Με
την πρόσφατη πλημμύρα της Θεσσαλίας μετατράπηκαν περίπου 750.000 στρέμματα σε
μια απέραντη λίμνη με ανθρώπινες απώλειες και ανυπολόγιστες ζημιές σε υποδομές,
ζωικό κεφάλαιο και γεωργική παραγωγή.
Το
χωριό μας, το Βαλτινό ευτυχώς ήταν από τις λίγες περιοχές που την έβγαλε σχεδόν
«αβρόχοις ποσί».
Οι
πλημμύρες όμως είναι φυσικά φαινόμενα. Πάντα συνέβαιναν και θα συνεχίσουν να
συμβαίνουν, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τις εξαλείψουμε.
Αν
σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η ραγδαία μεταβολή του κλίματος, τότε
αντιλαμβάνεται κανείς γιατί συμβαίνουν τέτοια καταστροφικά γεγονότα και τι
μέτρα πρέπει να ληφθούν.
Με
ποιον τρόπο όμως θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί; Ποια είναι τα βήματα για την
επόμενη μέρα ώστε να περιορίσουμε τον κίνδυνο επανάληψης μιας τέτοιας
τραγωδίας;
Αυτό
που μπορούμε να κάνουμε είναι να αυξήσουμε την ανθεκτικότητά και την προσαρμογή
ώστε να μειώσουμε την έκθεση των ανθρώπων και των υποδομών μας σε τέτοια φαινόμενα.
Το πρόβλημα των πλημμυρικών φαινομένων το δημιούργησε:
-Η
έλλειψη ορθού αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε
περιφερειακό/τοπικό επίπεδο. Σε κεντρικό επίπεδο γιατί τα υπάρχοντα Σχέδια
Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας κρίνονται ελλιπή ενώ σε περιφερειακό
επίπεδο δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας σχεδιασμός για την αντιμετώπιση τέτοιων
κρίσεων.
-Οι
ανεπαρκείς υποδομές (π.χ. γέφυρες, δρόμοι), οι οποίες σχεδιάστηκαν με
προδιαγραφές που πλέον δεν ισχύουν στη νέα κλιματική πραγματικότητα.
-Η
απαξίωση των δημοσίων υπηρεσιών όπως π.χ. της δασικής υπηρεσίας που τις
τελευταίες δεκαετίες αδυνατεί λόγω έλλειψης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, να
κάνει έργα ορεινής υδρονομίας, όπως προβόλους και μικρά φράγματα ανάσχεσης των
πλημμυρικών παροχών.
-Η
έλλειψη συντονισμού και η σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι θυροφράγματα παραμένουν κλειστά σε τμήματα των ποταμών
παρά τις εντολές που δίνονται για να ανοίξουν σε περιπτώσεις πλημμυρών.
Αν λοιπόν επιδιώκουμε ειλικρινά να μειώσουμε την έκθεσή μας στις πλημμύρες, τότε ο πλέον αξιόπιστος τρόπος είναι να αφήσουμε τη φύση να κάνει τη δουλειά για εμάς. Το παραπάνω απαιτεί γενναίες αποφάσεις, αποφάσεις όμως που ούτως ή άλλως κάποτε θα πάρουμε. Είτε θα τις πάρουμε άμεσα και θα γίνουν οι αλλαγές με σχετικά μικρό κόστος, είτε θα μας πιέσουν τα κλιματικά φαινόμενα και οι συνεχείς αστοχίες των προκρινόμενων έργων και τελικά θα αναγκαστούμε να τις πάρουμε με πολλαπλάσιο κόστος.