωθεί, τα τελάρα είχαν αδειάσει, κι ο μούστος ξεκουραζόταν στα βαρέλια, έτοιμος να ξεκινήσει το μεγάλο του ταξίδι προς το κρασί και το τσίπουρο. Η αυλή ήταν γεμάτη υπολείμματα σταφυλιών και το χώμα κολλούσε κάτω από τα παπούτσια, μα όλοι ένιωθαν πλήρεις.

Πριν χωρίσουν, ο Αντώνης στάθηκε μια στιγμή σιωπηλός. Κοίταξε τα χέρια του, γεμάτα σημάδια από το κλήμα, κι ύστερα σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
«Να μας αξιώσει ο Θεός και του χρόνου», είπε χαμηλόφωνα.
Ο Πέτρος του έσφιξε τον ώμο.
«Θα μας αξιώσει. Γιατί τέτοιες μέρες είναι που καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος: να δουλεύεις, να μοιράζεσαι και να γιορτάζεις.»

Η μέρα έκλεισε όπως άρχισε: με φως. Μόνο που τώρα ήταν το απαλό, χρυσαφένιο φως του δειλινού, που τύλιγε τον τόπο σε μια γλυκιά σιωπή. Κι εκεί, στο Βαλτινό, ο τρύγος είχε γραφτεί ξανά στην αέναη ιστορία της κοινότητας. Γιατί όσο υπάρχει τρύγος, θα υπάρχει και μνήμη. Και όσο υπάρχει μνήμη, η ζωή θα κυλά σαν μούστος που ώριμα γίνεται κρασί.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Ξεκινά η μεγάλη Εμποροπανήγυρη των Τρικάλων – Γιορτή του φθινοπώρου με παράδοση και ψυχαγωγία

 

Η πόλη των Τρικάλων φοράει τα γιορτινά της και υποδέχεται για ακόμη μία χρονιά την ετήσια Εμποροπανήγυρη, το γνωστό «Παζάρι», που αποτελεί το κορυφαίο φθινοπωρινό γεγονός για την περιοχή. Οι εκδηλώσεις ξεκινούν την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025 και θα διαρκέσουν έως και την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου, συγκεντρώνοντας επισκέπτες από όλη τη Θεσσαλία αλλά και κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Η Εμποροπανήγυρη των Τρικάλων δεν είναι μόνο μια εμπορική διοργάνωση, αλλά μια ζωντανή παράδοση που ανανεώνεται κάθε χρόνο, συνδυάζοντας το εμπόριο με τον πολιτισμό και τη διασκέδαση. Δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες αναμένεται να περιηγηθούν στους πάγκους των εμπόρων, να δοκιμάσουν τοπικά εδέσματα, να προμηθευτούν παραδοσιακά προϊόντα και να συμμετάσχουν σε ένα πλούσιο πρόγραμμα ψυχαγωγικών και πολιτιστικών δράσεων.

Η εμποροπανήγυρη αποτελεί έναν σημαντικό θεσμό για τον Δήμο Τρικκαίων, καθώς συνεισφέρει ουσιαστικά στην τοπική οικονομία, δίνοντας βήμα σε επαγγελματίες, παραγωγούς και καταστηματάρχες να προβάλουν τη δουλειά τους σε ένα πολυπληθές κοινό. Παράλληλα, λειτουργεί ως τόπος κοινωνικής συνάθροισης, όπου μικροί και μεγάλοι απολαμβάνουν στιγμές χαράς και ψυχαγωγίας σε ένα γιορτινό περιβάλλον.

Ιστορική διαδρομή

Το παζάρι των Τρικάλων έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο. Οι πρώτες αναφορές για τη λειτουργία του τοποθετούνται ήδη από την οθωμανική περίοδο, όταν τα Τρίκαλα αποτελούσαν κομβικό εμπορικό κέντρο της Θεσσαλίας. Με την πάροδο των αιώνων, η εμποροπανήγυρη εξελίχθηκε σε θεσμό που συνδύαζε το εμπόριο με τη γιορτή.

Η φετινή διοργάνωση αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι Τρικαλινοί και οι επισκέπτες της πόλης ετοιμάζονται να τιμήσουν έναν θεσμό που συνεχίζει να αντέχει στον χρόνο και να ανανεώνεται, κρατώντας ζωντανό το πνεύμα του παζαριού.

Με τα παραδοσιακά αρώματα, τις γεύσεις και τη ζωντάνια της, η Εμποροπανήγυρη των Τρικάλων συνεχίζει να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς για την πόλη και τους ανθρώπους της, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και διατηρώντας ζωντανό ένα μοναδικό κομμάτι της τοπικής παράδοσης.


Αγιασμός στα σχολεία του Βαλτινού – Μια νέα αρχή με ευχές και αισιοδοξία

 

Το πρωινό της Πέμπτης, 11 Σεπτεμβρίου 2025, το προαύλιο των σχολείων στο Βαλτινό γέμισε ξανά με παιδικές φωνές, χαμόγελα και την προσμονή μιας νέας αρχής. Μαθητές, δάσκαλοι και γονείς συγκεντρώθηκαν για τον καθιερωμένο αγιασμό, που τελέστηκε με ξεχωριστή κατάνυξη τόσο στο Δημοτικό και το Νηπιαγωγείο μαζί, όσο και στο Γυμνάσιο και το Λύκειο.

Ο εφημέριος του Βαλτινού, πατέρας Κωνσταντίνος Ζαχαράκης, ύψωσε τον σταυρό και ράντισε με τον αγιασμό τους μαθητές, ευλογώντας τη νέα σχολική χρονιά. Με λόγια πατρικής στοργής ευχήθηκε η χάρις του Θεού να σκεπάζει τα παιδιά, να τους χαρίζει φώτιση, δύναμη και πρόοδο, ώστε να βαδίσουν με ασφάλεια στον δρόμο της γνώσης.

Ο Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας, Βάιος Τσιγάρας, απηύθυνε εγκάρδιο χαιρετισμό, ευχόμενος στους μαθητές καλή και δημιουργική χρονιά, γεμάτη υγεία και επιτυχίες. Δεν παρέλειψε να απευθυνθεί και στους εκπαιδευτικούς, αναγνωρίζοντας τον σπουδαίο ρόλο τους στη μόρφωση της νέας γενιάς και ευχόμενος να έχουν δύναμη και έμπνευση στο έργο τους.

Η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή· κάτω από τον καθαρό ουρανό, οι μαθητές στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, έτοιμοι να μοιραστούν τις χαρές και τις δυσκολίες της νέας χρονιάς. Το πρώτο κουδούνι ακούστηκε σαν υπόσχεση για καινούργια ξεκινήματα, γεμάτα όνειρα και ελπίδες.

Έτσι, το Βαλτινό υποδέχτηκε μια ακόμα σχολική χρονιά, με την ευχή η γνώση να ανθίσει σαν φως στις καρδιές των παιδιών και να οδηγήσει κάθε βήμα τους σε πρόοδο και δημιουργία.


Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Το προηγούμενο Σάββατο, το πρωί, η Αθήνα με περίμενε με το φως της.

 


Με την κόρη μου κατεβήκαμε στο κέντρο για μια ιδιαίτερη στιγμή: την πρόβα νυφικού της φίλης της, μαζί με τη μητέρα της – φίλη κι αγαπημένη συνοδοιπόρο και δική μου. Μετά την πρόβα, καθίσαμε στο Κολωνάκι για καφέ· μια γειτονιά που συνδυάζει αέρα κοσμοπολίτικο με την αθώα χαρά της βόλτας. Κόσμος όμορφος, τουρίστες, κίνηση, ζωντάνια· ένα μωσαϊκό εικόνων που σου θυμίζει ότι αυτή η πόλη δεν κοιμάται ποτέ.

Ύστερα, ξεκινήσαμε έναν περίπατο, μάνα και κόρη, σαν μυστική τελετή μοιράσματος. Μου έδειξε τον χώρο εργασίας της, κι από εκεί πήραμε τους δρόμους: φτάσαμε στη Βουλή, θαυμάσαμε τα Πανεπιστήμια, περπατήσαμε στην Ερμού, μπήκαμε στο Πολεμικό Μουσείο, περάσαμε από τον Βασιλικό Κήπο. Και κάθε βήμα ήταν μια ανακάλυψη, σαν να ξαναέβλεπα την πόλη για πρώτη φορά, με μάτια παιδικά.

Η Αθήνα δεν είναι απλώς μια πρωτεύουσα. Είναι η ψυχή της Ελλάδας. Κάθε της πέτρα κουβαλά ιστορία, κάθε σοκάκι ψιθυρίζει παραδόσεις, κάθε ηλιοβασίλεμα βάφει τον ορίζοντα με την αιώνια υπόσχεση της ομορφιάς. Η Ακρόπολη στέκει σαν φρουρός του χρόνου, η Πλάκα ανασαίνει σαν παλιό τραγούδι, τα βουνά γύρω γύρω μοιάζουν να την αγκαλιάζουν προστατευτικά. Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλος τόπος σαν κι αυτόν. Ο ήλιος που χρυσίζει τα πάντα, η θάλασσα που καθρεφτίζει τον ουρανό, οι άνθρωποι που χαμογελούν και κρατούν ζωντανή τη χαρά της ζωής και την παράδοσή μας.

Στον περίπατο αυτόν, ένιωσα πως περπάτησα τον πιο όμορφο δρόμο της ζωής μου. Έναν δρόμο που ήταν μισός διαδρομή στην πόλη και μισός διαδρομή στην ψυχή μου. Και για αυτό ευχαριστώ την κόρη μου, την Κατερίνα, που μου χάρισε μια μέρα γεμάτη φως, συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

ΑΤΡΑΠΟΣ

 

Όλοι οι δρόμοι με φωνάζουν: έλα από εδώ για να ξεφύγεις! Πάω κι ας ξέρω καλά μέσα μου ότι δεν πρόκειται να ξεφύγω ποτέ. Όμως κάποτε κάποιες ματαιοπονίες μάς ενθαρρύνουν με τον τρόπο τους και μας γαληνεύουν με την ελπίδα τους, έστω και πρόσκαιρα. Λοιπόν, πάμε. 

Του Ηλία Κεφάλα


Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Σαν σήμερα, πριν από 24 χρόνια: Τα εγκαίνια του Δημαρχείου Καλλιδένδρου

 

Σαν σήμερα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2001, πραγματοποιήθηκαν τα επίσημα εγκαίνια του Δημαρχείου του πρώην Δήμου Καλλιδένδρου, ενός κτιρίου που έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς για την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνική ζωή της περιοχής.

Το Δημαρχείο δεσπόζει στο κέντρο του Βαλτινού, με την αρχιτεκτονική του παρουσία να αναδεικνύει τον δημόσιο χώρο, προσδίδοντας κύρος και αισθητική αρμονία. Κατασκευάστηκε το 2001, προκειμένου να στεγάσει τις υπηρεσίες του τότε Δήμου Καλλιδένδρου και να εξυπηρετήσει τις διοικητικές και λειτουργικές ανάγκες της ευρύτερης περιοχής.

Σήμερα, 24 χρόνια μετά, το κτίριο συνεχίζει να υπηρετεί τον δημόσιο σκοπό, στεγάζοντας τις υπηρεσίες της Εδαφικής Περιφέρειας Καλλιδένδρου του Δήμου Τρικκαίων. Παραμένει ζωντανό κύτταρο της τοπικής αυτοδιοίκησης και σύμβολο ανάπτυξης, λειτουργικότητας και σεβασμού προς την κοινότητα.

Στο βίντεο που ακολουθεί, προβάλλεται η ομιλία του τότε Δημάρχου Καλλιδένδρου, Δημήτρη Τσιγάρα, στην τελετή των εγκαινίων – μια ιστορική στιγμή για τον τόπο και τη συλλογική του μνήμη.



Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2025

«Η επιστροφή του γαϊδουράκου»

 

Στο χωριό Πρόδρομος, μια απλή στιγμή γίνεται θαύμα:
ο Παναγιώτης Μπαντόλιας στέκει, με βλέμμα απορίας, μπροστά σε έναν γαϊδουράκο.
Και τούτη η εικόνα, σπάνια σαν δροσοσταλίδα στον καύσωνα,
φέρνει μαζί της μνήμες που νόμιζες πως χάθηκαν.

Κάποτε, τα χωριά μας αντηχούσαν από το χλιμίντρισμα,
από τα σταθερά βήματα εκείνων των ταπεινών συντρόφων.
Μετέφεραν ξύλα, νερό, καλαμπόκι∙
κουβαλούσαν στις πλάτες τους το βάρος της ζωής και της υπομονής.
Μα από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα
η σιωπή τους σκέπασε τις αυλές,
και οι άνθρωποι τους ξέχασαν,
όπως ξεχνούν το ίδιο τους το παρελθόν.

Κι όμως, να, σήμερα ξανάρχεται μπροστά μας,
σαν φάντασμα τρυφερό, όχι για να μας φοβίσει,
μα για να μας θυμίσει.
Πως ο κόσμος που χάθηκε δεν είναι ποτέ τελείως χαμένος·
ζει μέσα σε εικόνες σαν κι αυτή,
στιγμές που ανοίγουν ρωγμές στον χρόνο.

Ο γάιδαρος στέκει πλάι στον άνθρωπο,
και το βλέμμα τους συναντιέται
εκεί που η νοσταλγία γίνεται στοχασμός:
Τι απομείναμε χωρίς ταπεινά πλάσματα σαν κι αυτό;
Πόσο φτωχά έγιναν τα χωριά χωρίς τη φυσική τους ανάσα;

Η εικόνα δεν είναι απλώς μια σπάνια συνάντηση.
Είναι μάθημα σιωπηλό,
μια πρόσκληση να ξαναβρούμε την αρμονία,
να ξαναγίνουμε άνθρωποι που βαδίζουν μαζί με τα ζώα τους,
κι όχι άνθρωποι που τα προσπερνούν βιαστικά μες στη λήθη.

Και τότε, στον ίσκιο του πλάτανου,
η σπανιότητα της στιγμής γίνεται ποίηση·
ένας γάιδαρος κι ένας άνθρωπος
στέκουν δίπλα δίπλα,
και όλο το χωριό ξαναβρίσκει για μια στιγμή
τον χαμένο του χρόνο.


Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

«Το τραγούδι του φθινοπώρου» (Της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Ήταν φθινόπωρο όταν γύρισα στο χωριό, μετά από χρόνια. Το λάτρευα πάντα αυτή την εποχή, με ξεκούραζε από την κάψα του καλοκαιριού και με τύλιγε με μια θαλπωρή που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Τα φύλλα άλλαζαν χρώματα και έπεφταν, τα δέντρα γέμιζαν κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, σαν πίνακας ζωγραφικής που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.

Περπατούσα στα σοκάκια με το ψιλόβροχο να με ακουμπάει στο πρόσωπο, τόσο απαλά, που έμοιαζε με χάδι. Ένιωθα τις σταγόνες σαν μικρά δάκρυα χαράς να κυλούν στα μάγουλά μου, και άκουγα τον ήχο της βροχής, εκείνο το τραγούδι που δεν έχει λόγια, μόνο μια μουσική που σου μιλάει κατευθείαν στην ψυχή. Οι στάλες έπεφταν στις λακκούβες και έκαναν μικρούς κύκλους, σαν χορευτές που ανοίγουν τα χέρια τους και στροβιλίζονται, μέχρι να χαθούν.

Ανέβαινα τον ανήφορο προς τον παλιό μας αχυρώνα, τότε που μικρό παιδί έτρεχα να προλάβω να κρυφτώ πριν δυναμώσει η μπόρα. Ο ήχος της βροχής πάνω στον τσίγκο ακουγόταν τότε σαν ολόκληρη ορχήστρα, άλλοτε με ήχους δυνατούς, να σείεται ο κόσμος, κι άλλοτε με ήχους απαλούς, σαν νανούρισμα. Μου άρεσε να στέκομαι εκεί, να μυρίζω το βρεγμένο χώμα που ανάσαινε, το ξύλο που είχε σπάσει ο πατέρας για τη σόμπα, να ακούω το τραγούδι της βροχής, να νιώθω τον άνεμο που φυσούσε κι έφερνε μυρωδιές από φύλλα, χώμα, καμένο ξύλο από τις καμινάδες.

Κοιτούσα ψηλά τα σύννεφα που έτρεχαν σαν να είχαν ραντεβού. Πότε έμοιαζαν με άλογο, πότε με αρκούδα, πότε με πρόσωπα που χαμογελούσαν ή με κοιτούσαν λυπημένα. Ξεχνούσα τον χρόνο εκείνες τις στιγμές. Ξεχνούσα τον εαυτό μου και γινόμουν ξανά παιδί, όπως τότε που με τις φίλες μου ξαπλώναμε πάνω στα πεσμένα φύλλα και γελούσαμε μέχρι να πονέσουν τα στομάχια μας. «Πώς σου αρέσει να ξαπλώνεις εκεί;» με ρωτούσαν. Μα εγώ ήξερα. Ήταν η μυρωδιά από τα φύλλα, το απαλό τους άγγιγμα, το κρατς που έκαναν όταν τα πατούσα, ο ήχος της φύσης που τραγουδούσε το φθινόπωρο.

Περπατούσα στο μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι. Οι λεύκες είχαν αρχίσει να χάνουν τα φύλλα τους, που έπεφταν στο χώμα και έφτιαχναν ένα πολύχρωμο χαλί. Πατούσα πάνω τους, και το κρατς που άκουγα ήταν σαν το μυστικό τραγούδι του φθινοπώρου, εκείνο που σου θυμίζει πως ακόμα κι όταν κάτι φεύγει, αφήνει πίσω του ομορφιά. Έπαιρνα μια χούφτα φύλλα και τα πετούσα ψηλά, να τα δω να πέφτουν σαν μικρά φτερά. Ο άνεμος τα σήκωνε ξανά, τα χόρευε για λίγο πριν τα αφήσει απαλά στο χώμα.

Θυμήθηκα τον πατέρα που έσκιζε τα ξύλα έξω στην αυλή, το άρωμα του φρέσκου ξύλου που ανακατευόταν με τον αέρα, την καπνίλα από τα καζάνια που άναβαν στα σπίτια για το τσίπουρο. Το χωριό άχνιζε και γέμιζε μυρωδιές που έκαναν την καρδιά να ησυχάζει. Όλα ήταν πιο αληθινά τότε. Τα απλά πράγματα, οι ήχοι της βροχής, το ψιλόβροχο στο πρόσωπο, τα σύννεφα που έτρεχαν, το κρατς των φύλλων, όλα αυτά που στην πόλη δεν προσέχεις.

Κάθισα κάτω από μια καρυδιά που είχε κι αυτή αρχίσει να γδύνεται. Άπλωσα το χέρι μου και μάζεψα λίγα φύλλα, τα κοίταξα, τα μύρισα. Ήταν σαν να κρατούσα τον παλιό μου εαυτό, σαν να αγκάλιαζα όλα εκείνα που με έκαναν να χαμογελώ χωρίς λόγο. Μια σταγόνα έπεσε στο μάγουλό μου, δεν ήξερα αν ήταν βροχή ή δάκρυ. Ίσως και τα δύο.

Το φθινόπωρο με δίδαξε πως κάθε εποχή έχει το τραγούδι της. Το καλοκαίρι είναι το γέλιο, ο χειμώνας είναι η γαλήνη, η άνοιξη είναι η υπόσχεση. Μα το φθινόπωρο είναι το τραγούδι της ψυχής. Είναι το κρατς των φύλλων, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, το ασημένιο τραγούδι της βροχής στον τσίγκο. Είναι η εποχή που η φύση μιλάει πιο καθαρά, αν σταθείς να την ακούσεις. Αν αφήσεις τον εαυτό σου να περπατήσει στο ψιλόβροχο, να κοιτάξει τα σύννεφα, να μυρίσει το χώμα, να νιώσει ξανά παιδί, θα το καταλάβεις κι εσύ.

Κι όταν ακούς το φθινόπωρο να τραγουδάει, καταλαβαίνεις πόσο όμορφη είναι η ζωή, ακόμα κι όταν όλα γύρω αλλάζουν χρώματα και πέφτουν στο χώμα.

επικοινωνιστε μαζι μας