Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

«Τα καλοκαίρια στα ξηραντήρια της Φήκης και τα φθινόπωρα στα βαμβάκια»

 Της Ρούλας Σταυρέκα

Περάσαμε δύσκολα χρόνια, αλλά και όμορφα. Τότε που ήμασταν μικρά κορίτσια, δώδεκα χρονών, με τα μαλλιά δεμένα πίσω με μαντίλες για να μη κολλάει ο ιδρώτας και το χώμα, πηγαίναμε στα ξηραντήρια της Φήκης μόλις τελειώναμε το σχολείο. Ο Αύγουστος μύριζε καπνό και χώμα, και το πρωινό αγέρι, όταν βγαίναμε απ’ τα σπίτια, έφερνε μαζί του μια προσμονή για τις εξήντα δραχμές που θα παίρναμε στο τέλος της μέρας.

Περπατούσαμε δυο χιλιόμετρα, από το Βαλτινό μέχρι τη Φήκη, κάθε πρωί, πλάι στους δρόμους που μύριζαν ζεστή σκόνη και γινωμένα σύκα.

Όταν φτάναμε στις αποθήκες, ο ήλιος ανέβαινε πίσω απ’ τους τσίγκους. Μέσα, οι γυναίκες είχαν πιάσει θέση, σειρές σειρές, όρθιες, αρμαθιάζαμε τον καπνό, τύπου Virginia, που ήταν για τα τσιγάρα Παπαστράτος, με μεγάλα φύλλα που έρχονταν απ’ την Κοζάνη και τα χωριά των Τρικάλων. Εμείς τα κορίτσια αρμαθιάζαμε τον καπνό και τα αγόρια ξεφόρτωναν από τα φορτηγά τον καπνό και ανέβαζαν τις αρμαθιές ψηλά στα πατάρια, με τη σειρά στα ξηραντήρια. Τα δάχτυλα ήταν μαυρισμένα, και κολλούσαν από τα ρετσίνια. Μόνο για δύο ώρες το μεσημέρι σταματούσαμε. Ούτε νερό να πιούμε δεν προλαβαίναμε, μόνο κοιτούσαμε τις σταγόνες που έπεφταν από τις σκουριασμένες βρύσες και έσταζαν ζεστές, σαν τον ιδρώτα μας. Μοιραζόμασταν λίγο ψωμί και ντομάτα, καθισμένες σε άδεια τελάρα.  Δικαιούμασταν γάλα, λόγω της ανθυγιεινής εργασίας, το οποίο ο Παπαστράτος το διέθετε, αλλά δυστυχώς δεν μας το έδιναν.

Οι επιστάτες δεν ήθελαν πολλά γέλια και πολλά λόγια. Κρατούσαν βέργες μακριές από μουριά και μας φώναζαν: «Παίξτε τα χέρια, κορίτσια, γρήγορα!». Και αν κάποια τόλμαγε να χαμογελάσει ή να ψιθυρίσει δυο κουβέντες, η βέργα έπεφτε πάνω στις γάμπες της, μακριά, χωρίς να πλησιάσουν. Κι όμως, η δουλειά έβγαινε, πιο γρήγορα ίσως όταν γελούσαμε λίγο, να ξεχάσουμε πως ήμασταν παιδιά και δουλεύαμε όρθιες δώδεκα ώρες τη μέρα.

Η μάνα μου δεν ήθελε να πηγαίνω. Μου έλεγε πως δεν είναι για κορίτσι τέτοια δουλειά. Μα εγώ ήθελα να βγάζω το χαρτζιλίκι μου, να αγοράσω ένα μαντίλι με λουλούδια από το πανηγύρι, να μη ζητάω λεφτά για το σχολείο. Σχεδόν το μισό χωριό πήγαινε στη Φήκη κάθε καλοκαίρι, ένα φορτηγό μας μάζευε και μας πήγαινε, κι εμείς τραγουδούσαμε χαμηλόφωνα στη διαδρομή, με τα μάτια γεμάτα πρωινό ήλιο.

Όταν τελειώναμε τον καπνό, ήταν πια Σεπτέμβρης. Άρχιζε το βαμβάκι. Εκείνες οι μέρες ήταν πιο βαριές, πιο παγωμένες, πιο κουραστικές. Στις τέσσερις τα ξημερώματα, το αγροτικό κορνάριζε, και τρέχαμε να μπούμε στην καρότσα, τυλιγμένες με μάλλινες ζακέτες, που δεν ζέσταιναν αρκετά. Το σκέπαστρο έμπαζε κρύο και ο αγέρας μάς περόνιαζε μέχρι να φτάσουμε στα χωράφια στην Καρδίτσα.

Η γη ήταν βρεγμένη από τη νυχτερινή δροσιά, τα παπούτσια κολλούσαν στις λάσπες, και τα βαμβάκια, γεμάτα πάγο, πάγωναν τα χέρια μας. Μαζεύαμε με τα χέρια, το ένα πίσω από το άλλο, το πρώτο και το δεύτερο χέρι, μέχρι που τα δάχτυλά μας μάτωναν απ’ τα κοτσάνια. Καμιά φορά ανάβαμε φωτιές στις άκρες των χωραφιών, να ζεστάνουμε τα χέρια μας, πριν συνεχίσουμε.

Τα μεροκάματα δεν ήταν καλά, αλλά βγάζαμε το χαρτζιλίκι μας. Το σούρουπο, φορτώναμε πάλι την καρότσα για το χωριό, κι όταν φτάναμε σπίτι είχε νυχτώσει. Μας περίμενε ο πατέρας, είχε βάλει το καρδάρι στη σόμπα για να ζεστάνει το νερό, κι εμείς παίρναμε τη σκάφη και πηγαίναμε στο άλλο δωμάτιο να πλυθούμε, να φύγει η σκόνη, το χώμα και ο ιδρώτας της μέρας. Κρύωνα τόσο, που μέχρι να βγάλω το νερό από τα μαλλιά μου, τα δόντια μου χτυπούσαν μεταξύ τους.

Τα Σάββατα δουλεύαμε, και τις Κυριακές στήναμε το καζάνι με τη μάνα για να πλύνουμε τα ρούχα. Απλώναμε τις φανέλες, τις μαντίλες, τα παντελόνια πάνω στα σύρματα, να στεγνώσουν στον ήλιο, και τα δάχτυλά μας έτσουζαν, πονούσαν από τις πληγές, μα συνεχίζαμε.

Έτσι πέρασαν τα καλοκαίρια και τα φθινόπωρα της νιότης μας, γεμάτα καπνό, βαμβάκι, ιδρώτα και χώμα. Μα ήμασταν νέες, και γελούσαμε στα κρυφά, κλαίγαμε στα κρυφά, μαθαίναμε να στεκόμαστε στα πόδια μας. Κι όταν ακούω σήμερα κάποιον να λέει πως δεν βγαίνει η μέρα, θυμάμαι εκείνες τις μέρες που ματώναμε τα χέρια μας για εξήντα δραχμές, και πάλι γυρνούσαμε σπίτι με το βλέμμα γεμάτο ήλιο.

Γιατί τότε, μέσα στις δυσκολίες, υπήρχε ένα φως που δεν έσβηνε. Το φως της μάνας που μας έβαζε ζεστό νερό, του πατέρα που έφερνε ξύλα για τη σόμπα, το φως της μικρής χαράς όταν αγοράζαμε ένα μαντίλι ή ένα τετράδιο από το πανηγύρι με λεφτά που κερδίσαμε με τον κόπο μας.

Κι αυτό το φως το κουβαλάω ακόμα μέσα μου. Σαν μυρωδιά καπνού και χώματος τα ξημερώματα, σαν τα σκληρά βαμβάκια που τρυπούσαν τα δάχτυλα, σαν τον ήλιο που έκαιγε πάνω απ’ τα χωράφια όταν ήμασταν δώδεκα χρονών κι ήμασταν μικρές γυναίκες, πριν καλά καλά γίνουμε γυναίκες.

 

Της Ρούλας Σταυρέκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας