Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Οι αρχόντισσες της υπαίθρου

 

Γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μεγαλούργησαν και «εξεμέτρησαν το ζην» μαχόμενες ηρωικά σε πολλά και διαφορετικά μετερίζια. Διετέλεσαν φάροι, λιμάνια και καταφύγια. Αναπαύονται εν ειρήνη ύστερα από μία ζωή γεμάτη στερήσεις και ανιδιοτελή προσφορά. Νοικοκυρές στα σπίτια τους, γοητευτικές στο σεργιάνι, αρχόντισσες στα χωράφια και τα βοσκοτόπια.

Ακμαίες και ενεργές, αν και «απόμαχοι», όσες βρίσκονται σήμερα στη ζωή, με ροζιασμένα και παραμορφωμένα τα χρυσά και θαυματουργά χέρια, αναπολούν το «βεβαρημένο» παρελθόν, συγκρίνοντας με θλίψη, θυμό και κάμποση απογοήτευση το τότε και το τώρα, θεωρώντας τον εαυτό τους τυχερό, που επέζησαν και η πολιτεία τις αντάμειψε με το ποσό των… 340 ευρώ σύνταξη, ως «τιμωρία» που έγιναν αγρότισσες και δεν πλήρωσαν εισφορές και είχαν φοροαπαλλαγές. Αυτές δεν μπήκαν στο δημόσιο, ώστε να τους…επιστραφούν οι κρατήσεις από τους μισθούς!

Οι περισσότερες ήταν αγράμματες και οι πιο τυχερές ήξεραν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση. Τι κι αν δεν πήγαν σχολείο; Ήταν σπουδαγμένες, μορφωμένες, πανεπιστήμονες, κάτοχοι αμέτρητων τίτλων σπουδών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών. Ασκούσαν τέλεια όλες τις τέχνες και τις επιστήμες. Στα φροντισμένα σπίτια τους όσα ήταν τα πανέμορφα περίτεχνα κεντίδια και τα στρωσίδια, τόσα ήταν και τα βαρύτιμα πτυχία… Συνδύαζαν αριστοτεχνικά αγραμματοσύνη και «μόρφωση», πάθος για δημιουργία, υψηλή πολύπλευρη εξειδίκευση για κάθε είδους ανάγκες επιβίωσης, προσφορά και ανθρωπιά, γοητεία και θηλυκότητα. Σπούδασαν οικιακή οικονομία, αρτοζαχαροπλαστική, βρεφοκομία, νηπιαγωγική, κάνοντας «πρακτική άσκηση» στα μικρότερα αδέρφια τους, και βοηθοί στα χουζμέτια υπό την καθοδήγηση της γιαγιάς και της μάνας.

Στην «προβιομηχανική» εποχή της αγροτικής ζωής, ήταν «πολύτιμα μηχανήματα» που άνοιγαν παζαρόστρατες με μικρότερο μεροκάματο απ’ ό,τι οι συνομήλικοι τους έφηβοι και ξεχέρσωναν με τα τσαπιά και τα χέρια τους μεγάλες εκτάσεις -ακόμη κι όταν κρατούσαν Τριομέρι- για να γίνουν γόνιμα τα χωράφια. Ξερίζωσαν γκριγκορτσές, κέδρα και παλιούρια στη Λουγγά και στη Χράπα, αλλά μερίδιο από την αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης των χωραφιών δεν πήραν δεκάρα, γιατί.. ήταν κορίτσια. Ξεγέννησαν κάθε εγκυμονούσα τετράποδη μάνα.

Προσθήλασαν και ζωογόνησαν αρνιά, κατσίκια και κουβάλησαν τόνους γάλα από τη στρούγκα. Κουβάλησαν στον ώμο και με την κουπάνα στο κεφάλι και έπλυναν όχι μόνο στράνια και σπιτομάζωμα στον λάκκο αλλά και μαλλιά και κωλόκουρα. Ενώ πήραν πλυντήριο, συνέχισαν να πλένουν στην κουπάνα, για να βρει η νύφη… καινούριο το πλυντήριο! Ύφαναν, κέντησαν, έγνεσαν, έπλεξαν αμέτρητα χιλιόμετρα μαλλί… Ακόμη και όταν δούλευαν μεροκάματο στα χωράφια άλλων, διακρίθηκαν πάλι ως «χειρωνακτικά πολυεργαλεία» και άριστες «μηχανές συλλογής καρπών».

Όταν παντρεύτηκαν, πήραν ως προίκα τ’ ασπράγκαθα στα ακροδάχτυλα των χεριών, τις γρατσουνιές στα πόδια, τ’ άγανα και τα κουλτσίδια στα τσιρέπια, αλλά και τις βασικές πολύτιμες γνώσεις οικοκυρικής και εφαρμοσμένης γεωργοκτηνοτροφίας. «Έτσι ήταν τα χρόνια εκείνα». Μα τι και αν δεν ήταν βαρυπροικούσες με κινητή και ακίνητη περιουσία; Είχαν μαζί τους ανεκτίμητης αξίας άυλη κληρονομιά. ‘Ήθος, αρχές, αξίες, πάθος, για ζωή και προκοπή. «Σέβονταν τον τρανύτερο και σκώνουνταν απού καταγής, ακόμα κι όταν έρχουνταν τα βόδια απ’ του χουράφ»! Εκτίμησαν αυτά που βρήκαν, τα πολλαπλασίασαν αγόγγυστα και τα διαμοίρασαν ως κληρονομιά, χωρίς να κρατήσουν ούτε «π’θαμή κι κιραμίδα»! Έφτιαξαν καινούργια, μοντέρνα και τρανά σπίτια, αλλά εκείνες συνέχισαν να μένουν στα μαντζάτα, στα καλύβια και στα μαγειριά. Τα σπίτια τους ήταν εργαστήρια, εργοστάσια, φιλόξενα μοναστήρια…

Η ζωή τους όλη ήταν κόπος, μόχθος, δημιουργία μα και θυσία. Χωρίς να το καταλάβουν, κατέκτησαν γρήγορα και επάξια όλους τους βαθμούς και τίτλους αξιοσύνης στην κατ’ οίκον «Εκκλησία» που δημιούργησαν με τους συζύγους τους.

Υπομένοντας και υποτασσόμενες ως σύζυγοι, φιλόστοργες ως μητέρες, αποδοτικές και μη αμειβόμενες ως εργαζόμενες. Διακόνησαν πεθερικά, κουνιάδια, παιδιά και ανίψια. Ως ευσεβείς «ιέρειες» λειτουργούσαν καθημερινά στην τράπεζα της αγάπης, ανασκουμπωμένες, αναφέροντας και υψώνοντας στον Δημιουργό τον έρωτά τους για «σύμπασα την κτίσιν», για ανθρώπους, ζώα και φυτά. Προσέφεραν τον εαυτό τους θυσία ευάρεστη, μεταλαμβάνοντας σε όλους τη χαρά και τη ζωή. Έκοβαν την χαψιά απ’ το στόμα για τα παιδιά τους, μαγείρευαν ως βραβευμένοι chef, ακόμη και χωρίς λάδι, είχαν όμως πάντα λάδι για το καντήλι κι έναν παρά ίσα-ίσα για κερί στην Εκκλησιά. Ο παράς για το κερί ήταν η μόνη κατάθεση που έκαναν ως αντίδωρο για την δική τους ισόβια κατάθεση ψυχής. Ως οικογενειακοί επίσκοποι φρόντιζαν, επέβλεπαν, καθοδηγούσαν και διαποίμαιναν την οικογένειά τους, αγωνιώντας για τη σωματική και πνευματική προκοπή των τέκνων, την παραμυθία των ηλικιωμένων, την ανάρρωση των ασθενούντων.

Και όταν χήρευε η θέση του «στύλου της οικογένειας», αυτοανακηρύσσονταν η καθεμία τους «αρχιεπίσκοπος» ως πρώτη μεταξύ ίσων, με αυξημένα διακονήματα και υποχρεώσεις, να υπηρετεί, να νουθετεί, να εκπαιδεύει και να σπουδάζει τα τέκνα της, να γαληνεύει τις διαφορές εντός της οικογενείας. Γινόταν και άξιος πατέρας. Το μαύρο χρώμα των ρούχων και η μαύρη μαντήλα ήταν η ισόβια στολή της. Στολή θλίψης, απάρνησης του εαυτού της και ένδυμα θυσιαστικής προσφοράς.

Πέρασαν μια πολυκύμαντη και πολυτάραχη ζωή. Γεμάτη υποχρεώσεις, προκοπή, δημιουργία και «επενδύσεις: έχτισαν σπίτια, μαντριά και βοηθητικούς χώρους, χωρίς οι ίδιες να έχουν κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας. Πρώτες ξυπνούσαν αχάραγα και τελευταίες ξάπλωναν μεσάνυχτα. Τα πάντα έρχονταν και θεωρούνταν φυσιολογικά για εκείνες, τις γυναίκες «παλιάς κοπής». Εφηβεία, ενηλικίωση, γάμος, εγκυμοσύνη, τοκετός. Έγιναν νεαρότατες μητέρες, χωρίς οικογενειακό προγραμματισμό, μαθήματα ανώδυνου τοκετού, φορέματα εγκυμοσύνης, κρέμες κατά των ραγάδων και των πανάδων, ούτε ειδική διατροφή και μεταχείριση. Δεν παρέμειναν ποτέ κλινήρεις, λόγω «επαπειλούμενης αποβολής», ούτε απουσίασαν από το βαρύ τους καθημερινό πρόγραμμα. Ποτέ δεν είχαν βαλίτσα μαιευτηρίου, ούτε έκαναν επιλογή ημέρας και ώρας τοκετού, μην τυχόν και γεννήσουν με ανάδρομο Ερμή… Πολλές γέννησαν στα χωράφια. Οι πιο τυχερές στα σπίτια τους. Εκείνα ήταν το «Ιασώ» και το «Μητέρα» και οι μονάδες νεογνών… Οι πολύπειρες μαιευτήρες-μαίες του χωριού ήταν διαθέσιμες κάθε μέρα και ώρα σε εύκολους και δύσκολους τοκετούς, χωρίς καισαρικές και τεχνητές ωδίνες, με αμοιβή τη χαρά τους που λευτερώθηκε αγλήγορα η λεχώνα και …φακελάκι ένα ζευγάρι τσιρέπια Η επίτοκος δικαιούταν μόνο σαρανταήμερο αποχή από τα συζυγικά και εργασιακά καθήκοντα. Χωρίς επίδομα τοκετού, άδεια ανατροφής τέκνου, μειωμένο ωράριο εργασίας, επίδομα τέκνων και άλλες διευκολύνσεις μητρότητας. Επέστρεφαν δριμύτερες στις πολλές και ποικίλες υποχρεώσεις τους. Γνώριζαν εκ πείρας πως «σπίτι χωρίς γυναίκα είναι λάμπα δίχως φως».

Αλλά και στο μαντρί ήταν πολύτιμες, αφού ήταν «ο παππάς» που στηρίζει τον «καβαλάρη.» Το χωράφι, το μαντρί και ο κήπος τις περίμεναν, όπως τα παιδιά τους, να το ποτίσουν με τον ιδρώτα τους και να το δροσίσουν με το τραγούδι τους, φορώντας άσπρο μαντήλι και αψηφώντας τον καυτό ήλιο. Τα σπίτια τους, φτωχικά αλλά περιποιημένα, ήταν εργοστάσια και εργαστήρια παραγωγής, αποθήκες τροφίμων και σαλόνια κοσμικά, επίγειος παράδεισος και βασίλειό τους. Τα χωράφια τους κάρπιζαν, χάρη στο τραγούδι τους και στη φροντίδα τους. Ερωτευμένες με τη γη, έδιναν σ’ αυτήν ό,τι ποθούσαν οι ίδιες από τους σκληρούς άνδρες τους: στοργή, κατανόηση, χάδια, καλοκουβέντες, σεβασμό, αναγνώριση. Και η γη τις λάτρευε και τις αντάμοιβε, αφού και η γη γυναίκα είναι… Μιλούσαν με τη γη, επικοινωνούσαν, αλληλοβοηθιούνταν. Όπως η γη, κι αυτές δέχονταν τους «σπόρους», τους γεννούσαν, τους μπόλιαζαν με αγάπη, τους βελτίωναν, τους φρόντιζαν και τους μεγάλωναν. Χωρίς να είναι γεωπόνοι, γνώριζαν όλες τις αγροτικές εργασίες: καλλιέργεια, σπορά, λίπανση, συλλογή, επεξεργασία, έλεγχος ποιότητας, διαλογή, κατανάλωση. Ήταν άριστοι ανθοκόμοι και αρχιτέκτονες ανθόκηπων και λαχανόκηπων. Ο δεσμός με τα ζώα, οικόσιτα και μη, αδιατάρακτος. Φρόντιζαν, καθάριζαν, ασβέστωναν τα μαντριά, βοσκούσαν, ξεγεννούσαν, προσθήλαζαν, άρμεγαν, τυροκομούσαν. Ως μάνες έδιναν ιδιαίτερη αγάπη στα πρόωρα και καχεκτικά νεογέννητα, που οι άντρες τους θεωρούσαν ξεγραμμένα. Κι οι μάνες, τετράποδες μεν, θηλυκά δε με ευαισθησίες, τις ευγνωμονούσαν συγκεντρωμένες τριγύρω τους γλείφοντας τα χέρια των και τα ροδοκόκκινα μάγουλά τους, βελάζοντας χαρούμενες, όταν άκουγαν τα σφυρίγματα και τις κλήσεις τους. Γέμιζαν τα καρδάρια γάλα, γιατί τις πικούνιβαν και τις καλόπερναν. «Στα γαλάρια τζιουμπάνου βάλε γ’ναίκα, στα στείρα άντρα, στα αρνοκάτσικα βάλι τα πιδιά» ορμήνεβαν οι γέροι.

