Βορειοανατολικά του χωριού και σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων περίπου βρίσκεται ο ιερός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρόκειται για ένα μικρό σχετικά εξωκλήσι του χωριού, μικρό λιτό κι απέριττο. Το λέμε Παναγία, έτσι απλά, αλλά προφέρουμε τη λέξη με πολλή ευλάβεια και πολύ σεβασμό. Λέγοντας Παναγία εννοούμε και το κτίριο του ναού και το χώρο στον οποίο είναι κτισμένο, αλλά και τη γύρω ευρύτερη περιοχή, η οποία αποτελεί ένα από τα κυριότερα τοπωνύμια του χωριού.
-Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα η λειτουργία θα γίνει στην Παναγία.
-ή Ο τάδε το Σάββατο θ΄ ανοίξει την Παναγία.
Τα κορίτσια τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου πήγαν να καθαρίσουν την Παναγία.
-Από πού θα πάρεις νερό; Από την Παναγία. Ένα νερό γλυφό, αλλά μας ξεδιψούσε, δε διαμαρτυρόμασταν, γιατί ήταν «της Παναγίας».
-Που θα σπείρεις καλαμπόκι φέτος στην Παναγία.
Που σταλίζουν τα πρόβατα στην Παναγία.
Ακούσαμε όμως και τη θλιβερή είδηση έτσι: «τά ΄κοψαν τα δέντρα της Παναγίας, τα ΄κοψαν, για να τα κάνουν έργα με την ξυλεία τους».
Οι μανάδες μας πάλι, και οι γιαγιάδες μας, όταν ήθελαν να προσευχηθούν, γύριζαν κατά την Παναγία και σταυροκοπιόνταν. Ή, όταν ήθελαν να καταραστούν κάποιον, έλεγαν «μακριά απ΄ την Παναγία».
Σημείο αναφοράς λοιπόν αποτελούσε για τους χωριανούς η Παναγία και ο χώρος όπου ήταν χτισμένη η εκκλησία προς τιμή και λατρεία της.
Όλος ο χώρος που περιβάλλει το κτίριο του ναού είναι 30-35 περ. στρέμματα. Παλιότερα ήταν κατάφυτος από πανύψηλα υπεραινόβια και πανέμορφα δέντρα, κυρίως από βελανιδιές , μελίγους, φτελιάδες, υπήρχαν και λίγες ασπρόλευκες και πολύ ελάχιστες ιτιές στις άκρες. Γύρω γύρω πλούσιοι και δασείς θάμνοι δημιουργούσαν ένα αδιαπέραστο φράχτη από βυζοκρανιές, αραποϊτιές, μικρά φτελιαδάκια και άλλα θυσανωτά τέτοια θαμνώδη φυτά και άλλα πατούλια.
Όλα αυτά, τυλιγμένα από άφθονα βάτα και πλούσιες κλιματσίδες από κισσούς, αγιόκλημα, κλήδονα, έκαναν ένα αδιαπέραστο τείχος θάμνων και πρασινάδας που ξεχώριζε το τοπίο από τα γύρω χωράφια.
Σ΄ όλον αυτόν το χώρο, κυρίως στους θάμνους εύρισκαν καταφύγιο για φωλιές και τροφή πλήθος πουλιών και μικρών ζώων, ανάλογα με την εποχή: νερογκουσβιά, γκαλιαμάνες, κοτσίφια, κυριαρίνες, αγριόπαπιες, τσούπια και τσιουτσιουλίαγκοι (τσαλαπετεινοί) και τρυγόνια και ορτύκια. Σε μόνιμη βάση, χειμώνα καλοκαίρι, έμειναν σπουργίτια, καρακάξες, καλιακούδια, καλιακδάδες, μπούφοι και κουκουβάγιες. Αλλά και λίγα οδικά πουλιά που έδιναν ζωή στη γύρω περιοχή: αηδόνια, κούκοι, δεκαοχτούρες γκιώνηδες.
Και τούτου του ναού είναι άγνωστη η θεμελίωση. Ένα είναι σχεδόν σίγουρο, ότι θα πρέπει να είναι κτισμένος και πριν το 1800, κατά τους υπολογισμούς των παλιότερων πάντοτε. Ο ναός απέχει μόλις 500μ. περίπου από τον παλιό συνοικισμό Καρακοφωλιά, εντός του οποίου υπάρχει ναός του Αγίου Δημητρίου.
Η εκκλησία ήταν κτισμένη με πέτρα, η οποία παλιότερα ήταν εμφανής. Αργότερα η πέτρα σοβατίστηκε και μπορεί να έγινε, τάχα, κομψότερη, έχασε όμως την παλιά επιβλητικότητα και την κατανυκτική ατμόσφαιρα, έτσι όπως έδενε απόλυτα με τον περιβάλλοντα χώρο. Αυτό συμβαίνει με πολλά ιστορικά κτίσματα – μνημεία, τα οποία πέφτουν θύματα ενός εξωραϊσμού, δήθεν, ή ενός επίπλαστου εκμοντερνισμού.
Είναι μια εκκλησία τρίκλιτη βασιλική με τετράκλινη στέγη, σκεπασμένη με κεραμίδια σήμερα, με φύλλα τσίγκου παλιά. Έχει δύο εισόδους, μία από Δυτικά και την άλλη, την κύρια, από νότια, με μικρό προπύλαιο. Η νότια πλευρά έχει δύο παράθυρα ανατολικά της πόρτας και ένα δυτικά. Στη βόρεια πλευρά υπάρχουν τρία μικρότερα παράθυρα. Ως το 1970 περίπου σώζονταν και τα χαγιάτια σε ερειπωμένη κατάσταση. Καμπαναριό δεν υπάρχει.
Ανατολικά ο ναός καταλήγει σε τρεις τρίπλευρες κόγχες. Εσωτερικά κάθε σειρά κλίτους έχει τρεις κολόνες και μία στο ιερό τέσσερις. Η οροφή του κεντρικού κλίτους αποτελείται από ημικιλυνδρική καμάρα, ενώ στα πλάγια η κλίτη είναι επίπεδη. Το δάπεδο είναι στρωμένο με μωσαϊκά πλακάκια. Παλιά ήταν χωματένιο και παλαμισμένο.
Το τέμπλο είναι παλιό ξυλόγλυπτο με χαμηλούς ανάγλυφους χρωματισμούς με χρυσαφί σε βάθος κόκκινο. Αποτελείται από έξι καθ΄ ύψος ζώνες. Η 4η, 5η και 6η ζώνη γέρνουν ελαφρώς προς δυσμάς. Σκαλίζονται πολλά παραδοσιακά θέματα: ανθοδοχεία, πτηνά που ραμφίζουν καρπούς, άλλα πτηνά, λιοντάρια, σταυροί, φυλλοφόροι και καρποφόροι κλάδοι, δικέφαλοι αετοί, δράκοντες κλπ. Στην επίστεψη (τελευταία ζώνη) ο ξυλόγλυπτος σταυρός (αζωγράφιστος) τοποθετείται ανάμεσα σε τέσσερις δράκοντες με δυο κεφάλια ο καθένας και όλα αυτά ανάμεσα σε δυο λιοντάρια.
Οι μεγάλες εικόνες του τέμπλου από Β. προς Ν. είναι 1) Ο Άγιος Νικόλαος,- η βόρεια ξύλινη πόρτα του ιερού – 2) η Κοίμηση της Θεοτόκου, 3) η Παναγία η Ελεούσα, 4) Ο συρόμενος Μέγας Αρχιερέας της Ωραίας Πύλης, 5) Ο Ιησούς Χρηστός ο Σωτήρ του Κόσμου, 6) Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, 7) ο Άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Αλεξάνδρειας, 8) Η Αγία Παρασκευή, η Αθλοφόρος και Παρθενοσιομάρτυς.
Στο τέμπλο υπάρχει και δεύτερη σειρά εικόνων με είκοσι πέντε εικονίδια. Από την τελευταία ζώνη της επίστεψης κρέμονται εφτά καντήλες. Η 1η και 2η ζώνη είναι νεότερη προσθήκη του παλιού κατεστραμμένου τέμπλου και περιλαμβάνει: η 1η ζώνη (η κάτω) δικέφαλους αετούς και ήλιους και η 2η ζώνη απλά σανίδια.
Στην εικόνα του τέμπλου, η Κοίμησις της Θεοτόκου, υπάρχει η εξής επιγραφή: α) δαπάνη Αθανασίου Καραμήτσιου 1930. β) Β.Γ. Βούλγαρης.
Στην οροφή ο φορητός Παντοκράτορας φέρει την επιγραφή: Δια χειρός Δημητρίου Χρ. Χήρα Α^ΟΔ 1974.
Ο ναός κατέχει σύγχρονο ξυλόγλυπτο Δεσποτικό με δικέφαλο αετό επάνω και δυο λιοντάρια στη βάση, όπου και η ανάγλυφη επιγραφή: ΤΕΧΝ. Χ. Μ. ΚΑΡΑΜΑΛΗΣ. 1952.
Στο αριστερό προσκυνητάρι εικονίζεται η Κοίμησις της Θεοτόκου με επιγραφή: α) Ο Ζωγράφος Δ. Ραυτόπουλος Τρίκαλα. β) Δαπάνη Κ.Θ. Καραθανάση. 1933.
Το τέμπλο μεταφέρθηκε εδώ από τον ναό του Αγίου Αθανασίου το 1954, όταν εκεί έγινε το καινούργιο. Το τέμπλο αυτό ίσως να φιλοτεχνήθηκε κατά το τέλος του 18ου αιώνα.
Δωρεές - Προσφορές
Τα έσοδα της εκκλησίας προέρχονταν από τις κάθε είδους προσφορές ή δωρεές των πιστών, από μυστήρια, από τρισάγια, αγιασμούς, τάματα, από τον οβολό τους για το κερί και το δίσκο. Επίσης οι πιστοί πρόσφεραν χρήματα για τον εξοπλισμό της εκκλησίας σε εικόνες, στασίδια, καντήλες, κερί, λάδι κλπ. Η σχέση των πιστών της παλιότερης εποχής ήταν πιο πολύ σχέση αντιπαροχής και αντιπροσφοράς με τα θεία και τους αγίους, σχέση ανταλλάγματος: «σου δίνω, για να μου δώσεις»: Εχ, Παναΐτσα μ΄, σου ανάβω μια λαμπάδα ίσια με το μπόι μου, σου ανάβω κερί, το καντήλι στο εικόνισμα στο σπίτι, τήρα και συ σιακάτ».
Αλλά και για άλλους κοινωφελείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς πρόσφεραν οι ενορίτες της εκκλησίας μας. Για παράδειγμα, σε αθηναϊκό περιοδικό το 1915 αναφέρεται ότι: υπέρ του «οίκου τυφλών Αθηνών» πρόσφερε και ο ενοριακός ναός Βαλτινού το ποσό των 5,50 δραχμών. Στις προσφορές αυτές αναφέρονται και τα εξής χωριά της περιοχής: Βαρυμπόπι (10 δρχ.), Γενέσιον (2 δρχ.), Μέγα Μέρτσι (7 δρχ.), Μεγάλη Πουλιάνα (10 δρχ), Διάλεσι (3 δρχ.), Παπαράντζα (1,45 δρχ.) Τόσκεσι (2,20 δρχ), Μικρό Μέρτσι (10 δρχ.).
Από το βιβλίο «Το Βαλτινό» του Ευάγγελου Στάθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου