Ο Σεπτέμβριος στον τόπο μας είναι σαν ανάσα ανάμεσα σε δύο εποχές. Δεν είναι μήνας που επιβάλλεται· έρχεται αθόρυβα, με το χρυσό φως του απογεύματος να γέρνει πάνω στις καλαμιές και με τη δροσιά του πρωινού να γυαλίζει τις αράχνες στα χωράφια. Οι θεσσαλικοί κάμποι, που το καλοκαίρι έβραζαν κάτω από τον ήλιο, τώρα απλώνουν μια ηρεμία σαν βάλσαμο. Ο αέρας δεν καίει πια, μόνο χαϊδεύει· φέρνει μαζί του μυρωδιές από σταφύλια που ωριμάζουν, από σύκα που σπάζουν τη σάρκα τους στα κλωνάρια, από καπνό που καίγεται στις αυλές για να διώξει τα έντομα.
Οι χωριανοί, καθισμένοι στο κατώφλι, κοιτούν το γέρμα του ήλιου και μιλούν πιο σιγανά, σαν να λογαριάζουν όσα πέρασαν και όσα έρχονται. Οι άντρες μιλούν για τον τρύγο που πλησιάζει, και οι παππούδες μαζεύονται στο καφενείο να μετρήσουν, όχι πια μόνο τις μέρες, αλλά και τα χρόνια. Τα παιδιά, με τις τσάντες τους καινούργιες και τις σελίδες ακόμα άγραφες, μπαίνουν ξανά στον ρυθμό του σχολείου, ενώ τα απογεύματα γεμίζουν με το χτύπημα της μπάλας στις αλάνες.
Ο Σεπτέμβριος στον τόπο μας κουβαλάει μια παράξενη μελαγχολία. Τα χελιδόνια κάνουν πρόβες πριν το μεγάλο τους ταξίδι· στον ουρανό σχηματίζουν στιγμιαίες γραφές, σαν αποχαιρετιστήριες επιστολές. Οι μέλισσες, πιο αργές τώρα, μαζεύουν ό,τι απέμεινε από τα καλοκαιρινά άνθη. Και το βράδυ, όταν η σελήνη σηκώνεται πάνω από τον Κόζιακα, οι άνθρωποι σιωπούν, σαν να ακούνε τον ψίθυρο της αλλαγής που έρχεται.
Μα μέσα σε αυτή τη σιωπή κρύβεται η υπόσχεση του κύκλου. Οι αγρότες ξέρουν πως ο Σεπτέμβριος δεν είναι μόνο τέλος· είναι και αρχή. Το χωράφι που θα οργωθεί, το στάρι που θα σπαρθεί, οι βροχές που όλοι περιμένουν σαν δώρο. Είναι μήνας που διδάσκει υπομονή, όπως και πίστη στη γη· ότι κάθε καρπός που ωριμάζει, κάθε φύλλο που πέφτει, είναι το προοίμιο μιας νέας σποράς.
Έτσι, στον τόπο μας, ο Σεπτέμβριος είναι μια ποίηση σε πράξεις. Είναι η μελαγχολία που σμίγει με την ελπίδα, το κλείσιμο μιας πόρτας που αφήνει μισάνοιχτο παράθυρο στο μέλλον. Είναι η στιγμή που ο χρόνος στέκεται για λίγο, και σε καλεί να τον αφουγκραστείς.
Καλό μήνα!