Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

ΣΥΝΟΔΟΣ ΔΕΝΤΡΩΝ

 

Συχνά τα δέντρα συνεδριάζουν συγκεντρωμένα σε μικρές συστάδες. Η συνεδρίασή τους αυτή κρατάει συνήθως μια ζωή. Όχι μόνο επειδή το θέμα της σύσκεψης είναι πολύ σοβαρό, αλλά επειδή πρώτα το σκέπτονται πολύ και κατόπιν εκφράζουν τις απόψεις τους στην ομήγυρη. Κι ύστερα, πάντα σιωπηλά, σκέφτεται το καθένα την εισήγηση του άλλου. Και με τον τρόπο αυτό δίνουν μαθήματα ανοχής, περίσκεψης και περισυλλογής μέσα σε μια καθόλου φιλέριδη διαδικασία ανταλλαγής απόψεων.

Έχω δει πολλά δέντρα να συνεδριάζουν μέσα στα δάση. Τα παρακολουθώ χρόνια τώρα. Μέχρι στιγμής παλεύουν το θέμα τους επισταμένως και διστάζουν να πάρουν τελειωτική απόφαση. Αλλά στο τέλος, όταν την πάρουν, η σοφία τους είναι ένα θείο απόσταγμα. 

Του Ηλία Κεφάλα


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Με λαμπρότητα εορτάστηκε στο Βαλτινό η Εθνική Επέτειος του «ΟΧΙ»

 

Με λαμπρότητα εορτάστηκε και φέτος στο Βαλτινό η Εθνική Επέτειος της 28ης Οκτωβρίου του 1940.

Το πρωί πραγματοποιήθηκε  επίσημη δοξολογία στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Βαλτινού. Ακολούθησε η επιμνημόσυνη δέηση και η κατάθεση στεφάνων από τους επισήμους και τους εκπροσώπους φορέων, στο μνημείο αγνώστου στρατιώτη, στην κεντρική πλατεία.

 Οι εκδηλώσεις έκλεισαν με τη καθιερωμένη μαθητική παρέλαση των τμημάτων νηπιαγωγείου, δημοτικού σχολείου, Γυμνασίου και Λυκείου Βαλτινού.

Ακολουθεί φωτορεπορτάζ της Χριστίνας - Μαρίας Βότσιου.



Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Μια ηρωική πράξη των κατοίκων του Βαλτινού στα χρόνια του πολέμου

 Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 αναδημοσιεύουμε μια αληθινή ιστορία ηρωικής πράξης των κατοίκων του Βαλτινού.

Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι χωρικοί ξεκίνησαν με τα κάρα τους για το Δευτεριάτικο τρικαλινό παζάρι. Την είδηση της κήρυξης του πολέμου την πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο. Μόλις άνοιξαν το ραδιόφωνο και άκουσαν τον Εθνικό Ύμνο και το έκτακτο ανακοινωθέν, πάγωσαν! «Αγωνιστείτε δια την πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων αγών».

«-Έχουμε πόλεμο, έχουμε πόλεμο» φώναζαν ανήσυχοι και σταύρωναν τα χέρια τους κοιτώντας προς τον ουρανό.

Μία εβδομάδα μετά, ο ουρανός γέμισε με εχθρικά αεροπλάνα χωρίς όμως ευτυχώς να βομβαρδίσουν.

Η επιστράτευση άρχισε κανονικά. Η κοινότητα Βαλτινού ετοίμαζε τα απαραίτητα χαρτιά, έγγραφα για τους επίστρατους, οι οποίοι ετοιμάζονταν να παρουσιαστούν στις μονάδες τους μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα.

Οι μέρες περνούν, οι άνθρωποι κολλημένοι στο ραδιόφωνο ακούνε τις ειδήσεις και τα ανακοινωθέντα. Οι μάχες στο μέτωπο μαίνονται και οι νίκες διαδέχονται η μία την άλλη.

Οι τοπικές εφημερίδες δημοσιεύουν τα ονόματα των πρώτων νεκρών Τρικαλινών, που έπεσαν μαχόμενοι στα βουνά της Αλβανίας. Στρατιώτης Βασίλης Τσιαβαλιάρης από την Πιαλεία, στρατιώτης Κ.Θ. Νακόπουλος, στρατιώτης Χρήστος Π. Αμβράζης...

Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στο ένα τέταρτο σχεδόν του εδάφους της Αλβανίας, καταλαμβάνοντας κατά σειρά τις πόλεις: Κορυτσά, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χειμάρρα.

Αρχές του 1941 η καμπάνα της εκκλησίας του Βαλτινού άρχισε να χτυπά χαρμόσυνα αναγγέλλοντας την κατάληψη της Κλεισούρας.

Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού είναι βραδεία αλλά σταθερά. Το κρύο τσουχτερό. Οι νεκροί και οι τραυματίες πληθαίνουν.

Τα άσχημα μαντάτα φθάνουν στο Βαλτινό καθώς τέσσερις στρατιώτες πέφτουν νεκροί στις μάχες του Αλβανικού Μετώπου. Πρόκειται για τους στρατιώτες, Δημήτριο Νικ. Γάκη, Γεώργιο Ευαγ. Πέτρου, Αθανάσιο Ευαγ. Ψύχο και Λάμπρο Βασ. Σταυρέκα.

Ξημερώνοντας η 1η Μαρτίου ένας ισχυρός σεισμός συγκλονίζει τον τόπο. Ο σεισμός είχε επίκεντρο τη Λάρισα όπου το 60% των οικιών κατέρρευσαν και τα θύματα ανέρχονται σε 34 νεκρούς.

Τη Μεγάλη Τρίτη 15 Απριλίου ο ουρανός γεμίζει με γερμανικά αεροπλάνα. Ακολουθούν τέσσερις διαδοχικοί βομβαρδισμοί με εμπρηστικές βόμβες, που σκορπίζουν στα Τρίκαλα τον όλεθρο. Αλλόφρονες οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την πόλη των Τρικάλων και καταφεύγουν στα γύρω χωριά.

Το Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα Τρίκαλα. Στις 20 Απριλίου γίνεται η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και 3 μέρες μετά ακολουθεί με τους Ιταλούς. Η Κατοχή των Τρικάλων θα διαρκέσει περίπου δύο μήνες.

Στις 15 Ιουνίου η πόλη περνάει στη δικαιοδοσία των Ιταλών.

Με την πάροδο του χρόνου, το φάσμα της πείνας αρχίζει να πλανιέται παντού κι ο κόσμος αρχίζει να λιμοκτονεί. 

Οι κάτοικοι του Βαλτινού συνεχίζουν να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να ασχολούνται με τις καθημερινές τους εργασίες.

Την εποχή αυτή προκύπτει το πρόβλημα του επισιτισμού.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην έλλειψη τροφίμων και την αδυναμία του επισιτισμού του λαού ήταν οι παρακάτω:

1) Η επίταξη των πρώτων υλών και τροφίμων από τους κατακτητές. Η οικονομία της χώρας είχε ήδη υποστεί μεγάλη καταστροφή από τον εξάμηνο πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Η πλήρης καταστροφή της Ελληνικής οικονομίας ολοκληρώθηκε την περίοδο της κατοχής κατά τη διάρκεια της οποίας οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα επιτάχθηκαν από τους κατακτητές, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη έλλειψη και εκτίναξε τις τιμές τους στο εσωτερικό της χώρας με αποτέλεσμα να υπάρξει εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού.

2)  Η δυσκολία ανεφοδιασμού των πόλεων σε τρόφιμα. Η δυσκολία ανεφοδιασμού οφειλόταν στην έλλειψη μεταφορικών μέσων και καυσίμων, στην κακή κατάσταση του συγκοινωνιακού δικτύου και στην ανεπάρκεια της εσωτερικής αγροτικής παραγωγής.

Βασικά όμως ένα μεγάλο μέρος των δυσκολιών του επισιτισμού οφείλεται και στην εμφάνιση διάφορων καιροσκοπικών φαινομένων (κερδοσκόποι - μαυραγορίτες), που πολύ γρήγορα αναπτύχτηκαν στην κατοχική περίοδο.

Το καλοκαίρι του 1941 λαμβάνονται μέτρα. Ο αξιωματικός του στρατού Χρήστος Καβράκος με την ιδιότητα του γενικού διευθυντή της Πανελλήνιας Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών και ο νομάρχης Τρικάλων Σάββας Χώτζης απαγορεύουν την ελεύθερη αγοραπωλησία των σιτηρών. Οι γεωργοί, οι μεγαλοπαραγωγοί και οι ιδιοκτήτες αλωνιστικών μηχανών υποχρεώνονται να παραδώσουν τις πλεονάζουσες ποσότητες σίτου στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών.

Οι αγρότες αρνούνται να παραδώσουν υποχρεωτικά τα βασικά προϊόντα στους οργανισμούς συγκέντρωσης (ΚΕΠΕΣ: Κεντρική Επιτροπή Προστασίας Εγχωρίου Σιτοπαραγωγής).

Τα μέτρα αποτυγχάνουν, το σιτάρι αρχίζει να λείπει από την αγορά και οι τιμές των αγαθών αρχίζουν να ανεβαίνουν υπερβολικά με αποτέλεσμα να κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση οι μαυραγορίτες. Οι μαυραγορίτες επισκέπτονταν καθημερινά τα χωριά του κάμπου, έδιναν στους χωρικούς λάδι, σαπούνι ή άλλα βασικά είδη πρώτης ανάγκης και αγόραζαν τα σιτηρά τους.

Η κυβέρνηση απευθύνει νέα έκκληση προς τους παραγωγούς να κατανοήσουν την ανάγκη της παράδοσης των καθορισμένων ποσοτήτων αραβοσίτου.

Ο πρόεδρος της κυβέρνησης Στρατηγός Τσολάκογλου, με μήνυμά του χαράσσει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει το έθνος για την αντιμετώπιση του προβλήματος του επισιτισμού. Κάνει σαφή αναφορά στην αναγκαιότητα της αλληλεγγύης των Ελλήνων και επισημαίνει:

«Ο δρόμος του καθήκοντος συμπίπτει σήμερα με τον δρόμο της θυσίας. Τα μέσα που διαθέτουμε είναι φτωχά. Ίσως ανεπαρκή. Θα τους δώσουμε μεγαλύτερη αξία και αποτελεσματικότητα αν σφυρηλατήσουμε την ένωσή μας σε μια μονολιθική και ακατάλυτη αλληλεγγύη από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο πολίτη.

Ο υγιής ας δέσει το τραύμα του ασθενούς

Ο ρωμαλέος ας υποβαστάζει τον αγωνιζόμενο

Ο φωτισμένος ας παραμυθήσει τον απελπισμένο και

Ο σταθερός ας καθοδηγήσει την ταλαντευόμενη συνείδηση του ολιγόψυχου. Έτσι θα σταθούμε σαν βράχος αντιμέτωποι προς τις παρούσες και τις επερχόμενες δυσχέρειες και θα δώσουμε τη μεγάλη μάχη της υπομονής και της επιμονής παραμένοντας ακλόνητοι έκαστος εφ’ ω ετάχθη.

Ο κάθε πολίτης πρέπει κατά τις παρούσες ώρες να έχει σαφή συνείδηση ότι στα χέρια του βρίσκεται το μέλλον του Έθνους.

Όλοι και ο καθένας χωριστά θα είμαστε αλληλεγγύως υπεύθυνοι απέναντι της ιστορίας όταν θα έρθει η στιγμή να εκφέρει την κρίση της».

Ενώ ο Νομάρχης Τρικάλων Σάββας Ι. Χώτζης με άρθρο του στην εφημερίδα «Αναγέννηση» κάνει έκκληση προς τους κατοίκους του νομού Τρικάλων και επισημαίνει τα εξής:

…«Ήδη στις πόλεις των Τρικάλων, Καρδίτσας και Καλαμπάκας οργανώθηκαν και λειτουργούν Λαϊκά Συσσίτια εκ των οποίων ενισχύονται άνω των 10.000 άποροι…

…Αρωγός όμως στην υπηρεσία της λειτουργίας των συσσιτίων και της εν γένει χειμερινής πρόνοιας οφείλει να έρθει και η ιδιωτική πρωτοβουλία των εύπορων τάξεων διότι η παρασχεθείσα από το κράτος πίστωση δεν θα επαρκέσει για να λειτουργήσουν τα συσσίτια κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα. Προσκαλώ όλους όσους έχουν την δυνατότητα να βοηθήσουν να αποστείλουν τις εισφορές τους στις κατά τόπους εφορίες συσσιτίων ή στα κατά τόπους υποκαταστήματα της Α.Τ.Ε. Γνωρίζω καλώς ποιοι είναι οι πλουτήσαντες στο νομό Τρικάλων κατά τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε. Τόσο οι πλουτήσαντες όσο και οι διατηρούντες την παλιά οικονομική τους ευμάρεια έχουν καθήκον και προσκαλούνται να προσφέρουν την αποτελεσματική τους βοήθεια στο βαρύ έργο της κοινωνικής περιθάλψεως, επιτελώντας έτσι υψίστη κοινωνική και πατριωτική υποχρέωση».

Οι μέρες αρχίζουν να γίνονται δύσκολες. Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της πείνας, την ώρα δηλαδή που ο συνεχής θανάσιμος κίνδυνος της ασιτίας απειλεί τη ζωή των ανθρώπων της χώρας, το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής έρχεται να εκφραστεί από μια πράξη αλληλεγγύης των κατοίκων του Βαλτινού, οι οποίοι εκτός από την υποχρέωση και το καθήκον τους να συγκεντρώσουν και να παραδώσουν τα σιτηρά τους, για την αντιμετώπιση της πείνας, διενήργησαν και έρανο μεταξύ τους και προσέφεραν επιπλέον άλλες 2.000 οκάδες σίτου στις κατά τόπους εφορίες.

Αψηφώντας τον επικείμενο κίνδυνο της πείνας των ιδίων αλλά και των οικογενειών τους, παρέκαμψαν το ατομικό τους συμφέρον και αποφάσισαν συνειδητά να προτάξουν ενός ηθικά ανώτερου και δίκαιου σκοπού, το γενικό συμφέρον.

Από την εφημερίδα «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ» της 9ης Σεπτεμβρίου 1941, σταχυολογήθηκε η είδηση, για το μεγαλείο της πράξης αυτής, που αποτελεί πηγή έμπνευσης, υπερηφάνειας και θαυμασμού, για το ανθρώπινο είδος πάνω στη γη.

Πρόκειται για την είδηση που αφορά στον έπαινο του Νομάρχη Τρικάλων, Σάββα Χώτζη προς τους κατοίκους του Βαλτινού, διότι παρά τη φτώχεια και την κατοχή που υφίστανται, οι ίδιοι οι κάτοικοι, αλλά και η χώρα μας, στάθηκαν ελεύθεροι από τις αναγκαιότητες, αλληλέγγυοι και ευγενείς προς τον «συνάνθρωπο», προσφέροντας βοήθεια και ελπίδα ζωής με ευχαρίστηση από το υστέρημά τους.

Η είδηση έχει ως εξής:

«Οι κάτοικοι Βαλτινού

Ο Νομάρχης κ. Χώτζης απηύθυνε προς τους κατοίκους της Κοινότητος Βαλτινού έγγραφον δια του οποίου εκφράζει και δια του τύπου την ευαρέσκειάν του προς τους κατοίκους της κοινότητος αυτής, οι οποίοι εκτός της υποχρεώσεώς των προς την συγκέντρωσιν, προσέφεραν και 2000 οκάδες σίτου εισέτι προερχομένας εκ του διενεργηθέντος εράνου μεταξύ αυτών.

Η ευγενής και μεστή αγνών αισθημάτων αλληλεγγύης χειρονομία των παραγωγών τούτων – τονίζει ο κ. Νομάρχης – με συνεκίνησε βαθύτατα.

Απευθύνω προς αυτούς θερμάς ευχαριστίας, ου μόνον εμού αλλά και της εργατικής ιδίας τάξεως, την οποίαν κυρίως ηθέλησαν να συνδράμουν, οι ευγενείς ούτοι παραγωγοί».

Για αυτήν την ανθρωπιστική πράξη των κατοίκων του Βαλτινού, θα μπορούσε να γραφτούν και να ειπωθούν πολλά. Αν αναλογιστεί κανείς πόση δύναμη και πόση διάθεση αυτοθυσίας χρειάζεται, να θέσεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, αυτοβούλως, κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της πείνας, την ώρα δηλαδή που ο συνεχής θανάσιμος κίνδυνος απειλεί τη ζωή σου αλλά και την οικογένειά σου, λόγω της επικείμενης πείνας και αυτό δεν επηρεάζει την συνείδησή σου, ώστε να αποφασίσεις μόνο για το ατομικό σου συμφέρον, και όχι για το γενικό, τότε γίνεται κατανοητό το μεγαλείο της πράξης αυτής.

Λαμβάνοντας υπόψη πως, το πρόβλημα του επισιτισμού οδήγησε στην κορύφωση της πείνας, που το χειμώνα του 1941-1942 είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια 100.000 ανθρώπων στη χώρας μας, ενώ οι απώλειες ζωών στα πεδία των μαχών ήταν 13.325 νεκροί, 62.663 τραυματίες και 1.278 εξαφανισθέντες, τότε επιβεβαιώνεται και δια του αποτελέσματος το μέγεθος της σημαντικότητας της πράξης αυτής.

Μια πράξη αλληλεγγύης, αδελφοσύνης, και ανθρωπισμού!

Μια πράξη πανανθρώπινης εμβέλειας, που παραπέμπει στον πυρήνα του χριστιανικού Λόγου!

Μια πράξη γενναιότητας, πολιτισμού και ηρωισμού. Φέγγος άσβεστο εσαεί, των ανώνυμων και ταπεινών της ζωής, που γίνονται επώνυμοι Δάσκαλοι της ιστορίας.

Η ιστορία ενός τόπου, το αφήγημα δηλαδή του παρελθόντος του, αποτελεί το θεμέλιο της ταυτότητάς του. Πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο συγκροτείται ο πολιτισμός του, όχι μόνο με τη βαριά έννοια της κληρονομιάς του παρελθόντος, αλλά και μ’ αυτή του σύγχρονου πολιτιστικού αποτυπώματος.

Αξίζει να παραδειγματιστούμε και να σκεφτούμε όλοι, πόσο μεγαλείο έχουν οι πράξεις, κάθε φορά που οι άνθρωποι καταφέρνουν να παραμερίζουν το Εγώ, προς χάριν ενός ηθικά ανώτερου και δίκαιου σκοπού.

 Ως ελάχιστη τιμή κι ευγνωμοσύνη θα τους άξιζε ένα μνημείο, πάνω στο οποίο θα αναγράφονταν σε μαρμάρινη πλάκα με χρυσά γράμματα:

«Εδώ είναι η πατρίδα αυτών που έλαβαν δημόσιο έπαινο για την ανδρεία, την αλληλεγγύη, τον ανθρωπισμό,  και το μεγαλείο της Ελευθερίας τους από τις αναγκαιότητες».

Από το βιβλίο «Η Κοινότητα Βαλτινού» Του Δημήτρη Τσιγάρα.


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Ερωτικό


Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή

Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω

Μη φοβηθείς

Και θα με βρεις είτε σαν άστρο

Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα

Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει

Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς

Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ’ άστρα

Μαζεύονται όλοι οι ποιητές

Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα

Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια

Και περιμένουν

Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν

Να πέσουν μεσ’ στον ύπνο σου

Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου

Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ’ το παράθυρό σου

Το πρόσωπό μου φωτεινό

Να σχηματίζει αστερισμό

Να σου χαμογελάει

Και να σου ψιθυρίζει

Καλή νύχτα

 

Του Μάνου Χατζιδάκι


Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Το κέντημα (εικόνες του χωριού)

 

Καθισμένη στο καρεκλάκι, σκυμμένη πάνω από το άσπρο πανάκι της, η μικρή Ντίνα κεντάει επί ώρες στην αυλή του σπιτιού της, με τις κλωστές DMC να κρέμονται στους ώμους της  και τα διάφορα νήματα, που διέθετε σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων,  για να φτιάξει την προίκα της.

Συνηθίζονταν παλιά, όλα τα κορίτσια του χωριού να κεντάνε και να φτιάχνουνε τα εργόχειρά τους με σχέδια πάνω στα πανιά, σε σεμέν, σε τραπεζομάντηλα, σεντόνια, πετσέτες και το αποτέλεσμα, ήταν όντως αξιοθαύμαστο!

Η κεντητική είναι η τέχνη της διακόσμησης ενός υφάσματος ή άλλων υλικών με την χρήση της βελόνας. Μερικές από τις βασικές μορφές ή ραφές των κεντημάτων είναι τα σταμπωτά, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, η αλυσιδωτή, η ευθεία που ακολουθεί το βελονάκι κλπ.

Τα παραδοσιακά παλαιά σχέδια κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και όλα τα κορίτσια δημιουργούσαν και καμάρωναν, για τα εργόχειρά τους. Όταν ερχόταν «η ώρα η καλή», στόλιζαν το νυφικό τους σπίτι, με όλα τους τα κεντήματα και τα έδειχναν υπερήφανα στους συγγενείς του γαμπρού και στις φιλενάδες τους.  Μόνο που αυτά σήμερα είναι ξεπερασμένα. Πόσοι τα χρησιμοποιούν, πόσοι κάθονται να  σιδερώσουν και να στρώσουν τα κεντίδια τους;  Σχεδόν κανένας. Εξ άλλου, τα σύγχρονα έπιπλα δεν χρειάζονται σεμεδάκια, κοφτά μεσάλια, και κεντητά εργόχειρα και έτσι μένουν αποθηκευμένα στα συρτάρια και στα μπαούλα.

Η παλαιότερη γενιά δημιούργησε με μεράκι αυτά τα χειροποίητα οικοτεχνήματα, που χαρακτηρίζονται κειμήλια μιας άλλης εποχής, αλλά σήμερα δυστυχώς, καταλήγουν στα μπαούλα ή στη χειρότερη περίπτωση πετιούνται. 

Έμειναν όμως οι μνήμες σαν «κέντημα της ιστορίας» να θυμίζουν μια ξεχασμένη συνήθεια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς κι ένα τραγούδι του Λουδοβίκου των Ανωγείων να περιγράφει κάποια από τα συναισθήματα:

«Σε πανί λευκό κέντημα χρυσό
σκέψεις ακριβές, μελαγχολικές
κάθε βελονιά τρύπα στην καρδιά.

Δώσ’ μου δειλινό το χρώμα της φωτιάς
να κάψω της καρδιάς τον πόνο τον κρυφό
τι να θυμηθώ, τι να θυμηθώ.

Παράθυρο ανοιχτό σαν ζωγραφιστό
κόρη που κεντά άστρα και πουλιά
πόρτα ανοιχτή και καρδιά κλειστή.

Κάθε βελονιά τρύπα στην καρδιά
τι να θυμηθώ, τι να θυμηθώ»


Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

«Ο Γκιώργκο κι ο Χασάν»

 Με αφορμή τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον εορτασμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού το έτος 2022, παραθέτουμε μια αληθινή αφηγηματική ιστορία, καταγεγραμμένη από τον Θανάση Ζαμπακά.

 


Χειμώνας 1965-1966. Σούρουπο Δεκεμβρίου. Τα σχολεία κλειστά (15 ημέρες διακοπές).

Το χιόνι είχε φτάσει τους 30 πόντους και συνέχιζε να χιονίζει. Στο σπίτι, ο καπνός έβγαινε παχύς από την καμινάδα, ανέβαινε προς τα πάνω, κόντρα στην φορά του χιονιού και χάνονταν στα σύννεφα του θαμπού ουρανού. Έξω η σκαμνιά σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, με απλωμένα τα κλωνάρια, σαν τεράστια χέρια προσπαθούσε να κρατήσει το χιόνι επάνω της, ώστε να μην πέσει κάτω στο χώμα.

Μια σκιά πήδηξε το χαντάκι της αυλής μας και σε λίγο ακούσαμε να χτυπά κάποιος την πόρτα.

«Ποιος»; φώναξε η γιαγιά και άνοιξε.

«Ά! Καλώς τον κουμπάρο». 

«Πέρνα–πέρνα μπάρμπα Γιώργο», του πρόσταξε ο πατέρας μου.

Εκείνος τίναξε το σκούτινο σακάκι του από το χιόνι, έβγαλε τις γαλότσες του και μπήκε μέσα.

«Έλα, έλα κάτσε, κάντε μέρος να καθίσει ο άνθρωπος κοντά στο τζάκι, για να ζεσταθεί», είπε η μάνα μου.

Ο μπάρμπα Γιώργος έκατσε στο κεφάλι του ντιβανιού, έβγαλε την πίπα του, εξ ου και το παρατσούκλι του, «Τσιμπούκας» και άρχισε να την περιεργάζεται.

Εγώ με την αδερφή μου, καθισμένοι στην άλλη άκρη, στο μπροστινό μέρος του κρεβατιού, παίζαμε κάνοντας φασαρία.

«Ε! ησυχία» είπε ο πατέρας, κοιτάζοντάς μας αυστηρά και μετά τις τυπικές κουβέντες  - «τα περί υγείας», «πως πάνε τα πράγματα;», «τι κάνει οικογένειά;» κλπ, πρότεινε στον επισκέπτη μας:

«Ένα τσιπουράκι θα το πιούμε;»

«Έ, βάλε ένα» είπε καταφατικά ο μπάρμπα Γιώργος.

«Άντε μπάρμπα Γιώργο να μας πεις και καμιά ιστορία, από την Τουρκία και άμα τα παιδιά είναι φρόνιμα θα καθίσουν να την ακούσουν κι αυτά», είπε ο πατέρας μου βάζοντας το τσιπουράκι.

Εμείς, σταματήσαμε αμέσως τις κουβέντες λες και κάποιος μας έκοψε απότομα τη λαλιά.

Ο μπάρμπα Γιώργος έξυσε την πίπα του, έβαλε καπνό, τον άναψε και τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά άρχισε να λέει:

«Στενάχωρα πράγματα θα σας πω, αλλά αφού το ’φερε η κουβέντα θα σας τα πω. Αν και κατά βάθος, δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από τα γεγονότα αυτού του καταστροφικού πολέμου της Μικράς Ασίας.

Είχαμε φτάσει λοιπόν, μια ανάσα από την Άγκυρα, κοντά στον Σαγγάριο ποταμό, και ήταν Αύγουστος του 1922. Εμείς, οι έλληνες στρατιώτες λουφάζαμε το βράδυ στα χαρακώματα, μα σαν ξημέρωνε και μόνο που μας έβλεπαν οι Τούρκοι το ’βαζαν στα πόδια.

«Γιατί παππού;», ρώτησα εγώ.

«Σουτ εσύ», είπε ο πατέρας μου.

«Γιατί εγώ ήμουν με τους εύζωνες» συνέχισε ο μπάρμπα Γιώργος, «και οι τούρκοι μας έλεγαν «Σεϊτάν ασκέρι» (διαβολικό λόχο) και μας φοβόντουσαν πολύ. Εκεί που λέτε, προς το τέλος του πολέμου, ενώ άρχισαν να μειώνονται οι εφοδιασμοί σε πολεμικό υλικό και τρόφιμα, οι μάχες όμως συνεχίζονταν να γίνονται σχεδόν κάθε μέρα, εκεί συνέβη το εξής γεγονός.

Οι εχθροπραξίες σταματούσαν το βράδυ και εμείς φυλάγαμε σκοπιά. Στα χαρακώματα ήμασταν τόσο κοντά με τους Τούρκους που βλέπαμε, ο ένας τον άλλον αντίπαλο. Εκεί λοιπόν, που ήμασταν αραγμένοι στα χαρακώματα, τα βράδια, ακούγαμε μια φωνή.

-«Έ! Γκιώργκο, Ε! Γκιώργκο!»

-«Ε! Χασάν, Ε! Αχμέτ!» απαντούσαμε εμείς.

-«Ε! τουτούν» (καπνό)  ακούγονταν πάλι η φωνή και έβλεπα μια σκιά να κάνει μερικά βήματα και να πετάει κάτι. Στο φέγγος του φεγγαριού αναγνώριζα και καταλάβαινα ότι ήταν μια καπνοσακούλα. Σηκωνόμουν -επικίνδυνη πράξη για την περίσταση- αλλά το να μας βρει ο θάνατος εκεί στα ξένα μέρη που πολεμούσαμε, ήταν κάτι που το είχαμε συνηθίσει. Προχώραγα λοιπόν σκυφτά, έπαιρνα την καπνοσακούλα και άφηνα τη δική μου. Όταν γύριζα πίσω, οι άλλοι στρατιώτες ρωτούσαν με αγωνία, τι έγινε; Τους έδειχνα τον τούρκικο καπνό που μου άφηνε ο Χασάν και ησύχαζαν.

Το πρωί οι εχθροπραξίες ξανάρχιζαν. Τα κανόνια έριχναν από τα μετόπισθεν, Μπαμ - μπουμ και οι οβίδες περνούσαν σφυρίζοντας από πάνω μας και έσκαζαν στις τούρκικες θέσεις.

Ένα βράδυ, την ώρα που άρχιζε το συνθηματικό μας παιχνίδι, φώναξα εγώ.

-«Ε! Χασάν, ε! Αχμέτ!»

Τίποτα, σιγή από απέναντι. Πέρασαν μερικά λεπτά και μετά ακούστηκε μια φωνή.

-«Έ! Γκιώργκο, Χασάν καπούτ!!!»

Λες και με χτύπησε σφαίρα – μου κόπηκε η λαλιά. Λούφαξα στα χαρακώματα και με πήρε ένα βουβό κλάμα και μέχρι το πρωί δεν κοιμήθηκα.

Ο φίλος μου, ο Τούρκος στρατιώτης από απέναντι είχε σκοτωθεί.

Βέβαια στον πόλεμο χάνονται πολλές ζωές, αλλά εμένα μου φάνηκε ότι έχασα έναν δικό μου άνθρωπο, έναν αδερφό».

Ένα χοντρό δάκρυ κύλισε στο πρόσωπό του μπάρμπα Γιώργου και προσπαθώντας να σκουπιστεί, ακούστηκε και ένας μικρός λυγμός.

Εμείς τα παιδιά, τσιμουδιά. Πρώτη φορά βλέπαμε παππού να κλαίει.

«Άντε βίβα μπάρμπα Γιώργο!» είπε ο πατέρας μου και κατέβασαν μονορούφι το τσίπουρο.

«Μετά τι έγινε, και ο δικός μας ο παππούς ο Θανάσης τι έκανε;» είπαμε εμείς.

«Μετά ήρθε διαταγή και άρχισε η οπισθοχώρηση», συνέχισε ο μπάρμπα Γιώργος, «ο παππούς σας έφυγε πιο γρήγορα γιατί ήταν στην Σμύρνη. Αν οι ξένες δυνάμεις μας έστελναν εφοδιασμό θα παίρναμε την Άγκυρα, αλλά όπως είπε αργότερα ο Κεμάλ, ο οποίος είχε δώσει διαταγή, στους επιτελάρχες του πως, αν ο Ελληνικός στρατός συνέχιζε την προέλαση, ο Τουρκικός στρατός θα αποχωρούσε και θα έμενε η Άγκυρα στα χέρια των Ελλήνων. Και τον πόλεμο δεν τον έχασε ο στρατός, αλλά οι πολιτικοί μας. Αλλά, ας όψονται οι «σύμμαχοί» μας οι Γάλλοι και οι Άγγλοι».

Ο μπάρμπα Γιώργος Αμπράζης πέθανε το 1973 και τώρα που μεγάλωσα κι εγώ, όταν ακούω μπουμπουνητά μου φαίνεται σαν να ακούω «Ε! Γκιώργκο - Ε! Χασάν» και ανάμεσα στα σύννεφα διακρίνω τους δυο φίλους – αντίπαλους στρατιώτες, τον Γκιώργκο και τον Χασάν να αλλάζουν τουτούν (καπνό) και να καπνίζουν το τσιμπούκι τους παρέα.

Γιατί οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, παρά μόνο οι πολιτικοί και τα μεγάλα συμφέροντα.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

 

Απολαμβάνω στην εξοχή την πιο γλυκιά ώρα της ημέρας: το σούρουπο. Οι άνθρωποι υπό το άχθος της ημερήσιας κούρασης χαλαρώνουν κι επιζητούν την ειρηνική σύμπραξη με τη συντροφιά φίλων ή, σε περίπτωση μοναχικής συγκυρίας, επαφίενται στην ευρύχωρη αγκαλιά του τοπίου που, γαλήνιο κι αυτό, γαληνεύει κι όλους τους εισερχομένους στις φανερές ή κρυφές του κόγχες.

Εδώ είμαι κι εγώ σαν μιαν ασήμαντη κουκκίδα την ώρα της μοναχικής περιδιάβασης. Οι δύο δίδυμες λεύκες σιωπούν και με νεύματα με παρακινούν να περάσω ανάμεσά τους. Στο βάθος ο νωχελής καπνός από καιόμενα ξερόκλαδα και φρύγανα δημιουργεί συνειρμούς με μακρινά γεγονότα κι ανεξίτηλες μνήμες.

Υπάρχει κάτι πιο ειρηνικό από τον καπνό, όταν αργεί πολύ να ανεβεί και να χαθεί στον ουρανό; Όχι.

Α, να, και το βουνό. Ίσα που διακρίνεται στο βάθος και θέλει να χαθεί από τον κόσμο της πραγματικότητας. Ένα τείχος υπό αμφισβήτηση, που μόλις που προλαβαίνουμε να το δούμε.

Του Ηλία Κεφάλα


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Ο ζευγάς με το ζευγάρι του

 

Είναι η εποχή που οι αγρότες θα προετοιμάσουν τα χωράφια τους και θα σπείρουν τα χειμερινά σιτηρά. Η κατεργασία του εδάφους από τη μεγάλη πλειονότητα των αγροτών μας, γίνεται με όργωμα. Περιμένουν τις πρώτες βροχές να φέρουν το έδαφος σε εύθρυπτη κατάσταση και ακολουθεί το όργωμα με αλέτρια συνδεδεμένα πάνω σε γεωργικούς ανελκυστήρες (τρακτέρ).

Παλαιότερα όμως το όργωμα γίνονταν με ξύλινο αλέτρι (το Ησιώδιο αλέτρι) που το έσερναν τα ζώα.

Ακολουθώντας τα βήματα των παλιών ζευγάδων, θα μας πάνε σταθερά στις καλές εποχές, τότε που ο ζευγολάτης έκανε το σταυρό του και πήγαινε για δουλειά. Μαζί με το ζευγάρι του και ο ίδιος ήταν απαραίτητο «εργαλείο» της μάνας γης, για να δώσει απλόχερα τα αγαθά της. 

Ο ζευγάς αγαπούσε την δουλειά του και την έκανε με μεράκι και όπως έπρεπε, γιατί από εκεί περίμενε να ζήσει τη φαμελιά του. Γνώριζε πολύ καλά τι χρειάζεται το χώμα για να αφρατέψει και να καρποφορήσει αποτελεσματικά.

Πάνω στο χωράφι έζευε το ζευγάρι, συνήθως δύο βόδια, ή δυο άλογα ή μουλάρια ή γαϊδούρια, με τον ζυγό και όργωνε με το ζευγάλετρο, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Ο ζυγός είναι το εξάρτημα που ζευγαρώνει τα ζώα. Ήταν ξύλινος και οι άκρες του ακουμπούσαν στο σβέρκο των ζώων ώστε να τα κρατάει σε σταθερή απόσταση.

Λίγο μετά, έκανε την εμφάνιση του το πρώτο σιδερένιο αλέτρι. Πέρα από το βάρος, το σιδερένιο αλέτρι είχε κι εντελώς αντίθετη τεχνική κι αυτή μάλλον ήταν που το ’κανε πιο κουραστικό. Το ξύλινο αλέτρι έπρεπε να το πιέζεις στις λαβές προς τα κάτω, ενώ στο σιδερένιο αντίθετα έπρεπε ν’ ανασηκώνεις τις λαβές προς τα πάνω, ώστε η μύτη του να χώνεται μέσα στο χώμα. Τα 30 μόλις, στρέμματα, που διέθεταν κατά μέσον όρο οι φτωχοί χωρικοί του τόπου μας, ήταν διαχειρίσιμα.

Ο όρος ζευγάρι αποτελούσε και μονάδα μέτρησης ενός χωραφιού. Συχνά ακούγονταν από τους παλαιότερους χωριανούς να λένε στην κουβέντα τους ότι το τάδε χωράφι είναι τόσων ζευγαριών κι εννοούσαν μ' αυτό ότι για το όργωμά του χρειάζονται τόσες μέρες. Είναι όντως περίεργη αυτή η μέτρηση του χώρου με το χρόνο.

Στις αγοραπωλησίες επίσης, ο μεσίτης ή ο πωλητής περιέγραφε το χωράφι σαν τόσων ζευγαριών ή τόσων εργατών, κι έτσι ο υποψήφιος αγοραστής έπαιρνε μια ιδέα για την έκταση του. Πήγαινε στη συνέχεια και το ’βλεπε κι η αγοραπωλησία γινόταν στη βάση αυτής της οπτικής εντύπωσης.


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Έκθεση ζωγραφικής «Η ζωφόρος του Παρθενώνα» του Κωνσταντίνου Μαϊπά

 

Η ζωφόρος του Παρθενώνα, με την πομπή των Παναθηναίων (σειρές λίθων με ανάγλυφη διακόσμηση στην εξωτερική τους επιφάνεια) είναι ο απόηχος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας που πρέπει να γνωρίζουν όχι μόνο οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι πολίτες, αλλά κι ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος.

Η ζωφόρος του Παρθενώνα είναι ο γλυπτός διάκοσμος του πάνω μέρος, του λαμπρότερου δημιουργήματος της αθηναϊκής δημοκρατίας, του ναού του Παρθενώνα. Σμιλεύτηκε μεταξύ του αι. 443 και 437 π.Χ., υπό τη διεύθυνση του διάσημου γλύπτη Φειδία. Από τα 160 μέτρα της αρχικής ζωφόρου, τα 128 μέτρα σώζονται - περίπου το 80%. Πολλά κομμάτια της ζωφόρου καταστράφηκαν από την έκρηξη του Μοροζίνη. Αρχικά υπήρχαν 115 πλάκες. Απ' αυτές, 94 σώζονται ακόμη, είτε ολόκληρες, είτε σε κομμάτια. 36 βρίσκονται στην Αθήνα, 56 στο Βρετανικό Μουσείο (Λονδίνο) αρπαγμένες από τον Έλγιν, μία πλάκα από την ανατολική πλευρά στο Λούβρο (Παρίσι) και ένα μέρος από μια άλλη πλάκα στη Βιέννη. Από αυτόν τον γλυπτό διάκοσμο εμπνεύστηκε και αποτύπωσε στους πίνακές του, με ευαισθησία, επιστημοσύνη, ακρίβεια και αρτιότητα, ο Κωνσταντίνος Μαϊπάς και ήδη λειτουργεί έκθεση ζωγραφικής στην πόλη των Τρικάλων. Τα εγκαίνια της έκθεσης, θα πραγματοποιηθούν στις 22 Οκτωβρίου 2022, στις 7.00 μ.μ. στην αίθουσα του χώρου του δίδυμου Οθωμανικού Λουτρού, στο Μουσείο Τσιτσάνη Τρικάλων. Η έκθεση θα διαρκέσει από 20 έως 30 Οκτωβρίου του 2022.

Πρόκειται για μια μοναδική έκθεση, που φέρει τον τίτλο «Η ζωφόρος του Παρθενώνα» και η οποία απαρτίζεται από έναν μεγάλο αντιπροσωπευτικό αριθμό εκθεμάτων (ελαιογραφίες), του συνολικού έργου του. Η αποτύπωση της ζωφόρου αναδεικνύεται ποικιλοτρόπως, καθώς ο αείμνηστος καλλιτέχνης επιχειρεί, με αυτόνομες ενότητες έργων, που διαφέρουν ως προς την τεχνοτροπία τους, αλλά διατηρούν με αυστηρότητα και ακρίβεια όλα τα ιστορικά και αναγλυφικά στοιχεία του μνημείου, να αποδώσει, πάνω στις επίπεδες επιφάνειες των έργων του, την αίσθηση του όγκου, του χώρου, της κίνησης και του φωτός. Κάθε στοιχείο του ζωγραφικού πίνακα έχει την ιδιαίτερη σημασία του. Ο τρόπος με τον οποίο διατάσσονται οι γραμμές, τα σχήματα, τα χρώματα, οι τόνοι και η υφή αποτελεί μία μορφή έκφρασης του καλλιτέχνη, ο οποίος αποδίδει ολοκληρωμένα την εικόνα του μνημείου και πετυχαίνει τον σκοπό του, να επιτελέσει πολιτιστικό και ταυτόχρονα εκπαιδευτικό  έργο, που είναι η ουσία της Τέχνης και του Πολιτισμού.  Άλλωστε ο Κωνσταντίνος Μαϊπάς, που ήταν διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός του ΕΜΠ, είχε αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και ιδιαίτερα στα αριστουργήματα του Παρθενώνα. O αρχαιοελληνικός πνευματικός μας πλούτος, που αποτελεί τον ομοκεντρικό άξονα της έκθεσης αυτής, μπορεί να αποτελέσει φορέα μηνυμάτων αισιοδοξίας και ανάτασης.


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Ρεμβασμός σε μια παλιά φωτογραφία

 

Παρατηρώντας τη φωτογραφία, που έβγαλαν κάποτε, οι αείμνηστοι συγχωριανοί μας,  Νίκος Βότσιος και Γιώργος Ιωάννου, στον χώρο της Γελαδαριάς, στην κεντρική πλατεία του χωριού, μου ήρθε στο νου η φράση του Αριστοτέλη «Όλα γερνάνε με το χρόνο. Τίποτα δεν ξανάνιωσε ποτέ χάρη στον χρόνο, μόνο φθοράς αίτιος είναι ο χρόνος».

Και βέβαια ξεπρόβαλαν μπροστά μου, αναμενόμενα τα υπαρξιακά ζήτημα της ματαιότητας των εγκόσμιων σε σχέση με την αιωνιότητα του σύμπαντος και της ψυχής.

Οι δύο φίλοι σήμερα δεν υπάρχουν πια στη ζωή, έχουν σαρωθεί από το θάνατο. Το τοπίο τελείως αλλαγμένο, δεν θυμίζει τίποτα την φτωχική αλάνα των παιδικών μας χρόνων. Όμως έχουν αφήσει πίσω τους ο καθένας το δικό του αποτύπωμα ζωής.

 «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».

Ζούμε σε ένα κόσμο - καλό ή κακό- τον οποίο άλλοι διαμόρφωσαν για εμάς και εμείς με την σειρά μας τον διαμορφώνουμε για κάποιους άλλους. Κάποιοι άλλοι μας έδωσαν την σκυτάλη για να προχωρήσουμε στο στίβο της ζωής. Όταν εμείς θα έχουμε αποχωρήσει από το προσκήνιο, κάποιοι άλλοι θα συνεχίσουν το παίγνιο της βιωτής.

Στο ίδιο μήκος κύματος, με την αντίστοιχη ανάγνωση της φωτογραφίας, κινούνται και οι στίχοι του Βασίλη Ανδρεόπουλου, στο τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου «Αυτόν τον κόσμο τον καλό».

«Αυτόν τον κόσμο τον καλό τον χιλιομπαλωμένο

ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.

Αυτόν τον κόσμο τον καλό άλλοι τον είχαν πρώτα

γέλα φίλε μου δεν είναι και για λύπη.

Αυτόν τον κόσμο τον καλό σ’ εμάς τον παραδώσανε

τρέχα φίλε μου και μη βαριά το παίρνεις.

Αυτόν τον κόσμο τον καλό άλλοι τον καρτεράνε

 σκέψου φίλε μου την ώρα που θα φεύγεις».

Η μεταφυσική αναζήτηση, η δίψα για «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών γεννά πολλά αναπάντητα ερώτημα:

 -Ποιο είναι το «νόημα» (αιτία και σκοπός) της ύπαρξης, του κόσμου, της ιστορίας;

-Η ύπαρξη είναι περατή; Έχει όρια χρονικά;

-Από πού ερχόμαστε και που πηγαίνουμε; Προέλευση και προορισμός.

-Τι κρατάμε λοιπόν από τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μας και τι αυτοί συγκράτησαν από εμάς;

-Σχετικά με το χρόνο, τι ισχύει τελικά; «είμαστε αθάνατοι;» υπάρχει αιώνια ζωή; ή «τίποτε δεν είμαστε» και όλα τελειώνουν σε δυο μέτρα γης.

Ο ρεμβασμός… ατέλειωτος! Η ύπαρξή μας... μια απέραντη ασημαντότητα! Το «τίποτε δεν είμαστε» ίσως κινητοποιήσει επιτέλους να γίνουμε κάτι (χωρίς την ψευδαίσθηση ότι είμαστε τα πάντα). Η μόνη δυνατή ανθρώπινη αθανασία είναι η γλυκιά ανάμνηση των όσων ζήσαμε στο νου όσων ζουν. Και θα ήταν καλύτερα αντί να κοιτάμε πίσω να κοιτάξουμε μπροστά να αναρωτηθούμε: «Ποιος μελλοντικός στόχος θα μπορούσε να κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσουμε;

Δημήτρης Τσιγάρας

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Παρουσίαση του βιβλίου «Παλιά πορτρέτα ζευγαριών του Βαλτινού»

 

Στο βιβλίο με τίτλο «Λεύκωμα: «Παλιά πορτρέτα ζευγαριών του Βαλτινού», που εκδόθηκε από τις Γραφικές Τέχνες «Δημήτρη Τσιγάρα», γίνεται η παρουσίαση διάφορων πορτρέτων, που στο σύνολό τους αποτελούν ένα κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού και συνθέτουν ένα μοναδικό λαογραφικό αρχείο.

Πρόκειται για εικόνες που κατέγραψε και διέσωσε ο φακός του παραδοσιακού φωτογράφου, οι οποίες λειτουργούν ως θυμητάρια μιας αλλοτινής εποχής και αποτελούν πολύτιμο θησαυρό και ακριβή παρακαταθήκη για τις ερχόμενες γενιές. Κυρτωμένες φιγούρες του μόχθου και αυλακωμένα πρόσωπα, αλλά και πρόσωπα με τα ωραία χαρακτηρίστηκα της νιότης και της καθαρότητας του βλέμματος, μας αποκαλύπτουν την εσωτερική δύναμη και ομορφιά τους.

Η φωτογραφία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη και μέσω της εικόνας, αφήνει πίσω αρκετά μνημονικά ίχνη. Ο ρόλος της είναι, να φυλακίσει την κάθε στιγμή και από την άλλη να μας αφηγηθεί ή να μας αφήσει να αναγνώσουμε ή να φανταστούμε όλες τις ιστορίες, τα ενδεχόμενα, ή τις διάφορες πτυχές από τις μυστικές ζωές των εικονιζόμενων.

Με το ξεφύλλισμα του λευκώματος, νοιώθει κανείς την μαγεία και τη δύναμη της εικόνας, τη σιωπηλή επικοινωνία, καθώς στα πρόσωπά τους αναγνωρίζονται ίχνη και μηνύματα της αλλοτινής τους ζωής.

Το βιβλίο παρουσιάζεται και διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο εδώ.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Ο χορός των μελισσών

 

Διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες για το πέρασμα της συνείδησης του ατόμου από το εγώ στο εμείς, θέλει τον άνθρωπο να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Θέλει την ανθρώπινη κοινωνία να εξελιχθεί μέσα από αρχές, αξίες και ιδανικά ενότητας, αλτρουϊσμού και προσφοράς. Θέλει να συνειδητοποιήσει, ο κάθε άνθρωπος, ότι «ο χορός των μελισσών» είναι και δικός του χορός μέσα στην ανθρώπινη κυψέλη, και ότι ο ίδιος αποτελεί απλά ένα κύτταρο ενός πολύ μεγαλύτερου οργανισμού.

Αυτός ο χορός του κυττάρου για τον Θωμά Ζαμπακά εκφράζεται με την ενασχόλησή του ως ιεροπαίδι.

Το ιεροπαίδι ή το παπαδάκι, όπως αλλιώς λέγεται, είναι ο μικρός που φοράει άμφια κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας και βοηθάει τον ιερέα στο έργο του. Από μικρό παιδάκι ο Θωμάς Ζαμπακάς έχει αγαπήσει την εκκλησία και έγινε το «παπαδάκι» του ναού Αγίου Αθανασίου Βαλτινού. 

Είχε αποστηθίσει και είχε μάθει σχεδόν όλη την υμνολογία αλλά και το τυπικό της λειτουργίας και διεκδικούσε με αυτοπεποίθηση τη θέση του στο ψαλτήρι.

Στο ψαλτήρι με τον Πατήρ Κων/νο Ζαχαράκη και τον ψάλτη Αθανάσιο Ζαμπακά.


Σε κάθε εκκλησιαστικό τελετουργικό είναι παρών και συμμετέχει  είτε βοηθώντας τον ιερέα στην άσκηση των καθηκόντων του, είτε ψέλνοντας στο στασίδι ως ιεροψάλτης. Γνωρίζει όλη τη διαδικασία της εκκλησιαστικής παράδοσης, από την αρχή έως το τέλος κάθε τελετουργικού.

Σήμερα θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι η ψυχή της ενορίας Βαλτινού, καθώς διακατέχεται καθημερινά από την αγωνία του χρέους και του καθήκοντος να υπηρετήσει τον ρόλο του.

Και είναι σαν να προσπαθεί σκαλί - σκαλί να ατενίσει το θείο φως, να λάβει μέρος στη θεία δόξα και με τη θεία χάρη να πορευθεί στη ζωή του!

Μετά την Κυριακάτικη θεία λειτουργία ένας απολαυστικός καφές στο καφενείο για τον Θωμά και τον Θανάση είναι ότι πρέπει.




Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Τα Βαλτσινιώτικα

Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα

εδώ στα Βαλτσινιώτικα

θα λέμε τον καημό μας,

τις πίκρες μας, τα βάσανα,

τ’ άσχημα απ’ το χωριό μας.

Ο ουρανός συννέφιασε και άρχισε να βρέχει

κι ο νους στον επικείμενο χειμώνα τώρα τρέχει.

Πετρέλαιο, ξύλα, αέριο ανέβηκαν στα ύψη,

σε λίγο και τα τρόφιμα κι αυτά θα ’χουν εκλείψει.


Η τσέπη άδεια από λεφτά, το ρεύμα πια κομμένο

κι εγώ "το μάνα εξ ουρανού" να μου ’ρθει περιμένω.

Παρηγοριέμαι πως πολλοί βρίσκονται σαν εμένα,

θηράματα στα δόκανα να τρέμουν τα καημένα.


Κι αυτοί που είναι υπαίτιοι, τα ύδατα θολώνουν

και την ευθύνη των δεινών σε άλλους την χρεώνουν.

Για όλα, δήθεν, τα κακά φταίνε μονάχα οι άλλοι,

δεν βλέπουν την κατάντια μας, τη νίλα τη μεγάλη

και τις ευθύνες ρίχνουνε σε άλλους για το χάλι

και ξύνουνε αδιάντροπα το κάτω τους κεφάλι.


Κι εγώ φτωχός κι ανήμπορος και θύμα Βαλτσινιώτης,

βλέπω διαρκώς να χάνονται τα όνειρα της νιότης!!!

Κι εκεί που αισθανόμουνα κάποτε ανδρειωμένος,

αχ τώρα νοιώθω άβολα, κορόιδο, προδομένος.


Μα σαν ξυπνήσει ο ραγιάς και πιάσει το τουφέκι

φωτιά, τσεκούρι θα γενεί, βροντή κι αστροπελέκι.

Μα σαν ξυπνήσει ο ραγιάς και πιάσει τα ταμπούρια

θα έρθει τούμπα ο ντουνιάς, τέρμα τα καλαμπούρια.

Μα σαν ξυπνήσει ο ραγιάς κι ανέβει στα παλιούρια

δεν τον κρατάει τίποτα. Γιούργια και πάλι γιούργια…


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Οι αρχόντισσες της υπαίθρου

 

Γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μεγαλούργησαν και «εξεμέτρησαν το ζην» μαχόμενες ηρωικά σε πολλά και διαφορετικά μετερίζια. Διετέλεσαν φάροι, λιμάνια και καταφύγια. Αναπαύονται εν ειρήνη ύστερα από μία ζωή γεμάτη στερήσεις και ανιδιοτελή προσφορά. Νοικοκυρές στα σπίτια τους, γοητευτικές στο σεργιάνι, αρχόντισσες στα χωράφια και τα βοσκοτόπια.

Ακμαίες και ενεργές, αν και «απόμαχοι», όσες βρίσκονται σήμερα στη ζωή, με ροζιασμένα και παραμορφωμένα τα χρυσά και θαυματουργά χέρια, αναπολούν το «βεβαρημένο» παρελθόν, συγκρίνοντας με θλίψη, θυμό και κάμποση απογοήτευση το τότε και το τώρα, θεωρώντας τον εαυτό τους τυχερό, που επέζησαν και η πολιτεία τις αντάμειψε με το ποσό των… 340 ευρώ σύνταξη, ως «τιμωρία» που έγιναν αγρότισσες και δεν πλήρωσαν εισφορές και είχαν φοροαπαλλαγές. Αυτές δεν μπήκαν στο δημόσιο, ώστε να τους…επιστραφούν οι κρατήσεις από τους μισθούς!

Οι περισσότερες ήταν αγράμματες και οι πιο τυχερές ήξεραν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση. Τι κι αν δεν πήγαν σχολείο; Ήταν σπουδαγμένες, μορφωμένες, πανεπιστήμονες, κάτοχοι αμέτρητων τίτλων σπουδών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών. Ασκούσαν τέλεια όλες τις τέχνες και τις επιστήμες. Στα φροντισμένα σπίτια τους όσα ήταν τα πανέμορφα περίτεχνα κεντίδια και τα στρωσίδια, τόσα ήταν και τα βαρύτιμα πτυχία… Συνδύαζαν αριστοτεχνικά αγραμματοσύνη και «μόρφωση», πάθος για δημιουργία, υψηλή πολύπλευρη εξειδίκευση για κάθε είδους ανάγκες επιβίωσης, προσφορά και ανθρωπιά, γοητεία και θηλυκότητα. Σπούδασαν οικιακή οικονομία, αρτοζαχαροπλαστική, βρεφοκομία, νηπιαγωγική, κάνοντας «πρακτική άσκηση» στα μικρότερα αδέρφια τους, και βοηθοί στα χουζμέτια υπό την καθοδήγηση της γιαγιάς και της μάνας.

Στην «προβιομηχανική» εποχή της αγροτικής ζωής, ήταν «πολύτιμα μηχανήματα» που άνοιγαν παζαρόστρατες με μικρότερο μεροκάματο απ’ ό,τι οι συνομήλικοι τους έφηβοι και ξεχέρσωναν με τα τσαπιά και τα χέρια τους μεγάλες εκτάσεις -ακόμη κι όταν κρατούσαν Τριομέρι- για να γίνουν γόνιμα τα χωράφια. Ξερίζωσαν γκριγκορτσές, κέδρα και παλιούρια στη Λουγγά και στη Χράπα, αλλά μερίδιο από την αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης των χωραφιών δεν πήραν δεκάρα, γιατί.. ήταν κορίτσια. Ξεγέννησαν κάθε εγκυμονούσα τετράποδη μάνα.

Προσθήλασαν και ζωογόνησαν αρνιά, κατσίκια και κουβάλησαν τόνους γάλα από τη στρούγκα. Κουβάλησαν στον ώμο και με την κουπάνα στο κεφάλι και έπλυναν όχι μόνο στράνια και σπιτομάζωμα στον λάκκο αλλά και μαλλιά και κωλόκουρα. Ενώ πήραν πλυντήριο, συνέχισαν να πλένουν στην κουπάνα, για να βρει η νύφη… καινούριο το πλυντήριο! Ύφαναν, κέντησαν, έγνεσαν, έπλεξαν αμέτρητα χιλιόμετρα μαλλί… Ακόμη και όταν δούλευαν μεροκάματο στα χωράφια άλλων, διακρίθηκαν πάλι ως «χειρωνακτικά πολυεργαλεία» και άριστες «μηχανές συλλογής καρπών».

Όταν παντρεύτηκαν, πήραν ως προίκα τ’ ασπράγκαθα στα ακροδάχτυλα των χεριών, τις γρατσουνιές στα πόδια, τ’ άγανα και τα κουλτσίδια στα τσιρέπια, αλλά και τις βασικές πολύτιμες γνώσεις οικοκυρικής και εφαρμοσμένης γεωργοκτηνοτροφίας. «Έτσι ήταν τα χρόνια εκείνα». Μα τι και αν δεν ήταν βαρυπροικούσες με κινητή και ακίνητη περιουσία; Είχαν μαζί τους ανεκτίμητης αξίας άυλη κληρονομιά. ‘Ήθος, αρχές, αξίες, πάθος, για ζωή και προκοπή. «Σέβονταν τον τρανύτερο και σκώνουνταν απού καταγής, ακόμα κι όταν έρχουνταν τα βόδια απ’ του χουράφ»! Εκτίμησαν αυτά που βρήκαν, τα πολλαπλασίασαν αγόγγυστα και τα διαμοίρασαν ως κληρονομιά, χωρίς να κρατήσουν ούτε «π’θαμή κι κιραμίδα»! Έφτιαξαν καινούργια, μοντέρνα και τρανά σπίτια, αλλά εκείνες συνέχισαν να μένουν στα μαντζάτα, στα καλύβια και στα μαγειριά. Τα σπίτια τους ήταν εργαστήρια, εργοστάσια, φιλόξενα μοναστήρια…

Η ζωή τους όλη ήταν κόπος, μόχθος, δημιουργία μα και θυσία. Χωρίς να το καταλάβουν, κατέκτησαν γρήγορα και επάξια όλους τους βαθμούς και τίτλους αξιοσύνης στην κατ’ οίκον «Εκκλησία» που δημιούργησαν με τους συζύγους τους.

Υπομένοντας και υποτασσόμενες ως σύζυγοι, φιλόστοργες ως μητέρες, αποδοτικές και μη αμειβόμενες ως εργαζόμενες. Διακόνησαν πεθερικά, κουνιάδια, παιδιά και ανίψια. Ως ευσεβείς «ιέρειες» λειτουργούσαν καθημερινά στην τράπεζα της αγάπης, ανασκουμπωμένες, αναφέροντας και υψώνοντας στον Δημιουργό τον έρωτά τους για «σύμπασα την κτίσιν», για ανθρώπους, ζώα και φυτά. Προσέφεραν τον εαυτό τους θυσία ευάρεστη, μεταλαμβάνοντας σε όλους τη χαρά και τη ζωή. Έκοβαν την χαψιά απ’ το στόμα για τα παιδιά τους, μαγείρευαν ως βραβευμένοι chef, ακόμη και χωρίς λάδι, είχαν όμως πάντα λάδι για το καντήλι κι έναν παρά ίσα-ίσα για κερί στην Εκκλησιά. Ο παράς για το κερί ήταν η μόνη κατάθεση που έκαναν ως αντίδωρο για την δική τους ισόβια κατάθεση ψυχής. Ως οικογενειακοί επίσκοποι φρόντιζαν, επέβλεπαν, καθοδηγούσαν και διαποίμαιναν την οικογένειά τους, αγωνιώντας για τη σωματική και πνευματική προκοπή των τέκνων, την παραμυθία των ηλικιωμένων, την ανάρρωση των ασθενούντων.

Και όταν χήρευε η θέση του «στύλου της οικογένειας», αυτοανακηρύσσονταν η καθεμία τους «αρχιεπίσκοπος» ως πρώτη μεταξύ ίσων, με αυξημένα διακονήματα και υποχρεώσεις, να υπηρετεί, να νουθετεί, να εκπαιδεύει και να σπουδάζει τα τέκνα της, να γαληνεύει τις διαφορές εντός της οικογενείας. Γινόταν και άξιος πατέρας. Το μαύρο χρώμα των ρούχων και η μαύρη μαντήλα ήταν η ισόβια στολή της. Στολή θλίψης, απάρνησης του εαυτού της και ένδυμα θυσιαστικής προσφοράς.

Πέρασαν μια πολυκύμαντη και πολυτάραχη ζωή. Γεμάτη υποχρεώσεις, προκοπή, δημιουργία και «επενδύσεις: έχτισαν σπίτια, μαντριά και βοηθητικούς χώρους, χωρίς οι ίδιες να έχουν κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας. Πρώτες ξυπνούσαν αχάραγα και τελευταίες ξάπλωναν μεσάνυχτα. Τα πάντα έρχονταν και θεωρούνταν φυσιολογικά για εκείνες, τις γυναίκες «παλιάς κοπής». Εφηβεία, ενηλικίωση, γάμος, εγκυμοσύνη, τοκετός. Έγιναν νεαρότατες μητέρες, χωρίς οικογενειακό προγραμματισμό, μαθήματα ανώδυνου τοκετού, φορέματα εγκυμοσύνης, κρέμες κατά των ραγάδων και των πανάδων, ούτε ειδική διατροφή και μεταχείριση. Δεν παρέμειναν ποτέ κλινήρεις, λόγω «επαπειλούμενης αποβολής», ούτε απουσίασαν από το βαρύ τους καθημερινό πρόγραμμα. Ποτέ δεν είχαν βαλίτσα μαιευτηρίου, ούτε έκαναν επιλογή ημέρας και ώρας τοκετού, μην τυχόν και γεννήσουν με ανάδρομο Ερμή… Πολλές γέννησαν στα χωράφια. Οι πιο τυχερές στα σπίτια τους. Εκείνα ήταν το «Ιασώ» και το «Μητέρα» και οι μονάδες νεογνών… Οι πολύπειρες μαιευτήρες-μαίες του χωριού ήταν διαθέσιμες κάθε μέρα και ώρα σε εύκολους και δύσκολους τοκετούς, χωρίς καισαρικές και τεχνητές ωδίνες, με αμοιβή τη χαρά τους που λευτερώθηκε αγλήγορα η λεχώνα και …φακελάκι ένα ζευγάρι τσιρέπια Η επίτοκος δικαιούταν μόνο σαρανταήμερο αποχή από τα συζυγικά και εργασιακά καθήκοντα. Χωρίς επίδομα τοκετού, άδεια ανατροφής τέκνου, μειωμένο ωράριο εργασίας, επίδομα τέκνων και άλλες διευκολύνσεις μητρότητας. Επέστρεφαν δριμύτερες στις πολλές και ποικίλες υποχρεώσεις τους. Γνώριζαν εκ πείρας πως «σπίτι χωρίς γυναίκα είναι λάμπα δίχως φως».

Αλλά και στο μαντρί ήταν πολύτιμες, αφού ήταν «ο παππάς» που στηρίζει τον «καβαλάρη.» Το χωράφι, το μαντρί και ο κήπος τις περίμεναν, όπως τα παιδιά τους, να το ποτίσουν με τον ιδρώτα τους και να το δροσίσουν με το τραγούδι τους, φορώντας άσπρο μαντήλι και αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Τα σπίτια τους, φτωχικά αλλά περιποιημένα, ήταν εργοστάσια και εργαστήρια παραγωγής, αποθήκες τροφίμων και σαλόνια κοσμικά, επίγειος παράδεισος και βασίλειό τους. Τα χωράφια τους κάρπιζαν, χάρη στο τραγούδι τους και στη φροντίδα τους. Ερωτευμένες με τη γη, έδιναν σ’ αυτήν ό,τι ποθούσαν οι ίδιες από τους σκληρούς άνδρες τους: στοργή, κατανόηση, χάδια, καλοκουβέντες, σεβασμό, αναγνώριση. Και η γη τις λάτρευε και τις αντάμοιβε, αφού και η γη γυναίκα είναι… Μιλούσαν με τη γη, επικοινωνούσαν, αλληλοβοηθιούνταν. Όπως η γη, κι αυτές δέχονταν τους «σπόρους», τους γεννούσαν, τους μπόλιαζαν με αγάπη, τους βελτίωναν, τους φρόντιζαν και τους μεγάλωναν. Χωρίς να είναι γεωπόνοι, γνώριζαν όλες τις αγροτικές εργασίες: καλλιέργεια, σπορά, λίπανση, συλλογή, επεξεργασία, έλεγχος ποιότητας, διαλογή, κατανάλωση. Ήταν άριστοι ανθοκόμοι και αρχιτέκτονες ανθόκηπων και λαχανόκηπων. Ο δεσμός με τα ζώα, οικόσιτα και μη, αδιατάρακτος. Φρόντιζαν, καθάριζαν, ασβέστωναν τα μαντριά, βοσκούσαν, ξεγεννούσαν, προσθήλαζαν, άρμεγαν, τυροκομούσαν. Ως μάνες έδιναν ιδιαίτερη αγάπη στα πρόωρα και καχεκτικά νεογέννητα, που οι άντρες τους θεωρούσαν ξεγραμμένα. Κι οι μάνες, τετράποδες μεν, θηλυκά δε με ευαισθησίες, τις ευγνωμονούσαν συγκεντρωμένες τριγύρω τους γλείφοντας τα χέρια των και τα ροδοκόκκινα μάγουλά τους, βελάζοντας χαρούμενες, όταν άκουγαν τα σφυρίγματα και τις κλήσεις τους. Γέμιζαν τα καρδάρια γάλα, γιατί τις πικούνιβαν και τις καλόπερναν. «Στα γαλάρια τζιουμπάνου βάλε γ’ναίκα, στα στείρα άντρα, στα αρνοκάτσικα βάλι τα πιδιά» ορμήνεβαν οι γέροι.

Η ταυτότητα τους ανέφερε ως επάγγελμα τα «οικιακά». Ούτε όμως ως «οικοκυρές» πληρώνονταν ούτε ως αγρότισσες. Πολυτάλαντες, πολυμήχανες και αεικίνητες, ακούραστες, καρτερούσαν με αγωνία Κυριακές, γιορτές και σχόλες, για να «συμμορφώσουν» και τον εαυτό τους να πάνε στην Εκκλησιά, για να συναντηθούν με συγγενείς και φίλες. Προτού οι ειδικοί αποφανθούν, ήξεραν πως η αναψυχή και η ψυχαγωγία της γυναίκας αλλά και η ψυχική της ισορροπία οφείλεται σε δύο παράγοντες: στην καλλιέργεια της γης και την επικοινωνία με τις φίλες τους. Είχαν χρόνο για όλα. «Η δ’λειά, δ’λειά κι ου χουρός γαϊτάν’», έλεγαν. Δεν είχαν ακριβές τουαλέτες, επώνυμα ταγιέρ και αμέτρητα επώνυμα ζεύγη υποδημάτων, ούτε μπιζουτιέρες και βαλιτσάκια καλλυντικών, αλλά ήξεραν να είναι περιποιημένες, κομψές και όμορφες, χρησιμοποιώντας φυτικά καλλυντικά που μάζευαν από τη μάνα γη. Μάζευαν και επεξεργάζονταν από τη μάνα γη φυτά και άνθη για φαρμακευτικό σκοπό. Ήταν γιατροί, νοσηλευτές και «ιλιατσολόγοι». Η γη ήταν και το καθημερινό τους γυμναστήριο, ο ψυχοθεραπευτής, ο προσωπικός τους γυμναστής, που τις απάλλασσε φυσικά από τα κιλά της εγκυμοσύνης, πανάδες και ραγάδες, χαρίζοντάς τους υγεία και ευεξία. Ούτε επιλόχειο και κάθε μορφής κατάθλιψη γνώριζαν, αφού, όπως «μολογούσαν», «μόλις σαράντ’ζαμι, κινούσαμι πάλι γκαστρουμένις!» Ούτι ν’ αρρουστήσουμι δεν αδειαζάμι! Κι να μας έπιανι καμιά ζαμπακαριά ή συρμή καμιά φουρά, ποιός μας ρουτούσι κι μας πικούνιβι;»

Δεν χρειάζονταν ούτε ινστιτούτα αισθητικής. Έκαναν υγιεινή διατροφή με ό,τι εύρισκαν και όσο περίσσευε από την οικογένεια, και για αναψυκτικό και δροσερό καλοκαιρινό κοκτέηλ έπιναν «σκορδάρι». Πολύ δε περισσότερο, δεν απαιτούσαν υπηρεσίες ονυχοπλαστικής και ποδολογίας, αφού δεν είχαν… νύχια. Τα νύχια των χεριών «σώνουνταν» από τις πολλές και ποικίλες βαριές δουλειές και ιδιαίτερα από το πλύσιμο των πάντων στο χέρι. Από το πολύ περπάτημα ξενυχιάζονταν και στα πόδια. Όσο για τις φτέρνες, χρησιμοποιούσαν το θαυματουργό ιαματικό καλλυντικό, το «κατράν’». Είχαν έτσι όλο τον χρόνο διαθέσιμο, να εργάζονται ακατάπαυστα, όπου τις καλούσε το καθήκον για το καλό του σπιτιού και της φαμίλιας.

Αυτές οι γυναίκες ήταν και είναι οι γιαγιάδες και οι μάνες μας. Οι ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Δεν ανακηρύχθηκαν ποτέ «γυναίκες της χρονιάς», ούτε βραβεύτηκαν και αναγνωρίστηκαν ως «πρωτοπόροι της γυναικείας επιχειρηματικότητας»… Βέβαια ούτε έγιναν εξώφυλλα στη Vogue, ούτε πήγαν καλεσμένες στα πρωινάδικα, ούτε είχαν ομάδα στο διαδίκτυο. Για τ’ ανύπαρκτα δικαιώματά τους και τις εις βάρος τους αδικίες και διακρίσεις δεν έγιναν πορείες διαμαρτυρίας, συναυλίες αλληλεγγύης και «διάρρηξη ιματίων», ούτε εκδόθηκαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας από γυναίκες άλλων επαγγελμάτων και άλλης κοινωνικής τάξης. Στο σπίτι αμφισβητήθηκε και υποβαθμίστηκε η προσφορά τους. Στην κοινωνία δεν αναγνωρίστηκαν οι θυσίες τους. Στη δύση του βίου τους, ένιωθαν πως είναι βάρος στα παιδιά τους, αφού «μια μάνα μπορεί και φροντίζει δέκα παιδιά. Τα δέκα παιδιά δεν μπορούν να φροντίσουν μια μάνα.» Πολλές δεν ζήτησαν καν να μεταφερθούν σε μονάδες υγείας, για «να μην αναστατώσουν και ξοδέψουν τα παιδιά!» Τα περισσότερα παιδιά, άλλωστε, τα είχαν οι ίδιες διώξει από τη γη που πότισαν μια ζωή με τον ιδρώτα, το αίμα, τα δάκρυά τους. Τα έστειλαν στις σπουδές και την πόλη, παίρνοντας εκδίκηση από τον σύζυγο που τις αμφισβητούσε και τις υποβάθμιζε… Εκδικήθηκαν και την πολιτεία που τις είχε κοινωνικά απαξιωμένες, χωρίς κανένα δικαίωμα. Έτσι ερήμωσαν τα σπίτια τους, χορτάριασαν οι αυλές τους, έπεσαν τα μαντριά τους, λες και μίσησαν ό,τι λάτρεψαν… Γαλούχησαν όμως τα παιδιά τους με αρχές και αξίες, χωρίς να είναι πτυχιούχοι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί γενικής και ειδικής αγωγής, παιδοψυχολόγοι, λογοθεραπευτές και εργοθεραπευτές. Πολλές φορές απορούσαν και οι ίδιες «πώς τα ‘βγαλαν πέρα». Δε ζήτησαν ποτέ αμοιβή και αντίδωρο για τη θυσιαστική τους αγάπη. Άλλωστε η προσφορά τους δεν πληρώνεται με κανένα αντιμίσθιο. Πληγώνονταν, μαραίνονταν και απογοητεύονταν σιωπηρά, όταν άκουγαν να κατηγορούνται ως «ζγκουριασμένα μυαλά, που δεν έφκιασαν καντίπουτας για τα παιδιά τους κι μοναχά γεννοβολούσαν». Εκείνες που δε λύγισαν στην πείνα, στη φτώχεια, στον πόλεμο, στις κακουχίες, λύγισαν μόνο από την αχαριστία που εισέπραξαν. Και τι ζητούσαν; Έναν καλό λόγο από τους ευεργετηθέντες, μια κόχη να ζαρώσουν κι ένα κερί όταν αναπαυθούν.

Η 15η Οκτωβρίου καθιερώθηκε ως «παγκόσμια ημέρα της αγρότισσας». Έτσι η πολιτεία με ομιλίες και αφιερώματα αισθάνεται πως αποτίει φόρο τιμής στις αγρότισσες, τις αφανείς ηρωίδες, όπως βαρύγδουπα τις αποκαλεί, μπας και εξιλεωθεί… Πολλές φορές, στις εκδηλώσεις αυτές προλογίζουν και τις λαμπρύνουν με την παρουσία τους και κοσμικές κυρίες, που τόση σχέση έχουν με την αγροτιά, όση έχω εγώ με την αεροναυπηγική. Εμείς, τα εγγόνια τους και τα παιδιά τους, έχουμε την τιμή και το καθήκον να τις μνημονεύουμε και να τις ευγνωμονούμε καθημερινά. Εκείνες τόσα μπορούσαν, τόσα έκαναν! Ας κάνουμε το ελάχιστο: Να διαφυλάξουμε όσα είπαν, δημιούργησαν και παρέδωσαν.

Του Κώστα Ι. Παλπάνη


επικοινωνιστε μαζι μας