Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Συνέντευξη με τον παραδοσιακό μουσικό Γεώργιο Ε. Καλαμπάκα

 

Με αφορμή την συγκέντρωση υλικού, για την συγγραφή και δημιουργία ενός βιβλίου που αφορά την ιστορία των πρακτικών λαϊκών οργανοπαικτών του Βαλτινού, χρειάστηκε να επισκεφθώ και να συνομιλήσω με τους «πρωταγωνιστές» του επαγγέλματος, ώστε να μου εκμυστηρευτούν τα βιώματά τους, να μου μιλήσουν για το σινάφι τους και γενικότερα να μου προσφέρουν την πολύτιμη βοήθειά τους, με διάφορες πληροφορίες και στοιχεία για την διαφώτιση του θέματος.

Έτσι τον Μάιο του 2022 συναντήθηκα με τον κ. Γιώργο Ε. Καλαμπάκα και μαζί με διάφορα πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν την έρευνα, μου έδωσε και την παρακάτω συνέντευξη.


Μουσικές οικογένειες

Ο πατέρας μου Ευάγγελος Καλαμπάκας (1914-1983) έμαθε λαούτο όταν παντρεύτηκε την μάνα μου, την Φανή Ντούτσια από το χωριό Βασιλική, τα αδέλφια της οποίας ήταν επίσης μουσικοί. Σ’ αυτή την οικογένεια ήταν σχεδόν όλοι μουσικοί. Έτσι ο πατέρας μου μέχρι τότε εργάζονταν ως σιδηρουργός και πήγαινε στον πεθερό του και στα κουνιάδια του και σιγά σιγά του έμαθαν να παίζει λαούτο ώστε να συμπληρώνει το εισόδημά του.

Κάπως έτσι έμαθε κλαρίνο και ο Νίκος (1944-2013) ο αδερφός μου. Πήγε στον μπάρμπα μου, στη Βασιλική που έπαιζε κλαρίνο και πήρε τα πρώτα μαθήματα. Στη συνέχεια πήγε στο Ριζαργιό σε κάτι άλλους συγγενείς Ντουτσαίοι και αυτοί και έμαθε να παίζει  κάπως καλύτερα το κλαρίνο. Μετά ολοκλήρωσε την τεχνική του κλαρίνου μόνος του, αυτοδίδακτος που λέμε.

Ύστερα μ’ έβαλαν κι εμένα στο λούκι, ενώ τ' άλλα αδέρφια μου, ο Μήτσιος κι ο Βασίλης δεν ασχολήθηκαν με όργανα. Από την  οικογένεια Καλαμπάκα με τη μουσική ασχολήθηκαν και τα παιδιά του Νίκου, ο Βαγγέλης που τραγουδούσε, ο Κώστας με την ντράμς και ο μικρότερος, ο Χρήστος με το τραγούδι.

Στο χωριό μας υπήρχε και η μουσική οικογένεια Μαντέλα. Ο λαουτιέρης Μήτσιος Μαντέλας (1919-1993) υπήρξε ο παλαιότερος μουσικός της. Ήταν παντρεμένος με την αδελφή του πατέρα, του ακορντεονίστα και μετέπειτα αρμονίστα, Γιάννη Γεωργίου (1951) από το Βαλτινό. Η γυναίκα του Γιάννη Γεωργίου Αρετή, κατάγεται από τη μουσική οικογένεια Καμινιώτη (Ψευδώνυμο Κατσίκας) από το χωριό Καλογριανά Καρδίτσας.

Ο γιος του Δημήτρη Μαντέλα, ο Ηλίας (1944) έπαιζε ακορντεόν και αρμόνιο, ενώ ο ανεψιός του Χρυσόστομος Στεφ. Μαντέλας έπαιζε κιθάρα.

Ο Πατέρας μου Ευάγγελος Καλαμπάκας έπαιζε πολλές φορές στο ίδιο συγκρότημα με τον Μήτσιο Μαντέλα. Όμως κάποιες φορές λόγω ανταγωνισμού τα «χάλαγαν» και δεν είχαν καλές σχέσεις, ήταν στα μαχαίρια, που λέμε. Τότε κάποιοι Βαλτσινιώτες προτιμούσαν στους γάμους το συγκρότημα του πατέρα μου και κάποιοι του Μήτσιου Μαντέλα.


Το ξεκίνημα, η πρώτη επαφή με τα όργανα

Εγώ ξεκίνησα σε ηλικία 14 χρονών, πρώτα έμαθα λαούτο και στη συνέχεια πήρα ακορντεόν και έπαιζα, πότε λαούτο και πότε ακορντεόν. Όμως επειδή παράλληλα τραγουδούσα, όταν έπαιζα το ακορντεόν ο όγκος του με εμπόδιζε να βρίσκομαι κοντά στο μικρόφωνο και έτσι αναγκάστηκα να μάθω και κιθάρα –λαουτοκιθάρα για να μπορώ να παίζω και να τραγουδάω ευκολότερα. Σιγά σιγά με την εξέλιξη των πραγμάτων και ανάλογα με τις απαιτήσεις της δουλειάς, έπαιζα και ηλεκτρική κιθάρα. Γενικά ανάλογα με τις ανάγκες της κομπανίας, έπαιζα και το αντίστοιχο όργανο που βόλευε.

Μουσική έπαιξα και στο στρατό σε κάποιες εκδηλώσεις, με ένα φαντάρο από την Άρτα, που έπαιζε εκείνος κιθάρα και εγώ ακορντεόν.

Ρεπερτόριο

Στην εποχή του πατέρα μου δεν υπήρχε μεγάλο ρεπερτόριο. Έπαιζαν για παράδειγμα την «Ιτιά», τον «Πλάτανο», την «Παπαλάμπρινα», τα «Γιούργια», την «Καραγκούνα», την «Νταϊλιάνα», το «Πέρα στο πέρα μαχαλά», την «Τασιά», «Ο δυόσμος κι ο βασιλικός», «Τρεις Λαμπαδούλες»… Δηλαδή αν ήξερες πέντε τσάμικα κι άλλα πέντε καλαματιανά έβγαζες τον γάμο. Δεν υπήρχαν μεγάλες απαιτήσεις. Ούτε τσιφτετέλια υπήρχαν τότε, ούτε τα σημερινά τραγούδια που γίνεται χαμός! Ύστερα σιγά σιγά εξελίχθηκε βγήκαν νέα τραγούδια και μεγάλωσε το ρεπερτόριο.

Τα παλιά τα τραγούδια τα ήξερα απ’ έξω, όμως σιγά σιγά αυξάνονταν το ρεπερτόριο και αναγκάστηκα να πάρω ένα τετράδιο και τα έγραφα εκεί. Κάθε καινούργιο τραγούδι που έβγαινε το έγραφα στο τετράδιο και το μάθαινα. Πρέπει να ξεπερνάνε σε ποσότητα τα χίλια τραγούδια. Λέγαμε τα πάντα. «Τσάμικα», «Καλαματιανά», «Συρτά», «Βλάχικα», «Ηπειρώτικα», «Καραγκούνικα», «Νησιώτικα», «Θρακιώτικα», «Λαϊκά», «Ζεϊμπέκικα», «Τσιφτετέλια»…


Τα συγκροτήματα

Αρχηγοί και επικεφαλής στα συγκροτήματα ήταν οι κλαρινίστες. Στην αρχή ξεκίνησα με το συγκρότημα του αδερφού μου του Νίκου. Εγώ, ο Νίκος και ο πατέρας μας.

Επίσης, πολλά χρόνια είχαμε συγκρότημα, ο Νίκος, ο αδερφός μου, εγώ, ο Μπούλιας Σταυρέκας, ο Βασίλης Βότσιος κι ο Γιάννης Ζάχος (Παπαζαφίρης) από το Πρίνος.

Στη συνέχεια έπαιξα με το συγκρότημα του κλαρινίστα Γιώργου Μίντζα απ’ το Μπελέτσι. Μετά έπαιξα με το συγκρότημα του Κώστα Μπόχου απ’ την Πορτή Μουζακίου. Μετά έπαιξα με τον Δημήτρη Τζιμούρτου απ’ τα Μεγάλα Καλύβια, μετά με τον Σωτήρη Σγούρο από το Γαρδίκι και τελευταία έπαιξα με τον Βασίλη Κοφίνα και τα παιδιά του από την Πηγή. Τελευταία φορά που έπαιξα ήταν το 2014 έκτοτε δεν ξαναέπαιξα.

Παίζαμε σε γάμους, πανηγύρια, σε κέντρα διασκέδασης, σε διάφορες εκδηλώσεις των Μορφωτικών Συλλόγων κλπ.

Όταν έπαιζα με το συγκρότημα του Σωτήρη Σγούρου ταξιδέψαμε και στο εξωτερικό. Συνοδεύαμε τον Χορευτικό Όμιλο του Δήμου Τρικάλων σε διάφορες εκδηλώσεις και παίξαμε στον Καναδά, στην Ιταλία, στη Γιουγκοσλαβία, στη Βουλγαρία. Ενώ με το συγκρότημα του Βασίλη Κοφίνα παίξαμε στη Ρουμανία, στην Ελβετία και σε πολλά νησιά της Ελλάδας.


Η αμοιβή

Τότε θυμάμαι στους γάμους υπήρχε η χαρτούρα και ότι είχε ευχαρίστηση ο καθένας κερνούσε, έριχνε δηλαδή, κέρματα ή χαρτονομίσματα στα όργανα. Άλλοι σάλιωναν τα χαρτονομίσματα και τα κολλούσαν στα μέτωπα των μουσικών. Άλλοι ανέμιζαν τα χαρτονομίσματα, τα έδειχναν με το χέρι και στη συνέχεια τα έριχναν στον δίσκο ή στο ταψί που υπήρχε μπροστά στην ορχήστρα. Αυτή ήταν και η αμοιβή μας. Στο τέλος μετρούσαμε τα χρήματα που συγκεντρώνονταν και τα μοιράζαμε, διαιρώντας το ποσό δια τον αριθμό των μουσικών που παίζαμε στο συγκρότημα. Πολλές φορές απ’ την φτώχεια που «έδερνε τον κόσμο» κάποιοι παραπλανητικά μας έβαζαν στην τσέπη κουμπιά ή τα έριχναν, στο ταψί, ίσα ίσα για να ακουστεί ο ήχος.

Τελευταία άρχισαν να γίνονται οι συμφωνίες για την αμοιβή των μουσικών. Για παράδειγμα ένας γάμος κόστιζε 1800-2000 ευρώ με ορχήστρα πέντε ατόμων.

Ο γάμος ξεκινούσε από το μεσημέρι του Σαββάτου και τελείωνε τη Δευτέρα το πρωί.


Οι δυσκολίες του επαγγέλματος

Το επάγγελμα είχε και τις διάφορες παρεξηγήσεις που εξελίσσονταν σε καυγάδες. Λόγω του υπερβολικού ποτού και του κεφιού, πολλές φορές τα αίματα άναβαν, τα συναισθήματα ξεχείλιζαν και χάνονταν ο έλεγχος.

Θυμάμαι σ’ έναν γάμο, ένας περνούσε με τη σειρά από κάθε οργανοπαίχτη, μας έπιανε απ’ τα μαλλιά και μας έβαζε το μπουκάλι με το τσίπουρο στο στόμα να πιούμε με το ζόρι. Σε εκείνον τον γάμο για να μη τους χαλάσουμε το χατίρι, ήπιαμε τόσο τσίπουρο, που στο τέλος καταλήξαμε να είμαστε όλοι οι μουσικοί σχεδόν μεθυσμένοι.

Ειδικά στα χωριά της Καρδίτσας… Μια φορά έπιασαν ένα άλογο και το έδιναν με το ζόρι τσίπουρο. Άρχισε να πηδάει και να αλαφιάζει το άλογο μέσα στον χορό…, ευτυχώς δεν σκότωσε κανέναν.

Όμως είχαμε να υποφέρουμε και τη φτώχεια. Μια άλλη φορά θυμάμαι, ήταν χειμώνας καιρός, ξεκινήσαμε να πάμε με τα πόδια στην Παραπράστα, εγώ, ο αδερφός μου ο Νίκος, ο Μπούλιας Σταυρέκας κι ο Παναγιώτης Πέτρου χωρίς παπούτσια, ξυπόλητοι, νηστικοί, μούσκεμα μέχρι το γόνα, λάσπη όλοι οι δρόμοι... Άστα μη χειρότερα!

Δημήτρης Τσιγάρας

επικοινωνιστε μαζι μας