Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα
Ο
Βάιος ήταν πάντα ένας άνθρωπος του παρασκηνίου. Ζούσε στο περιθώριο του χωριού,
πάντα στη σκιά, αποφεύγοντας τις αρχές και τους νόμους. Εργαζόταν ως εργάτης
στα χωράφια των άλλων, αλλά η καρδιά του έκρυβε έναν άλλο πόθο. Δεν ήταν μόνο η
αγροτική ζωή που τον τραβούσε - ήταν το όνειρο του χρυσού, του πλούτου που θα
του έδινε την ελευθερία να ξεφύγει από την αθλιότητα και την καθημερινή μάχη
για επιβίωση.
Η
φήμη του παράνομου χρυσοθήρα είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα στα γύρω χωριά,
και πολλοί τον έβρισκαν σαν ένα μυστηριώδη και επικίνδυνο χαρακτήρα. Χρόνια τώρα,
είχε ψάξει σε πολλά σημεία, με τα κατάλληλα εργαλεία και τη φθαρμένη του αξίνα,
χωρίς να βρει ποτέ κάτι σημαντικό. Μα δεν τα παρατούσε ποτέ. Οι φήμες για
χαμένους θησαυρούς είχαν ακουστεί και στο χωριό, αλλά όλοι πίστευαν ότι ήταν μόνο
παραμύθια.
Ήξερε
ότι κάπου εκεί έξω υπήρχε κάτι που θα άλλαζε τη ζωή του. Είχε ακούσει ιστορίες
από τους μεγαλύτερους για ένα κρυμμένο θησαυρό, στο Παλιοχώρι, που κάποτε έκρυψαν
οι πρόγονοι για να τον προστατεύσουν από τις επιδρομές.
Κάποια
μέρα, καθώς περιπλανιόταν στα κτήματα, κοντά στο δάσος της Παναγίας, η τύχη του
φαίνεται να του χαμογέλασε. Η περιέργεια και η επιθυμία του για χρυσό τον ώθησαν
να σκάψει σε μια γωνιά κοντά σε έναν παλιό ερειπωμένο τοίχο, που είχε απομείνει
από το παλιό χωριό, και που κανείς άλλος δεν τολμούσε να πλησιάσει.
Ώρες μετά, κουρασμένος από την κοπιαστική δουλειά, τα χέρια του ακουμπούσαν κάτι σκληρό και βαρυφορτωμένο από το χώμα. Άρχισε να σκάβει με προσοχή. Σύντομα το χέρι του ψηλάφισε μια τετραγωνισμένη πέτρινη πλάκα. Καθάρισε τα πολλά χώματα και τράβηξε την πλάκα πιο πέρα. Σε λίγο άρχισε να φαίνεται μια κρυφή κάμαρα κάτω από τη γη. Κατέβηκε κάποια σκαλοπάτια και μέσα της ήταν ένα μπαούλο γεμάτο χρυσά νομίσματα και πολύτιμα αντικείμενα. Ήταν ένας θησαυρός που ανήκε σε μια αρχαία οικογένεια που είχε ζήσει στον τόπο μας πολύ πριν γεννηθούν οι πρώτοι μας πρόγονοι. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του!
Η
καρδιά του Βάιου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή, καθώς περιεργάζονταν με προσοχή το
μπαούλο που περιείχε χρυσά νομίσματα, γεμάτα λάμψη και χρυσόσκονη. Χάιδευε τις «λίρες» με
αργές, προσεκτικές κινήσεις, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει την ανακάλυψή του.
Οι ελπίδες του είχαν γίνει πραγματικότητα. Ήταν πλούσιος, τουλάχιστον για μια
στιγμή.
Όμως
αυτός ο θησαυρός είχε ήδη μία κακή φήμη. Μια παλιά κατάρα που οι άνθρωποι είχαν
περάσει από γενιά σε γενιά: όποιος τολμούσε να αγγίξει το χρυσό, θα το πλήρωνε
με τη ζωή του. Ο Βάιος φυσικά, δεν πίστευε σε τέτοιες ιστορίες. Τώρα θα αποκτούσε
την αναγνώριση που πάντα ήθελε, την ελευθερία που δεν είχε ποτέ φανταστεί. Η
τύχη του είχε ανατραπεί, και οι φόβοι του φαινόταν μακρινοί.
Εκείνη τη νύχτα, όμως, όταν επέστρεψε στο σπίτι
του φέρνοντας και το μπαούλο με το χρυσάφι, κάτι παράξενο συνέβη. Το βλέμμα του άρχισε να θολώνει, τα πόδια του να τρεκλίζουν.
Μια παράξενη αίσθηση τον κατέβαλε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην αρχή, σκέφτηκε
ότι ήταν απλώς η κούραση, όμως σύντομα το σώμα του άρχισε να πονάει. Στη μέση
της νύχτας, άρχισε να βήχει και να αισθάνεται τη θερμοκρασία του σώματός του να
ανεβαίνει επικίνδυνα.
Ο
Βάιος δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Το χρυσάφι, το μπαούλο και η
κατάρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πραγματικά. Όπως πάντα έκανε, προσπαθούσε
να διώξει την αίσθηση του φόβου, αλλά αυτή τη φορά η τύχη του είχε στραφεί
εναντίον του.
Μέσα
στην επόμενη μέρα, τα σημάδια της παρανομίας του έγιναν εμφανή: οι πόνοι
γίνονταν ανυπόφοροι και η φωνή του είχε γίνει μουγκρητό.
Ο
Βάιος προσπάθησε να κρύψει τον πόνο και τη δυσφορία του, ώστε να ζητήσει
βοήθεια από τους χωριανούς, αλλά οι άνθρωποι κάτι υποψιάστηκαν και άρχισαν να
τον αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα. Δεν ήταν μόνο το κακό του φαινόμενο που άρχισε να
εξαπλώνεται γύρω του. Οι φήμες ότι είχε βρει τον θησαυρό είχαν φτάσει στους
επιτήδειους, στους ανθρώπους που τον παρακολουθούσαν από καιρό και που τώρα
ήθελαν το χρυσό για τους εαυτούς τους.
Έτσι
την επόμενη νύχτα, την ώρα που το χωριό κοιμόταν, εκείνοι που έμαθαν για την
ανακάλυψη ήρθαν οπλισμένοι. Δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν αμέσως.
Ήθελαν να τον αναγκάσουν να τους δείξει τον κρυμμένο θησαυρό. Αλλά η τύχη του είχε
πλέον γυρίσει την πλάτη του. Στη διάρκεια της επίθεσης, τα χέρια του Βάιου
έτρεμαν τόσο πολύ από τον πόνο, που δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ο θησαυρός που
είχε κλέψει του κόστισε τη ζωή του. Η κατάρα που ακολουθούσε τον χρυσό τον είχε
βρει και τον είχε καταστρέψει όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Όταν οι
επιδρομείς έφυγαν, το μόνο που άφησαν πίσω ήταν το άψυχο σώμα του Βάιου, χωρίς
ούτε έναν οβολό για να το συνοδεύσει στην αιωνιότητα.
Αργότερα
οι ειδικοί ιατροδικαστές αποφάνθηκαν ότι η αιτία της δηλητηρίασης και του θανάτου του Βάιου, ήταν
από ακτινοβολία από φυσικά στοιχεία που περιείχαν ουράνιο και τοξικά απόβλητα
που μάλλον, είχαν τοποθετηθεί σκόπιμα μέσα στο θησαυροφυλάκιο του λαγουμιού.
Οι αρχές σκέπασαν το λαγούμι για λόγους ασφαλείας, και η ιστορία του Βάιου έγινε παράδειγμα για όλους στο χωριό. Η παρανομία και η επιθυμία για πλούτο δεν προσφέρουν τίποτα, εκτός από την καταστροφή. Ο χρυσός που είχε βρει, αν και ήταν πραγματικός, είχε στοιχειώσει τη ζωή του και το τέλος του ήταν τόσο σκοτεινό όσο και οι πράξεις του.