Ένα
αξιόλογο κείμενο του Ποιητή Ηλία Κεφάλα δημοσιευμένο
στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της
6-8/4/2018.
Η
φωτογραφία πρόσφατη, στην χρονική απόσταση μιας εικοσαετίας περίπου, εστιάζει
στον ἄξονα ενός επιμήκους βράχου σὲ παρατεταμένη στιγμή απογείωσης. Ο γρανίτης
κοιτάζει κατευθείαν στην καρδιά του ουρανού και παρασύρει στην κίνησή του αυτή
και το εκστασιασμένο βλέμμα. Ο χρόνος και ο τόπος στρεβλώνονται παθητικά, για
να εξαφανίσουν κάθε τι το συγκεκριμένο και να το μεταβάλλουν σε μόριο μιάς
αόριστης μεταλλαγής. Η πέτρα γίνεται ένας διαχρονικός μαγνήτης για να ελκύει
αενάως. Να αιχμαλωτίζει. Έρχομαι ξανά και ξανά στον τόπο αυτόν και καθώς
επανέρχομαι είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Εδώ μικρός μαθητής, εδώ έφηβος, εδώ
φοιτητής, εδώ και ενήλικας συνδεδεμένος με την διαρκή αναζήτηση, με την διαρκή
απορία. Επειδή εδώ κονταροχτυπιέμαι πάντα με τον τρόμο του κενού.
Βαδίζω στα ριζά, στα σχίνα και τα αρχαία θαλασσινά χαλίκια, στο σκοτάδι των σκιασμένων ατραπών. Τι γύρευαν οι πρώτοι άνθρωποι που ήλθαν εδώ και κατέφυγαν πρώτα στις στενές εσοχές κι ύστερα στις κεφαλές των πέτρινων στηλών; Τι γύρευαν, κοιτάζοντας ψηλά; Η απάντηση όσο απλοϊκή κι αν φαίνεται, άλλο τόσο είναι και αληθινή: Μα δεν γύρευαν τίποτα περισσότερο πέρα από αυτό που δείχνουν οι συμπαγείς όγκοι: τον ουρανό.
Υπέρβαση, λοιπόν, μια συνεχής ανάβαση και μια ανασυγκρότηση του είναι σε κάτι το πολύ υψηλό και άπιαστο.
Κάτω στα φιδόσυρτα μονοπάτια οι μοναχοί γίνονται κοινοί άνθρωποι: Διαβάζουμε στις φυλλάδες των ντόπιων και ξένων περιηγητών ότι εκεί χαμηλά ζούσαν και ατακτούσαν σαν μικρά παιδιά, με κλεψιές και καυγάδες. Καλλιεργούσαν μικρούς κήπους, ζήλευαν την σοδειά του γείτονα, πείσμωναν ζηλόφθονα και χαλούσε ο ένας τα φτενά αργοτεμάχια του άλλου. Όμως όταν γύριζαν στους ναούς, τα ξεχνούσαν όλα, φίλιωναν γρήγορα και κοίταζαν ψηλά. Επειδή βρίσκονταν ήδη ψηλά, εκεί στα ανώτερα στρώματα του αιθέρα.
Ο τόπος προσφέρεται για παντός είδους ψηλαφήσεις και αναδιφήσεις. Θυμάμαι τον Βλάση Γαβριηλίδη στα κείμενά του της πάλαι ποτέ κραταιάς “Ακροπόλεως” να προτρέπει τους αναγνώστες του: επισκεφθείτε τους βράχους υπό βροχήν για να νιώσετε το ρίγος της πραγματικής συγκίνησης. Τότε που η ομίχλη σκεπάζει τα γρανιτένια τους βάθρα και τα λίθινα αναστήματά τους αιωρούνται και γίνονται πραγματικά μετέωρα. Τότε που τα μικρά ρυάκια του βρόχινου νερού κατρακυλούν μουρμουρίζοντας αιθέριες καταβασίες. Ή ακολουθείστε το βλέμμα του Κώστα Μπαλάφα, όταν απαθανατίζει με τον φακό του τα κυκλοτερή χιονισμένα μονοπάτια σε σκληρές αντιθέσεις με τους μελανείμονας μοναχούς.
Υπέρβαση ξανά. Δηλαδή πορεία πάνω από το βατό. Στους δρόμους του ποικιλότροπου μυστικισμού. Αλλά σκέφτομαι συνεχώς και αναρωτιέμαι για το πόσο υπερβατικός μπορεί να γίνει ή μπορεί να επιθυμίσει να γίνει σήμερα ο άνθρωπος. Η καθημερινότητά μας με τα αναρίθμητα προβλήματα επιβίωσης σηκώνει τέτοιες πνευματικές πολυτέλειες; Τις επιτρέπει ηθικά; Ποιο είναι το πρώτιστο σήμερα; Να απογειωθεί κανείς για να σώσει με τον οποιοδήποτε τρόπο την ψυχή του ή να προσγειωθεί για να σώσει την ψυχή και το σώμα του διπλανού του;
Βαδίζω στα ριζά, στα σχίνα και τα αρχαία θαλασσινά χαλίκια, στο σκοτάδι των σκιασμένων ατραπών. Τι γύρευαν οι πρώτοι άνθρωποι που ήλθαν εδώ και κατέφυγαν πρώτα στις στενές εσοχές κι ύστερα στις κεφαλές των πέτρινων στηλών; Τι γύρευαν, κοιτάζοντας ψηλά; Η απάντηση όσο απλοϊκή κι αν φαίνεται, άλλο τόσο είναι και αληθινή: Μα δεν γύρευαν τίποτα περισσότερο πέρα από αυτό που δείχνουν οι συμπαγείς όγκοι: τον ουρανό.
Υπέρβαση, λοιπόν, μια συνεχής ανάβαση και μια ανασυγκρότηση του είναι σε κάτι το πολύ υψηλό και άπιαστο.
Κάτω στα φιδόσυρτα μονοπάτια οι μοναχοί γίνονται κοινοί άνθρωποι: Διαβάζουμε στις φυλλάδες των ντόπιων και ξένων περιηγητών ότι εκεί χαμηλά ζούσαν και ατακτούσαν σαν μικρά παιδιά, με κλεψιές και καυγάδες. Καλλιεργούσαν μικρούς κήπους, ζήλευαν την σοδειά του γείτονα, πείσμωναν ζηλόφθονα και χαλούσε ο ένας τα φτενά αργοτεμάχια του άλλου. Όμως όταν γύριζαν στους ναούς, τα ξεχνούσαν όλα, φίλιωναν γρήγορα και κοίταζαν ψηλά. Επειδή βρίσκονταν ήδη ψηλά, εκεί στα ανώτερα στρώματα του αιθέρα.
Ο τόπος προσφέρεται για παντός είδους ψηλαφήσεις και αναδιφήσεις. Θυμάμαι τον Βλάση Γαβριηλίδη στα κείμενά του της πάλαι ποτέ κραταιάς “Ακροπόλεως” να προτρέπει τους αναγνώστες του: επισκεφθείτε τους βράχους υπό βροχήν για να νιώσετε το ρίγος της πραγματικής συγκίνησης. Τότε που η ομίχλη σκεπάζει τα γρανιτένια τους βάθρα και τα λίθινα αναστήματά τους αιωρούνται και γίνονται πραγματικά μετέωρα. Τότε που τα μικρά ρυάκια του βρόχινου νερού κατρακυλούν μουρμουρίζοντας αιθέριες καταβασίες. Ή ακολουθείστε το βλέμμα του Κώστα Μπαλάφα, όταν απαθανατίζει με τον φακό του τα κυκλοτερή χιονισμένα μονοπάτια σε σκληρές αντιθέσεις με τους μελανείμονας μοναχούς.
Υπέρβαση ξανά. Δηλαδή πορεία πάνω από το βατό. Στους δρόμους του ποικιλότροπου μυστικισμού. Αλλά σκέφτομαι συνεχώς και αναρωτιέμαι για το πόσο υπερβατικός μπορεί να γίνει ή μπορεί να επιθυμίσει να γίνει σήμερα ο άνθρωπος. Η καθημερινότητά μας με τα αναρίθμητα προβλήματα επιβίωσης σηκώνει τέτοιες πνευματικές πολυτέλειες; Τις επιτρέπει ηθικά; Ποιο είναι το πρώτιστο σήμερα; Να απογειωθεί κανείς για να σώσει με τον οποιοδήποτε τρόπο την ψυχή του ή να προσγειωθεί για να σώσει την ψυχή και το σώμα του διπλανού του;
Τι
είναι, λοιπόν, σήμερα σημαντικότερο; Να σώσεις ή να σωθείς; Μήπως όταν σώζεις
τους άλλους δεν επιτυγχάνεις κι ένα σώσιμο του εαυτού σου ταυτόχρονα; Πού
μπορεί να εδράζεται σήμερα η σωτηρία του ανθρώπου; Στην κοινωνία ή στον
υπερβατικό λογισμό; Το δεύτερο δεν σημαίνει και ένα είδος εκούσιας εξορίας,
μιαν εγκατάλειψη του συνανθρώπου, έναν αναχωρητισμό που στην ουσία εννοείται ως
άρνηση ευθυνών;
Η μετουσίωση της καθημερινότητας σε μια στιγμιαία ή διαρκή πνευματική άνωση αναμορφώνει οπωσδήποτε τον εσωτερικό μας κόσμο. Όμως τι είναι αυτό που ψάχνουμε; Την συμπαντική αλήθεια ή την ατομική μας σωτηρία; Την πνευματική ένωση με κάτι το αδιαμόρφωτο και ομιχλώδες ώστε να του δώσουμε μορφή και υπόσταση, σύμφωνα με κάποιες Αρχές, ορμώμενοι πάντα από διαισθητικές δυνάμεις; Ή εν τέλει την παραμέληση των απλών βιοτικών αναγκών, που διευκολύνουν την συνύπαρξη, ενώ η απαξίωσή τους μας προσδίδει και μας παραδίδει στην παντελή απάθεια;
Σκέψεις και σκέψεις που επαμφοτερίζουν και επιρρέπουν πότε στον έναν και πότε στον άλλο δίσκο του ζυγού. Εν τω μεταξύ οι βράχοι εξακολουθούν να σημαδεύουν τον ουρανό και να μας ταλαντεύουν με τα μυστικά τους μηνύματα. Και λέξεις πολλές, όπως ενδοσκόπηση, περιφρόνηση, παθητικότητα, παροδικότητα, συμπαντική αντίληψη, υπέρβαση αντιθέσεων, αλληλεγγύη κλπ, πέφτουν σαν φύλλα μέσα στον κήπο του μυαλού και προσπαθούν να συνθέσουν μια πειστική πρόταση. Και μέσα σε όλα αυτά κυριαρχεί το φαινόμενον της αθέατης ρυθμικότητας, δηλαδή του συντονισμού μας προς μιαν αειπάρχουσα αρμονία, απαύγασμα σταθερό των απογειωτικών αυτών τόπων.
Η μετουσίωση της καθημερινότητας σε μια στιγμιαία ή διαρκή πνευματική άνωση αναμορφώνει οπωσδήποτε τον εσωτερικό μας κόσμο. Όμως τι είναι αυτό που ψάχνουμε; Την συμπαντική αλήθεια ή την ατομική μας σωτηρία; Την πνευματική ένωση με κάτι το αδιαμόρφωτο και ομιχλώδες ώστε να του δώσουμε μορφή και υπόσταση, σύμφωνα με κάποιες Αρχές, ορμώμενοι πάντα από διαισθητικές δυνάμεις; Ή εν τέλει την παραμέληση των απλών βιοτικών αναγκών, που διευκολύνουν την συνύπαρξη, ενώ η απαξίωσή τους μας προσδίδει και μας παραδίδει στην παντελή απάθεια;
Σκέψεις και σκέψεις που επαμφοτερίζουν και επιρρέπουν πότε στον έναν και πότε στον άλλο δίσκο του ζυγού. Εν τω μεταξύ οι βράχοι εξακολουθούν να σημαδεύουν τον ουρανό και να μας ταλαντεύουν με τα μυστικά τους μηνύματα. Και λέξεις πολλές, όπως ενδοσκόπηση, περιφρόνηση, παθητικότητα, παροδικότητα, συμπαντική αντίληψη, υπέρβαση αντιθέσεων, αλληλεγγύη κλπ, πέφτουν σαν φύλλα μέσα στον κήπο του μυαλού και προσπαθούν να συνθέσουν μια πειστική πρόταση. Και μέσα σε όλα αυτά κυριαρχεί το φαινόμενον της αθέατης ρυθμικότητας, δηλαδή του συντονισμού μας προς μιαν αειπάρχουσα αρμονία, απαύγασμα σταθερό των απογειωτικών αυτών τόπων.
ΗΛΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου