Στου γηροκομείου την αυλή πάνω σ΄ ένα παγκάκι
κάθεται ολομόναχο ένα θλιμμένο γεροντάκι.
Σκέφτεται όσα έκανε όλα αυτά τα χρόνια
και βλέπει πως κατάντησε μέσα στη καταφρόνια
Αυτός με τη γυναίκα του, και τη σκληρή δουλειά τους
κατάφεραν, μεγάλωσαν τα τρία τα παιδιά τους.
Μέρα και νύχτα δούλευαν δεν χόρταιναν δουλειά
θέλανε τα παιδιά τους να ζήσουνε καλά.
Μα τα παιδιά εφύγανε για την Αμερική,
παντρεύτηκαν και ζήσανε για πάντοτε εκεί…
Από τη στεναχώρια τους, πριν κλείσει ένας χρόνος,
πέθανε η γυναίκα του κι έμεινε ο γέρος μόνος.
Πια κουρασμένος ξάπλωσε στο έρημο κρεβάτι,
όλη τη νύχτα ξάγρυπνος χωρίς «να κλείσει μάτι».
Τόσες θυσίες έκανε, τόσο μεγάλο αγώνα
και δεν υπάρχει πια γι΄ αυτόν αγάπη μια σταγόνα.
Πόσο ο γέρος λαχταρά να ΄ναι με τα παιδιά του,
να ΄χει τα εγγονάκια του πάνω στα γόνατά του.
Αυτή η σκέψη η γλυκιά το γέρο αποκοιμίζει
του ιδρύματος η ερημιά όμως τον απελπίζει.
Ο γέρος εκοιμήθηκε με πρόσωπο θλιμμένο,
την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν πεθαμένο.
Βασίλης Σ. Σταυρέκας