Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

«Το χωραφάκι» Διήγημα της Λίλιας Τσούβα



Πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα και το χωραφάκι έσφυζε από ζωή. Μαζεύονταν εκεί παιδιά απ’ όλη τη «Μπάρα». Μια μεγάλη αλάνα από χώμα, στην ανατολική πλευρά της πόλης.
Δίπλα εκτείνονταν το Βαρούσι, η αρχοντογειτονιά των Τρικάλων. Έμποροι και βιοτέχνες είχαν χτίσει εκεί τα σπίτια τους, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το Ασκληπιείο, κοντά στο ποτάμι. Σπίτια παραδοσιακά, με σαχνισιά, αλλά και νεοκλασικά, αποτέλεσμα της οικονομικής άνθησης της περιοχής τον περασμένο αιώνα. Από ψηλά το ρολόι να μετρά ακούραστα την ιστορία της πόλης.
Όταν έπεφτε ο ήλιος, το χωραφάκι γέμιζε κόσμο. Περνούσαν από εκεί όλες οι ηλικίες. Τα γέλια κι οι φωνές έφταναν μέχρι ψηλά στο βυζαντινό κάστρο που όλοι το ονόμαζαν «φρούριο». Στα πόδια του κείτονταν ολόκληρη η πόλη.
Ο Ντούλας είχε το σπίτι του μπροστά στην αλάνα. Ένα διώροφο νεοκλασικό ψηλοτάβανο μεσιακό, με δωρική λιτότητα και ομορφιά.
Στο ισόγειο έμενε ο αδελφός του, ο Θανάσης.
Δεν είχε προβλήματα με τη συγκατοίκηση. Βλάχος με ροδαλά μάγουλα και περισσή καλοσύνη, παλιός μεγαλέμπορος αυτός και τα αδέλφια του είχαν όλοι τα σπίτια τους εκεί τριγύρω με θέα τον ανοιχτό χώρο του χωραφιού. Όλοι μια γειτονιά.
Στον Ασπροπόταμο, στα ορεινά της Πίνδου, σ’ ένα βλαχοχώρι με ιστορία κτηνοτροφίας και τυροκομικής από την εποχή των Τούρκων, δέσποζε το εξοχικό του. Βιενέζικες πορσελάνες και πλυσταριά. Βλάχικη περηφάνια κι αρχοντιά.
Εκεί ανέβαζε την οικογένεια κάθε Μάιο, να χαρεί τις καστανιές, το πεύκο και το έλατο. Δυο μέρες κρατούσε το ταξίδι με τα μουλάρια. Στο βουνό ξεκαλοκαίριαζαν. Θα επέστρεφαν στην πόλη τον Οκτώβριο, όταν άνοιγαν τα σχολεία.
Τα απογεύματα και τις Κυριακές έπαιρνε το δρόμο για το ναό της Αγίας Επισκέψεως. Χρόνια επίτροπος σ’ αυτή την τρίκλιτη βασιλική με τον τρούλο και την εννιάπλευρη κόγχη στο πλάι. Μια ευθεία δρόμος απ’ το σπίτι. Περνούσε τα στενά του Βαρουσιού και έφτανε στο κέντρο του. Ήταν η μητρόπολη της πόλης.
«Εκεί έγινε η ευχαριστήρια δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους, το 1881!», καυχιόταν ο Ντούλας και δε σταματούσε να παινεύει το ναό.

Λάτρης του κρασιού και του τσίπουρου, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο κρασοπουλειό με τη παρέα. Γύρναγε σχεδόν μεθυσμένος. Ε, να μην κεράσει την παρέα;
Ο άλλος του αδελφός, ο Βασίλης, κατοικούσε στην ανατολική πλευρά του χωραφιού. Δίπατο σπίτι. Ξεχείλιζε ο τόπος αρώματα από τις κληματαριές και τις γλάστρες με τις ορτανσίες.
Στα βαθιά του γεράματα υπέφερε από άνοια. Κάθε απόγευμα καθόταν ήρεμος στην ψάθινη καρέκλα της βεράντας του σπιτιού.
-Φωτιά, φωτιά! φώναζε κατά καιρούς.
Ποιος ξέρει τι αναλαμπές θα είχε o ανήμπορος νους στα τέλη του.
Τα παιδιά του γερο – Ντούλα, τέσσερα τον αριθμό, αλλά και των αδελφών του – όλες πολυμελείς οικογένειες – εκεί μεγάλωσαν, στο χωραφάκι. Εκεί έπαιξαν, εκεί ανδρώθηκαν, εκεί ερωτεύτηκαν.
Η Γεωργία, η μικρότερη κόρη του Ντούλα, ήταν καλλονή. Ντυμένη πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας, χανόταν για ώρες στης Ρηνούλας, της μοδίστρας. Εκεί καταστρώνονταν τα σχέδια, εκεί εξελίσσονταν οι νέες κολεξιόν της ραφτικής. Η βόλτα στην Ασκληπιού, τον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, έπρεπε να αφήσει εντυπώσεις…
Ήταν όλοι εκεί, γύρω από το χωραφάκι. Αδέλφια και νύφες, ανίψια και ξαδέλφια. Ο Γώγος, η Ελένη, ο Γιάννης, η Ζωζώ, ο Περικλής. Έρχονταν κι άλλοι, απ’ την ευρύτερη συνοικία της «Μπάρας». Για να αστειευτούν, να πειραχτούν, να γελάσουν. Αλλά και για να δουν τις κοπέλες, να γίνει το νυφοπάζαρο.
Ο Κώστας, ήταν ερωτευμένος με την ξαδέλφη της Γεωργίας, τη Μερόπη. Εκείνος έγραφε στίχους. Κάθε βράδυ γέμιζε από στιχάκια η γειτονιά.
Αργά το βράδυ η παρέα το ΄ριχνε στις καντάδες. Καλλίφωνοι οι περισσότεροι τραγουδούσαν πολυφωνικά. Ο ήχος της μελωδίας έφτανε μέχρι το ποτάμι σβήνοντας στα νερά του την κούραση της μέρας.
Ο Τσιτσάνης, από τον Ιούλιο του 1936, είχε στήσει τη μουσική του σκηνή στο μαγαζάκι του σιδηροδρομικού σταθμού, το «Θεσσαλικόν», με το Δημήτρη Περδικόπουλο. Το μπουζούκι του σκέπαζε τον ήχο του τρένου, ρουφούσε τους καημούς. Τραγούδι, κρασί, μεζές.
Ο γιος του Ντούλα, ο Γιάννης, δέχθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό την πρόταση του Βασίλη να συναντηθούν στο σταθμό. Του ζητούσε να γίνει γαμπρός του.
-Σε εκτιμώ πολύ, είπε.
-Έχω τρεις αδελφές να παντρέψω, Βασίλη, ήταν η απάντηση.
Έτσι η παρέα μεγάλωνε. Με χαρές και γέλια και μουσική.
Όμως τύμπανα πολέμου ήχησαν σε λίγο βροντερά. Ο κόσμος βουβάθηκε. Τα τραγούδια έσβησαν, τα παιδιά σκόρπισαν. Το χωραφάκι έμεινε άδειο.
Μετά τον πόλεμο τα παιδιά είχαν ενηλικιωθεί. Είχαν πλέον δικές τους οικογένειες.
Έτσι ο Γιάννης δεν παντρεύτηκε ποτέ την αδελφή του Βασίλη. Οι στίχοι του Κώστα δεν έφτασαν ποτέ στη Μερόπη. Επιτυχημένοι τυρέμποροι οι γονείς του, μετακινήθηκαν στην Αθήνα. Εξελίχθηκε σε διάσημο στιχουργό. Ο Τσιτσάνης μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. «Ουζερί ο Τσιτσάνης». Στη συνέχεια Αθήνα.
Το ρολόι του κάστρου στο μεταξύ γύρισε μισόν αιώνα μπροστά. Το χωραφάκι είναι σήμερα γεωδαιτημένη πλατεία. Στο υπόγειό του χάσκει ένα τεράστιος χώρος στάθμευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας