Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΡΟ




Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα (Ρ) και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:



ραγάζι  του  ουδ. ουσ.  φυτό άγριο υδρόφιλο που ευδοκιμεί σε βαλτώδη μέρη· τα φύλα του είναι μακριά και σχοινώδη, γι’ αυτό και κατασκεύαζαν ψάθες και ψάθινα αντικείμενα μ’ αυτά
ραγκστές  οι θηλ. ουσ.  και ραντστές· είδος φαγητού που  παρασκευάζεται από μικρούς σβώλους ζυμαριού, τους οποίους βράζουν όπως τις χυλοπίτες· τρώγεται με το κουτάλι ως σούπα· δεν είναι ιδιαίτερα νόστιμο, γι’ αυτό παλιά θεωρούνταν φτωχοφάι· συνηθίζονταν ως φαΐ λεχώνας ή ως σούπα τους χειμερινούς μήνες
ράκλα  η θηλ. ουσ.  η ράχλα· μούχλα, αράχνιασμα και ως επίρρ. ανάκατα, άτακτα: ανοικουκύριυτη γναίκα, ούλα ράκλα τά ’χει  στου σπίτι τς (ανάκατα και βρώμικα)
ράνου  ρ. μεταβ. αόρ. έρανα· ραίνω, ραντίζω, βρέχω: στη φράση θα σι κάνου, θα σι ράνου ( θα σε διορθώσω, θα σου τις βρέξω)
ρασεύου  ρ. λέγεται για ψάρια που βρίσκονται σε ράση (βλ. λ.)
ράση  η θηλ. ουσ.  η περίοδος αναπαραγωγής των ψαριών: έπχιασα πουλλά ψάργια μι του λιχτάρι, γιατί τ ’απέτχα (τα πέτυχα) απάν’ στη ράση
ραχατεύου  ρ. αμετάβ. (σπάν. μεταβ.) αόρ. ραχάτιψα· τεμπελιάζω, χουζουρεύω: μεαρέσει  να ξαπλώνου κι να ραχατεύου κουντά στου τζάκι  – άι, τι καλά! μι ραχάτιψι του κρασάκι  που ήπχα
ρέμπιλους   επίθ. η ρέμπιλους η ρέμπιλην του ρέμπιλου· άτακτος, αχαΐρευτος, τεμπέλης, ασυμμάζευτος
ρέντζα  η θηλ. ουσ. το στομάχι της κότας και των πουλιών γενικότερα
ρεύση  η θηλ. ουσ. η ονείρωξη· η εκσπερμάτιση του άντρα κατά την ώρα του ύπνου, που συνδέεται με ερωτικά όνειρα
ριβάνι  του ουδ. ουσ. και αριβάνι· γρήγορο περπάτημα αλόγου (κατ’ επέκταση και ανθρώπου): πουλύ γλήγουρους τς δλειές τ’, τρέχει  παντού ριβάνι
ριβανί  του  ουδ. ουσ.  το ραβανί, γλύκισμα ταψιού
ριβανίλα  επίρρ. βλ. λ. ριβάνι
ριβένι  του ουδ. ουσ.  χωράφι με αδύνατο χώμα σε πλαγιές λόφων και βουνών, κατάλληλο για αμπέλια
ριζά  τα ουδ. ουσ. χωράφια σε πρόποδες βουνού ή σε πλαγιές
ριζάρι  του ουδ. ουσ. και αρζάρι· φυτό του οποίου οι ρίζες αποτελούσαν πρώτη ύλη για βαφή μάλλινων νημάτων· το χρώμα του το λέγανε ριζαρί

ρίμμα  του ουδ. ουσ. το νήμα ή η κλωστή που «ρίχνεις» στη βελόνα του πλεχτού ή στο βελονάκι του κεντήματος: ρίξι κανα δγυο ρίμματα ακόμα στην πλάτη απ’ τη ζακέτα κι ύστρα κοβς την αμασκάλη (στην πλάτη του πλεχτού της ζακέτας)
ριμπέτ’ ασκέρι  όχλος, παρέα ρεμπέτιδων, αληταρία
ριμπέτς  η αρσ. ουσ. ο ρεμπέτης· άσωτος, αλήτης, μόρτης
ριμπιλιό  του ουδ. ουσ. το ρεμπελιό· τεμπελιά, ραχατλίκι
ριμπισκές  η αρσ. ουσ.  ο ρεμπεσκιές· τεμπέλης, άσωτος, ανεπρόκοπος
ριντζέλια  τα ουδ. ουσ. γλυκό του κουταλιού· γίνεται με κολοκύθι, ασβέστη και πετιμέζι (βρασμένο μούστο σταφυλιών)
ριούλι  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα ριούλια· χάρη, μέριμνα, φροντίδα: καλά είνι τα κούτσικα, αλλά θέλουν να τα καντς ούλα τα ριούλια τς – τι ριούλια θέλουν ούλα αυτά ώσπου να μιγαλώσουν! (π.χ. όλα τα κατοικίδια πτηνά και ζώα) 
ριτσίνα  η θηλ. ουσ.  η ρετσίνα 1) είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος (από το όνομα του εργοστασιάρχη Ρετσίνα): ριτσινίσιου κάμψου, ριτσινίσιου παντιλόνι  2) είδος κρασιού λευκού που περιέχει ρετσίνι (ρητίνη)
ρίχου  ρ. μεταβ. (ριχς  ρίχει), αόρ. έριξα· ρίχνω
ρόβι  του ουδ. ουσ. και θηλ. η ρόβη· ψυχανθές φυτό που καλλιεργείται ως ζωοτροφή· τρώγονται και ο κορμός του (ως σανός) και οι καρποί του· ρόβι λέγεται και το χοντροαλεσμένο καλαμπόκι
ρόγα  η θηλ. ουσ.  μισθός, πληρωμή σε τσομπάνο, κυρίως, ή σε όποιον δουλευτή· συνήθως η πληρωμή αυτή γινόταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι) και σε εξαμηνιαία βάση (από 23 Απριλίου, τ’ Αϊ Γιωργιού, ως τις 26 Οκτωβρίου, τ’ Αϊ Δημητριού)
ρόγγια  τα θηλ. ουσ.  δασώδης ή θαμνώδης έκταση, η οποία ρογγίστηκε, δηλ. εκχερσώθηκε, και έγινε κατάλληλη για καλλιέργεια ή βοσκή
ρόζους  η αρσ. ουσ.  πληθ. οι ρόζοι  και τα ρόζια· ο ρόζος 1) εξογκώματα σε κλαδιά ή κορμούς δέντρων και θάμνων: αν σ’ αρχίσου μι κανένα κρανίσιου ματσούκι, που να έχει  κι ρόζια, θα ιδείς!  2) προεξοχές στο δέρμα της παλάμης ή του πέλματος του ποδιού: έχου κάτι  ρόζια στα πουδάργια μ’, μι πέθαναν
ρόιδου  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα ρόιδα  1) το ρόδι, ο καρπός της ροδιάς  2) μεταφ. στη φράση  μμ, ρόιδου τό’ κανις (δεν τα κατάφερες καλά)
ρόκα  η θηλ. ουσ. 1) λεπτό ραβδί, συνήθως σε σχήμα Ψ  πάνω στο οποίο  έδεναν την τλούπα για να γνέσουν το μαλλί της: έγνισα πέντι ρόκις μαλλί σήμιρα (πέντε τουλούπες) – το κέντημά’ νι γλέντισμα κι η ρόκα ’νι σιργιάνι κι του τσικρίκι κι η αργαλειός είνι σκλαβιά μιγάλη  2) ο καρπός του καλαμποκιού, ο αραποσιτόκωνος: έχουμι ρόκις να ξιφλουδίσουμι απόψι – έχουμι ρόκις βραστές, ελάτι απόψι να φάμι  3) λέγονταν και στην περίπτωση που κάποιος είχε ίσιο το πόδι ή το χέρι από πόνο ή από ράγισμα: πιρπατούσι μι ρόκα του πουδάρι
ρούγα  η θηλ. ουσ.  η αυλή του σπιτιού· στα παλιά τα σπίτια ήταν ξέφραγη και χωμάτινη (σπάνια είχε χορτάρια, «γκαζόν»)· έτσι το χειμώνα λάσπωνε και το καλοκαίρι γέμιζε κουρνιαχτό, γι’ αυτό την κατάβρεχαν πρώτα και μετά τη φουκαλούσαν (βλ. λ. φουκαλάω): νοικουριμένου σπίτι· ασβιστουμένου, παλαμισμένου, μι τη ρούγα καταβριγμένη κι φουκαλτζμένη     
ρουγγίζου  ρ. μεταβ. αόρ. ρόγξα· εκχερσώνω δασώδη ή θαμνώδη έκταση για να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια ή για βοσκή
ρουγκάτσια  τα ουδ. ουσ.  και  ρουγκατζιάργια  βλ. λ. λουγκατζάργια
ρουγκάτσικου  του ουδ. ουσ.  λέγεται για αρσ. ζώο (κυρίως ταύρο), το οποίο μουνούχισαν ή τσιουκάνισαν (βλ. λ. τσιουκανάω), για να το κάνουν στείρο, ανίκανο για αναπαραγωγή
ρουδάνι  του  ουδ. ουσ.  το ροδάνι· στη φράση ρουδάνι  η γλώσσα τ’ (μιλάει ασταμάτητα και γρήγορα όπως δουλεύει το ροδάνι = εξάρτημα της ανέμης)
ρουεάζου  ρ. μεταβ. αόρ. ρόεασα· ρουεάζουμι  ρουεάσκα  ρουεασμένους· παίρνω κάποιον στη δουλειά μου (ιδίως τσομπάνο) με ρόγα  (βλ. λ.): μόλις μιγαλών  λιγάκι τα πιδγιά τ’, τα ρουεάζει τα καημένα, τόση φτώχεια έχει (τα στέλνει σε δουλειές με ρώγα) – αχ, που πήγα κι ρουεάστηκα και καπαργιάστηκα …(από δημοτ. χορευτ. τραγ.)
ρουκανάω   ρ. μεταβ. αόρ. ρουκάντσα·  ρουκανιώμι  ρουκανίσκα 1)  ροκανίζω· δουλεύω το ξύλο με το ροκάνι 2) μεταφ. τρώω κάτι σκληρό σιγά σιγά,  κριτσανώντας το (παξιμάδι, φρυγανιά, στραγάλια) 3) καταξοδεύω (χρήματα ή περιουσία, πουλώντας την): του ροκάντσι κιόλα του μηνιάτικου τ’ – τα ρουκάντσι ούλα τα χουράφχια τ’
ρουκόφλα  τα ουδ. ουσ.  φύλλα από τη ρόκα του καλαμποκιού· τα χρησιμοποιούσαν ως ταγή στα βοοειδή και για γέμισμα των προσκέφαλων και των στρωμάτων
ρούντου  του ουδ. ουσ.  λέγονταν το πρόβατο που είχε λεπτό μαλλί, το οποίο ήταν καλύτερης ποιότητας
ρουπώνου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. ρούπουσα·  1) γεμίζω κάτι ως απάνω: του ρουπώντς εύκολα αυτό, πού να ρουπώσει αυτό! (για χώρο ή αντικείμενο χωρητικότητας)  2) χορταίνω, «σκάζω» από φαϊ : τρώει  τρώει , αλλά πού να ρουπώσει  μι τέτχοιου στουμάχι! – έβριξι πουλύ κι ρούπουσι  η γης
ρούσους   επίθ. η ρούσους η ρούσα του ρούσου  1) άνθρωπος με ξανθά μαλλιά και ροδαλό πρόσωπο, μπέλους (βλ. λ.): ήταν όμουρφην η νύφη, ψλεά, ρούσα κι γαλανουμάτα  2) λέγεται και για ζώα (βόδια ιδίως): η Ρούσους (ταύρος) – η Ρούσα (γιλάδα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας