Ο Βασίλης Κράβαρης, απόμαχος πια αγρότης, στέκεται γαλήνιος μπροστά στη
σχάρα, ψήνοντας με ήρεμες κινήσεις πιπεριές και μελιτζάνες· καρπούς της γης που
υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή. Το πρόσωπό του, αυλακωμένο από τον ήλιο και τους
χειμώνες των χωραφιών, φωτίζεται από μια ήσυχη υπερηφάνεια: ακόμη κι αν τα
χέρια του δεν σπέρνουν όπως παλιά, εξακολουθούν να φροντίζουν, να υπηρετούν, να
προσφέρουν.
Η αυλή του σπιτιού γύρω του αποτελεί έναν
μικρόκοσμο αρμονίας. Το παλιό τρακτέρ, τα εργαλεία παραταγμένα σαν σιωπηλοί
φρουροί μιας ζωής μόχθου, οι πλακοστρωμένες γωνιές, τα γλαστράκια με βασιλικούς
και γαρύφαλλα — όλα είναι στη θέση τους, όχι τυχαία, αλλά για να θυμίζουν ότι
τίποτα δεν χάνεται από ό,τι αγαπήθηκε πραγματικά. Εδώ συγκεντρώνεται ακόμη η
οικογένεια, όπως παλιά κάθε Κυριακή: τα εγγόνια τρέχουν στο χορτάρι, οι
καρέκλες στοιχίζονται γύρω από το τραπέζι, και ο αέρας μοσχοβολάει γη απλόχερη,
καρτερική.
Ο Βασίλης δεν μιλά πολύ. Η στοχαστική του
σιωπή, ωστόσο, λέει πολλά: πως η ευτυχία κατοικεί στις μικρές, ταπεινές
πράξεις· σε μια γουλιά κρασί, σε ένα κομμάτι ψωμί που συνοδεύεται από τις ψητές
μελιτζάνες και τις γλυκιές πιπεριές της αυλής του — στο μοίρασμα, τελικά, της
απλότητας. Αυτό το μεσημεριανό τραπέζι δεν είναι μια απλή συνήθεια, αλλά ένας
άρρητος ύμνος στη συνέχεια της ζωής, στη μνήμη, στη ρίζα.
Κάθε φορά που η σχάρα ανάβει, δεν ψήνει μόνο λαχανικά· ζεσταίνει μνήμες, ξυπνά ιστορίες, συντηρεί δεσμούς. Και ο Βασίλης, ο παλιός αγρότης από το Βαλτινό, στέκει στο κέντρο αυτού του κύκλου, ταπεινός «ιερέας» μιας καθημερινής τελετουργίας, στην οποία η γη, η οικογένεια και ο χρόνος ενώνονται, υφαίνοντας ένα περιβάλλον λιτό, αλλά γεμάτο ουσιώδη γαλήνη.