Η ταυτότητα τους ανέφερε ως επάγγελμα τα «οικιακά». Ούτε όμως ως «οικοκυρές» πληρώνονταν ούτε ως αγρότισσες. Πολυτάλαντες, πολυμήχανες και αεικίνητες, ακούραστες, καρτερούσαν με αγωνία Κυριακές, γιορτές και σχόλες, για να «συμμορφώσουν» και τον εαυτό τους να πάνε στην Εκκλησιά, για να συναντηθούν με συγγενείς και φίλες. Προτού οι ειδικοί αποφανθούν, ήξεραν πως η αναψυχή και η ψυχαγωγία της γυναίκας αλλά και η ψυχική της ισορροπία οφείλεται σε δύο παράγοντες: στην καλλιέργεια της γης και την επικοινωνία με τις φίλες τους. Είχαν χρόνο για όλα. «Η δ’λειά, δ’λειά κι ου χουρός γαϊτάν’», έλεγαν. Δεν είχαν ακριβές τουαλέτες, επώνυμα ταγιέρ και αμέτρητα επώνυμα ζεύγη υποδημάτων, ούτε μπιζουτιέρες και βαλιτσάκια καλλυντικών, αλλά ήξεραν να είναι περιποιημένες, κομψές και όμορφες, χρησιμοποιώντας φυτικά καλλυντικά που μάζευαν από τη μάνα γη. Μάζευαν και επεξεργάζονταν από τη μάνα γη φυτά και άνθη για φαρμακευτικό σκοπό. Ήταν γιατροί, νοσηλευτές και «ιλιατσολόγοι». Η γη ήταν και το καθημερινό τους γυμναστήριο, ο ψυχοθεραπευτής, ο προσωπικός τους γυμναστής, που τις απάλλασσε φυσικά από τα κιλά της εγκυμοσύνης, πανάδες και ραγάδες, χαρίζοντάς τους υγεία και ευεξία. Ούτε επιλόχειο και κάθε μορφής κατάθλιψη γνώριζαν, αφού, όπως «μολογούσαν», «μόλις σαράντ’ζαμι, κινούσαμι πάλι γκαστρουμένις!» Ούτι ν’ αρρουστήσουμι δεν αδειαζάμι! Κι να μας έπιανι καμιά ζαμπακαριά ή συρμή καμιά φουρά, ποιός μας ρουτούσι κι μας πικούνιβι;»

Δεν χρειάζονταν ούτε ινστιτούτα αισθητικής. Έκαναν υγιεινή διατροφή με ό,τι εύρισκαν και όσο περίσσευε από την οικογένεια, και για αναψυκτικό και δροσερό καλοκαιρινό κοκτέηλ έπιναν «σκορδάρι». Πολύ δε περισσότερο, δεν απαιτούσαν υπηρεσίες ονυχοπλαστικής και ποδολογίας, αφού δεν είχαν… νύχια. Τα νύχια των χεριών «σώνουνταν» από τις πολλές και ποικίλες βαριές δουλειές και ιδιαίτερα από το πλύσιμο των πάντων στο χέρι. Από το πολύ περπάτημα ξενυχιάζονταν και στα πόδια. Όσο για τις φτέρνες, χρησιμοποιούσαν το θαυματουργό ιαματικό καλλυντικό, το «κατράν’». Είχαν έτσι όλο τον χρόνο διαθέσιμο, να εργάζονται ακατάπαυστα, όπου τις καλούσε το καθήκον για το καλό του σπιτιού και της φαμίλιας.

Αυτές οι γυναίκες ήταν και είναι οι γιαγιάδες και οι μάνες μας. Οι ομορφότερες γυναίκες του κόσμου. Δεν ανακηρύχθηκαν ποτέ «γυναίκες της χρονιάς», ούτε βραβεύτηκαν και αναγνωρίστηκαν ως «πρωτοπόροι της γυναικείας επιχειρηματικότητας»… Βέβαια ούτε έγιναν εξώφυλλα στη Vogue, ούτε πήγαν καλεσμένες στα πρωινάδικα, ούτε είχαν ομάδα στο διαδίκτυο. Για τ’ ανύπαρκτα δικαιώματά τους και τις εις βάρος τους αδικίες και διακρίσεις δεν έγιναν πορείες διαμαρτυρίας, συναυλίες αλληλεγγύης και «διάρρηξη ιματίων», ούτε εκδόθηκαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας από γυναίκες άλλων επαγγελμάτων και άλλης κοινωνικής τάξης. Στο σπίτι αμφισβητήθηκε και υποβαθμίστηκε η προσφορά τους. Στην κοινωνία δεν αναγνωρίστηκαν οι θυσίες τους. Στη δύση του βίου τους, ένιωθαν πως είναι βάρος στα παιδιά τους, αφού «μια μάνα μπορεί και φροντίζει δέκα παιδιά. Τα δέκα παιδιά δεν μπορούν να φροντίσουν μια μάνα.» Πολλές δεν ζήτησαν καν να μεταφερθούν σε μονάδες υγείας, για «να μην αναστατώσουν και ξοδέψουν τα παιδιά!» Τα περισσότερα παιδιά, άλλωστε, τα είχαν οι ίδιες διώξει από τη γη που πότισαν μια ζωή με τον ιδρώτα, το αίμα, τα δάκρυά τους. Τα έστειλαν στις σπουδές και την πόλη, παίρνοντας εκδίκηση από τον σύζυγο που τις αμφισβητούσε και τις υποβάθμιζε… Εκδικήθηκαν και την πολιτεία που τις είχε κοινωνικά απαξιωμένες, χωρίς κανένα δικαίωμα. Έτσι ερήμωσαν τα σπίτια τους, χορτάριασαν οι αυλές τους, έπεσαν τα μαντριά τους, λες και μίσησαν ό,τι λάτρεψαν… Γαλούχησαν όμως τα παιδιά τους με αρχές και αξίες, χωρίς να είναι πτυχιούχοι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί γενικής και ειδικής αγωγής, παιδοψυχολόγοι, λογοθεραπευτές και εργοθεραπευτές. Πολλές φορές απορούσαν και οι ίδιες «πώς τα ‘βγαλαν πέρα». Δε ζήτησαν ποτέ αμοιβή και αντίδωρο για τη θυσιαστική τους αγάπη. Άλλωστε η προσφορά τους δεν πληρώνεται με κανένα αντιμίσθιο. Πληγώνονταν, μαραίνονταν και απογοητεύονταν σιωπηρά, όταν άκουγαν να κατηγορούνται ως «ζγκουριασμένα μυαλά, που δεν έφκιασαν καντίπουτας για τα παιδιά τους κι μοναχά γεννοβολούσαν». Εκείνες που δε λύγισαν στην πείνα, στη φτώχεια, στον πόλεμο, στις κακουχίες, λύγισαν μόνο από την αχαριστία που εισέπραξαν. Και τι ζητούσαν; Έναν καλό λόγο από τους ευεργετηθέντες, μια κόχη να ζαρώσουν κι ένα κερί όταν αναπαυθούν.

Η 15η Οκτωβρίου καθιερώθηκε ως «παγκόσμια ημέρα της αγρότισσας». Έτσι η πολιτεία με ομιλίες και αφιερώματα αισθάνεται πως αποτίει φόρο τιμής στις αγρότισσες, τις αφανείς ηρωίδες, όπως βαρύγδουπα τις αποκαλεί, μπας και εξιλεωθεί… Πολλές φορές, στις εκδηλώσεις αυτές προλογίζουν και τις λαμπρύνουν με την παρουσία τους και κοσμικές κυρίες, που τόση σχέση έχουν με την αγροτιά, όση έχω εγώ με την αεροναυπηγική. Εμείς, τα εγγόνια τους και τα παιδιά τους, έχουμε την τιμή και το καθήκον να τις μνημονεύουμε και να τις ευγνωμονούμε καθημερινά. Εκείνες τόσα μπορούσαν, τόσα έκαναν! Ας κάνουμε το ελάχιστο: Να διαφυλάξουμε όσα είπαν, δημιούργησαν και παρέδωσαν.

Του Κώστα Ι. Παλπάνη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας