Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

«Ο Δεκαπενταύγουστος» Σα να ΄ταν χθες!

Αφιέρωμα στο Πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου


Η γιορτή της κοίμησης της Παναγίας που γιορτάζεται στις 15 Αυγούστου λέγεται «Πάσχα του Καλοκαιριού». Η μέρα αυτή αποτελεί το αποκορύφωμα των καλοκαιρινών γιορταστικών εκδηλώσεων και περίπου το τέλος τους. Γιορτάζεται μεγαλόπρεπα σε όλη την Ελλάδα.




Ολόκληρο το χρόνο ή τουλάχιστον από τα μισά του χρόνου, από το Πάσχα και πέρα, όλο το χωριό περίμενε το πανηγύρι. Ιδιαίτερα ανυπόμονα το περίμεναν οι νέοι και οι νέες. Τα κορίτσια της παντριάς όσο πλησίαζε το πανηγύρι συζητούσαν τι φουστάνι θα φτιάξουν, τι χτένισμα, τι παπούτσια θα φορέσουν...




Από τη Δευτέρα της προηγούμενης βδομάδας εξαγγελλόταν και γνωστοποιούνταν το πανηγύρι με ειδικούς ντελάληδες στα Τρίκαλα στο παζάρι: «Ακούστε! ακούστε! στις 15 Αυγούστου την Παρασκευή θα γίνει μεγάλο πανηγύρι στο Βαλτινό στην Παναγία.


Κοπιάστε όλοι, σας περιμένουμε». Και έτσι άρχιζαν τα ψώνια. Κρέατα, ζυμαρικά, πατάτες, γλυκίσματα, ποτά. Απαραίτητο γλύκισμα το λουκούμι. Απαραίτητο ποτό η μέντα. Ήταν ένα ποτό ηδύποτο ποτό με ωραίο βαθυπράσινο κοραλλί χρώμα και καλή όσφρηση και γεύση.




Στο σπίτι άλλες προετοιμασίες, ασβέστωμα, παλάμισμα, και πολλά άλλα τοιμαρέματα. Να τοιμαρέψουν οι γυναίκες τον καλό τον οντά και να τα τακτοποιήσουν όλα: μπάντα, γυροκρέββατο, μπουχαροποδιά, τραπεζομάντηλο δαμάσκο, φρουτιέρα, μπουκέτο και άλλα τέτοια. Να σκουπιστεί δασιά - δασιά η ρούγα και να καταβρεχτεί για να κατακάτσει ο κουρνιαχτός.




Στην εκκλησία στην Παναγία συγκεντρωνόταν όλο το χωριό, ενώ πάρα πολύς κόσμος ερχόταν απ΄ όλα τα διπλανά και ξένα χωριά. Παπαρατζιώτες, Τσιαριώτες, Μελιγιώτες και Τυρνιώτες, Ματσουκιώτες και πολλοί Βαλομαντρίσιοι, το μισό το Βαλομάντρι, γέμιζαν την Παναγία.


Όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην Παναγία γέμιζαν από «παγκυριώτες» : πεζοί κυρίως αλλά και με κάρα, με γαϊδουράκια, έφιπποι, με τρακτέρ. Κανένα αυτοκίνητο. Ο κύριος δρόμος σήκωνε αντάρα από κουρνιαχτό. Αλλά με ένα τίναγμα πριν μπουν στην εκκλησία γίνονταν καινούργια πάλι τα ρούχα.




Στην εκκλησία δημιουργούνταν το αδιαχώρητο. Στρίμωγμα, σπρώξιμο, ιδρώτας, ζέστη, λιποθυμική η κατάσταση. Η μυρουδιά των λαμπάδων, των κεριών του καμένου λαδιού από τις καντήλες, του άρτου, του πρόβειου κρέατος που βραζόταν έξω, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα γιορταστική και μοναδική.




Στο χώρο της εκκλησίας μετά την απόλυση ο κάθε νοικοκύρης έψαχνε να βρει κανέναν δικό του, κανέναν συγγενή του από άλλα χωριά. Με μεγάλη χαρά τον έπαιρνε στο σπίτι να τον φιλέψει. Αν ο ξένος ήταν κοινός συγγενής δυο νοικοκυραίων, τον τραβούσε ο ένας από δω κι ο άλλος από κει.


Τόσο αναπτυγμένη ήταν η συγγένεια τότε και τόσο ειλικρινές το αίσθημα φιλοξενίας, καμιά υποκρισία. Σήμερα στον ίδιο χώρο της εκκλησίας τον ξένο συγγενή σου κάνεις πως δεν τον βλέπεις, δεν τον γνωρίζεις και προσπαθείς να τον αποφύγεις.




Έπαιρναν λοιπόν τους συγγενείς και φίλους και τους έφερναν στο σπίτι. Τους περνούσαν στον καλό τον οντά, όπου κάθονταν στον ξύλινο καναπέ, σε τέσσερις καρέκλες ψάθινες και σε ένα ψηλό ξύλινο κρεβάτι. Ο καναπές ήταν τοποθετημένος πάντοτε κάτω από μια όμορφη μπάντα, υφασμένη στον αργαλειό. Το κρεβάτι είχε ένα άσπρο πάνινο γυροκρέβατο, κεντητό ή κοφτό, και μεγάλα μάλλινα προσκέφαλα. Στη μέση ακριβώς του δωματίου και λίγο προς το τζάκι υπήρχε το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, φαρδύ και μακρόστενο, φτιαγμένο στο μαραγκό. Ήταν στρωμένο με τραπεζομάντηλο δαμάσκηνο και πάνω είχε μια κρυστάλλινη φρουτιέρα με ψηλό και λεπτό λαιμό. Οι φρουτιέρες αυτές γύρισαν πάλι στη μόδα, αλλά δεν είναι τόσο ωραίες και κομψές όσο τότε.


Κερνούσαν λοιπόν το μουσαφίρη λουκούμι από τη φρουτιέρα ή γλυκό του κουταλιού, συνήθως καρπουζάτο. Σπάνια ήταν αγοραστά τα γλυκά. Του πρόσφεραν νερό από μια γυάλινη μπούκλα με πολύ ψηλό λαιμό. Το νερό πάει απαραίτητα με το λουκούμι. Ύστερα κερνούσαν τσίπουρο τους άντρες και μέντα τις γυναίκες.




Στη συνέχεια «κένωναν» το φαγητό. Πρώτα έβαζαν τη γιαούρτη, ένα πιάτο γιαούρτι στον καθένα, πηχτή, να την κόβεις με το μαχαίρι, ξεχώριζες μιά μιά τις κουταλιές στο πιάτο. Τα κύρια πιάτα ήταν δύο που τα σέρβιραν σχεδόν απαραίτητα σε κάθε σπίτι: κρέας με πατάτες το ένα, κρέας με μακαρόνια ή με ρύζι το άλλο. Πατάτες κομμένες κυδωνάτες με κόκκινη σάλτσα, ψημένες σε χαλκωματένιο ταβά ή σε χαλκωματένιο ταψί στη γάστρα. Τα μακαρόνια ήταν χοντρά Νο 6 σπασμένα «στα τρία», κόκκινα κι αυτά απ’ τη σάλτσα. Τά ‘παιρνες στο πηρούνι κι έσταζαν πεντανόστιμο ζουμί. Μακαρόνια καθαρά σταρένια, από ντεβέτα.


Και το κρέας μεγάλες μερίδες πρόβειο κρέας, ντόπιο, από το κοπάδι του ο καθένας ή αγορασμένο. Αγόραζαν ένα μήνα πριν μια παλιά προβατίνα από το παζάρι στα Τρίκαλα ή στην Πόρτα, ή από κοπάδι του χωριού κι αυτή «γινόταν» ως το πανηγύρι. Δε γίνονται τέτοια φαϊά σήμερα, όχι γιατί δεν υπάρχουν γάστρες ή καλές μαγείρισσες, αλλά γιατί δεν υπάρχουν εκείνες οι πατάτες, εκείνα τα μακαρόνια κι εκείνα τα κρέατα. Ούτε η ίδια όρεξη υπάρχει σήμερα ούτε ειλικρινής διάθεση για φιλοξενία, για γλέντι και ξεφάντωμα. Και «λιανώματα» βρασμένα με αλατοπίπερο ή καβουρδισμένα και ρηγανάτα.


Τυριά και πλούσια ντοματοσαλάτα με μπόλικο κρεμμύδι. Και ψωμιά φρεσκοψημένα: το είχε η μέρα σχεδόν να φτιάχνουν ψωμί μπουγάτσα ή κουλούρα (όπως του γάμου) ή ψωμί «σημιτένιο». Πολύ και καλό κρασί ντόπιο παλιότερα ή μπύρες αργότερα. Όλα αυτά τα φαγητά και τα ποτά ανακατωμένα έδιναν μια ξεχωριστή μυρουδιά που γέμιζε όλα τα σπίτια κι όλες τις ρούγες.




Γέλια ξεκαρδιστικά, ιστορίες μαραπάδες, μασλάτια, φωνές από μικρά παιδιά. Και μετά τραγούδι, πολύ τραγούδι που έβγαινε μόνο του απ’ την καρδιά, όχι ψεύτικο με το ζόρι, και με υποκρισία. Τραγούδια της τάβλας που τα τραγουδούσε ένας και τα επαναλάμβαναν οι άλλοι, μισοί από δω μισοί από κει, αντικριστά.




-«Σε τούτο σπίτι πού ‘μαστε, σε τούτ’ το νοικοκύρη, πέτρα να μην αραϊστεί…»
Το φαγοπότι και το γλεντοκόπι αυτό κρατούσεως το απόγευμα, ως την ώρα για το σεργιάνι. Τότε ετοιμάζονταν όλο το χωριό για το σεργιάνι, ενώ οι ξένοι έφευγαν.




-«Χρόνια πολλά, καλό βράδυ».
-«Χρόνια πολλά, στο καλό, ώρα καλή και του χρόνου με υγεία να ξαναρθείτε αν είμαστε καλά». Κι έφευγαν οι παγκυριώτες.




Το σεργιάνι ως το ’65 περίπου γίνονταν στο δάσος στην «Παναγία». Από τότε και δώθε γινόταν στο χωριό, στη «Γελαδαριά» και στα καφενεία του χωριού.




Στην Παναγία λοιπόν άρχιζε το γλέντι από το απογευματάκι. Τρικούβερτο γλέντι με δυο τρεις κομπανίες όργανα. Ένα ανακάτεμα ήχων και τραγουδιών που δημιουργούσαν μια συγχορδία με τις φωνές των παιδιών, τις σφυρίχτρες, τις λαλίτσες, τις φωνές των καραμελλάδων και των παγωτατζήδων:




-«Καραμέλλες βέργα! καραμέλλες ραντεβού!»
-«Χωνάκι παγωτό ή ΕΒΓΑ, κασάτο παγωτό! κρέμα, σοκολάτα στο ξυλάκι!»




Τρεις τέσσερις οι κομπανίες, τρεις τέσσερις και οι χοροί. Διπλοί χοροί, από μέσα οι άντρες απ’ έξω οι γυναίκες. Όλοι οι νέοι και οι νέες αραδιάζονταν στο χορό. Τα ανύπαντρα κορίτσια έμπαιναν στο χορό για να προξενευτούν. Να νυφοδιαλεχτούν από τους χωριανούς αλλά και από τους ξένους.


Ωραία κορίτσια με ωραία κλαρωτά φορέματα το βράδυ άλλα τη μέρα. Φορέματα που τα σκέπτονταν μήνες πριν, τι σχέδια και χρώματα θα είχαν και πως θα ράβονταν. Κορίτσια αφράτα, με άσπρα στρουμπουλά χέρια και πόδια, φυλαγμένα όλο το καλοκαίρι μη μαυρίσουν. Ήταν στη μόδα τότε το άσπρο χρώμα του δέρματος, δεν περνούσε τότε το σημερινό μαύρο – μπρούτζινο χρώμα του δέρματος. Παπούτσια και φορέματα, μπλούζες και φούστες, ζώνες και κοσμήματα και ματογυάλια ηλίου, όλα καινούργια και πρωτοφορεμένα.




Αλλά και τα αγόρια. Κι αυτά ήταν πολύ καλά ντυμένα: άσπρα πουκάμισα με μανίκια ανασκουμπωμένα μέχρι πάνω στο μπράτσο, παντελόνια με τσάκιση που να κόβει, ρολόι, παπούτσια «σκαρπίνια καρακάξα». Τα μαλλιά χτενισμένα όλα πίσω με «σκάλες» ή με «κοκοράκι» ή χτενισμένα σε «χωρίστρα», πάντοτε γυαλισμένα με «μπριγιόλι».


Κάθε τόσο τα φρόντιζαν με τσατσάρα και καθρεφτάκι που τα είχαν πάντοτε μαζί τους στο τσεπάκι του πουκαμίσου. Με όλα αυτά έκαναν την επίδειξή τους τα αγόρια. Όσα είχαν ποδήλατο, έκαναν καλύτερο κόρτε.

Από το Βιβλίο «ΤΟ ΒΑΛΤΙΝΟ» του Ευάγγελου Στάθη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας