Έλεγαν
πως ήταν ένα ζωηρό παιδί από γεννησιμιού του, ο Στράτος. Έτσι τον βάφτισαν. Και
όταν μεγάλωσε και πήγε σχολείο, ξεπέρασε το «ζωηρό» και έγινε άτακτο.
Κάθε τόσο η δασκάλα φώναζε την μάνα του για να της πει πως κάτι έπρεπε να
κάνει, γιατί το παιδί δεν πειθαρχούσε με τίποτα.
Προσπάθησε λοιπόν η φουκαριάρα η μάνα να αφοσιωθεί περισσότερο μαζί του, αλλά
αυτό δεν ήταν εύκολο.
Το πρωί στην δουλειά -δημοτική υπάλληλος ήταν- και το απόγευμα να τα προλάβει
όλα στο σπίτι. Βλέπεις είχε μείνει νωρίς χήρα, και όλα περνούσαν από το χέρι
της.
Όλοι έλεγαν πως στο παιδί έλειπε ο πατέρας του, και αυτός ήταν αυτός ο λόγος
που έγινε ανυπάκουος. Μπορεί…
Είχε και μία αδελφή, τρία χρόνια μεγαλύτερη του, που ποτέ όμως δεν είχε βάλει
το σπίτι σε μπελάδες. Και δεν ήταν μόνο ήσυχη, αλλά προσπαθούσε το καημένο το
κορίτσι να βοηθήσει την μάνα όσο μπορούσε.
-Δεν βλέπεις την αδελφή σου! Εσύ πως βγήκες έτσι; ήταν η μόνιμη παρατήρηση που
συνοδεύονταν από το ανάλογο τράβηγμα του αυτιού.
Όταν πήγε στο γυμνάσιο, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που γύριζε σακατεμένος από το σχολείο, και άλλες τόσες,
που έστελνε στο σπίτι , κάποιον συμμαθητή του, επίσης σακατεμένο.
Και από γράμματα, άστα. Με το ζόρι τον έσπρωχναν οι καθηγητές από τάξη σε τάξη,
θες γιατί λυπόταν την φουκαριάρα την μάνα του, θες γιατί ήθελαν να τον διώξουν
μια ώρα αρχύτερα και να ησυχάσουν απ’ αυτόν.
Τον μόνο σύμμαχο που είχε ο Στράτος, ήταν ο θείος του ο Αντώνης , ο αδελφός της
μάνας του. Ο Τόνης όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα.
-Καλά κάνει το παιδί και είναι ζωηρό! Το θέλεις να γίνει πρόβατο σαν κάποια
άλλα; Ο Στράτος έχει τσαγανό. Τέτοια παιδιά πάνε μπροστά και όχι εκείνα που
είναι δεμένα στο βρακί της μάνας τους!.
Τέτοια έλεγε στην αδελφή του και την «έβαζε στον ύπνο».
Η μάνα του Στράτου είχε λίγο μυαλό παραπάνω από τον Τόνη, τέλειωσε μία
οικονομική σχολή και στο τέλος βολεύτηκε διοικητική υπάλληλος στο δημαρχείο.
Και όσο ζούσε ο μακαρίτης ο άντρας της, όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που τον έχασε
σε τροχαίο.
Ο αδελφός της όμως, είχε άλλη άποψη για την ζωή. Ασχολήθηκε με τα πατρικά
χωράφια και εδώ που τα λέμε, πήγε καλά ιδίως με τα θερμοκήπια και τα πρώιμα που
έβγαζε.
Ήταν και γλεντζές όμως ο Τόνης και το σκορπούσε το χρήμα.
Κάποια μπουζουξίδικα και κάποια απόμερα μπαρ, τα είχε χρυσώσει, μαζί με τα
«κορίτσια» που δούλευαν σ’ αυτά.