Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Οι Τσιγγάνοι - Ρομά - Γύφτοι (Λαογραφικά στοιχεία)

 

Οι Τσιγγάνοι ή αλλιώς Ρομά, είναι γνωστοί στις περισσότερες χώρες με τη λέξη «γύφτοι». Η λέξη αυτή προέρχεται από τη λέξη «Αιγύπτιος» και η χρήση της οφείλεται στην πεποίθηση παλαιότερων εποχών ότι προέρχονται από την Αίγυπτο. Πρόκειται για μια νομαδική φυλή, που στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι κατοικούν 120-150 χιλιάδες πολίτες.

Η γλώσσα των Ρομά, είναι η Ρομανί ή «Ρομανές», ενώ στις διάφορες περιοχές που κατοικούν έχουν διαμορφωθεί πολλές τοπικές διάλεκτοι, επηρεασμένες από τις τοπικές γλώσσες. 

Παρακάτω παρατίθενται διάφορα λαογραφικά στοιχεία, τρόπος του βίου, παροιμίες, λεξιλόγιο κλπ..

Αν και υπάρχει μειωτικό και ρατσιστικό περιεχόμενο (καθώς οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι αντιλήψεις του λαού μας για αυτή τη φυλή υπήρξαν ρατσιστικές), διευκρινίζεται πως εδώ, η εργασία αυτή, έχει καθαρά καταγραφικό και λαογραφικό χαρακτήρα και δεν συμμερίζεται αυτές τις αντιλήψεις. 

Στον τόπο μας οι τσιγγάνοι παλαιότερα περιφέρονταν από χωριό σε χωριό μαζί με τα υποζύγια τα σκυλιά τους και όλη την κινητή περιουσία τους, με σκοπό να επιβιώσουν. Σε κάθε χωριό διάλεγαν ένα σημείο κυρίως σε αλώνια ή σε κάποια περιφέρεια δίπλα στο χωριό και εκεί έστηναν τα τσαντίρια τους. 

Στο Βαλτινό, συνήθως έστηναν τον καταυλισμό τους κοντά στο γήπεδο ποδοσφαίρου. Έστηναν τις σκηνές τους με τον δικό τους παραδοσιακό τρόπο και εξαπολύονταν μετά μέσα στο χωριό για το μεροκάματο, καθώς άλλοι ήταν σιδεράδες, άλλοι καλαθάδες, άλλοι παλιατζήδες, άλλοι αρκουδιαραίοι και άλλοι γανωματήδες. Γνώριζαν άριστα την καλαθοπλεχτική και κατασκεύαζαν με περίτεχνο τρόπο διάφορα καλάθια, κοφίνια, κανίστρες κλπ. Τις υπηρεσίες τους συνήθως τις προσέφεραν με ανταλλάγματα όπως τρόφιμα, σιτάρι, αυγά, πουλερικά κ.ά.

Οι γυναίκες διακόνευαν και ασχολούνταν με τα μαντζούνια και τα γιατροσόφια, έκαναν τις μάγισσες, τις χαρτορίχτρες, διάβαζαν την μοίρα του καθενός, διάβαζαν το φλιτζάνι του καφέ, και καμιά φορά έκλεβαν όταν έβρισκαν την κατάλληλη ευκαιρία.

Γι’ αυτό, λέγεται πως, όταν οι τσιγγάνοι κατέφθαναν στο χωριό σήμαινε γενικός συναγερμός για τους κατοίκους και συμμάζευαν ότι είχαν εκτεθειμένο.

Ένα από τα αγαπημένα τους φαγητά ήταν το κρέας του σκαντζόχοιρου που τον έκαναν ψητό. Γι’ αυτό τα βράδια έβγαιναν με τα εκπαιδευμένα σκυλιά τους και κυνηγούσαν σκαντζόχοιρους. Ήταν ειδικοί στο κυνήγι του σκαντζόχοιρου, στο γδάρσιμο και στο μαγείρεμά τους, κυρίως τους σούβλιζαν.

Κάποιες φορές όταν τύχαινε να γίνεται κάποιος γάμος στον καταυλισμό γίνονταν τρικούβερτο γλέντι. Άλλες φορές γινόταν τσακωμοί και φασαρίες μεταξύ τους για ψύλλου πήδημα, γι’ αυτό καθιερώθηκε και η φράση: «Κάτι τρέχει στα γύφτικα».

Οι μεγαλύτεροι φορούσαν ακριβά και βαριά χρυσά δακτυλίδια και σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι είχαν και χρυσά δόντια.

Παροιμίες για γύφτους:

-Αλλού ο γύφτος αλλού η γύφτισσα κι αλλού τα γυφτόπουλα.

-Αν δεν θες ν’ ακούσεις τις σφυριές, μη περνάς απ’ τα γύφτικα.

-Αν δεν παινέψει ο γύφτος το καλύβι του, πέφτει και τον πλακώνει!

-Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα τρώγανε κι οι γύφτοι με τα κουτάλια.

επικοινωνιστε μαζι μας