Κάθε
Φλεβάρη, όταν τα κρύα γίνονταν πιο ήπια κι έσπαζαν οι πάγοι στις όχθες, το
μεγάλο ποτάμι του Βαλτινού, ο Παλιοπόταμος, άρχιζε να τραγουδά. Δεν το έγραφε καμία
παρτιτούρα, καμία φωνή ανθρώπου δεν μπορούσε να το μιμηθεί. Ήταν το κόασμα των
βατράχων που άρχιζαν το τραγούδι τους όταν έπεφτε το πρώτο σκοτάδι, μια
συναυλία που κρατούσε όλη τη νύχτα, ώσπου να ξημερώσει.
Τότε
σωπαίναμε όλοι. Τα σκυλιά σταματούσαν το γάβγισμα, οι γάτες έμεναν ακίνητες
στις στέγες, κι εμείς, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, αφήναμε τη μουσική να
κυλάει μέσα μας, σαν ποτάμι που μας ξέπλενε από τις έγνοιες της μέρας. Μια
απέραντη γαλήνη απλωνόταν στο χωριό μας, κάτω από τα αστέρια που έλαμπαν πάνω
από τα χωράφια και τα δέντρα.
Μες
στη σιγαλιά, άλλη μια μουσική γινόταν η παρέα μας, ο γλυκός ήχος από τα
τριζόνια που καθόταν πάνω στις πέτρες και στα χορτάρια της αυλής. Το τρίξιμό
τους ήταν σαν ψίθυρος, σαν ανάσα ελαφριά, που με νανούριζε. Έκλεινα τα μάτια
μου και, προτού το καταλάβω, ο ύπνος με έπαιρνε, αφήνοντάς μου μια γεύση
άνοιξης και ελευθερίας στα χείλη.
Στο
χωριό δεν είχαμε φασαρία από αυτοκίνητα ούτε σειρήνες ούτε φώτα που έκαιγαν όλη
τη νύχτα. Μαθαίναμε κάθε ήχο: το φτερούγισμα της κουκουβάγιας, το βάδισμα μιας
αλεπούς στο μονοπάτι, το κάλεσμα του νυχτοπούλιου. Δεν φοβόμασταν. Ζούσαμε μαζί
με όλα αυτά τα πλάσματα, κι εκείνα ζούσαν μαζί μας, σαν μια οικογένεια που
μοιράζεται την ίδια γη.
Με
την άνοιξη περιμέναμε τα χελιδόνια. Πάντα γύριζαν, κι οι φωλιές τους, κάτω από
τα μπαλκόνια μας, περίμεναν κι αυτές να γεμίσουν ξανά ζωή. Δεν τις χαλούσαμε
ποτέ. Τα βλέπαμε να φέρνουν λάσπη και χορτάρια, να χτίζουν με υπομονή το μικρό
τους σπίτι, όπως οι άνθρωποι, μόνο που εκείνα τραγουδούσαν όλη μέρα.
Κοντά
στον Μύλο, οι πελαργοί έκαναν τη δική τους φωλιά στην κολόνα της ΔΕΗ. Ο ήχος
από τα ράμφη τους ήταν σαν δύο ξύλα που χτυπούσαν μαζί, ένας παράξενος, δυνατός
ήχος που αντηχούσε μες στη γειτονιά. Καθόμασταν και τους κοιτούσαμε, με
θαυμασμό για το πώς η φύση τους δίδαξε να πετούν τόσο ψηλά και να γυρίζουν
πάντα στον ίδιο τόπο.
Και
το καλοκαίρι, τα τζιτζίκια άρχιζαν το τραγούδι τους, χιλιάδες φωνές μαζί, που
κάποιους τους ξεκούραζαν κι άλλους τους κούραζαν. Εμένα με ζάλιζαν λίγο, αλλά
ήξερα πως ήταν κι αυτά κομμάτι αυτού του κόσμου, όπως και τα πουλιά που έφερναν
θρύλους μαζί τους.
Η
γιαγιά μου έλεγε για τον Γκιώνη και τον Κούκο, πως ήταν κάποτε δυο αδέλφια, ο
Αντώνης και ο Νίκος, που χάθηκαν στο δάσος, κι από τότε ψάχνει ο ένας τον άλλο
φωνάζοντας τα ονόματά τους. Ο Γκιώνης φωνάζει Αντώνη τη νύχτα, κι ο Κούκος Νίκο
την αυγή. Στενοχωριόμουν με την ιστορία αυτή, γιατί δεν ήθελα να χαθούν τα
αδέλφια για πάντα.
Όμως
κάθε φορά που άκουγα τον Κούκο να φωνάζει, ένιωθα πως έφερνε την άνοιξη, πως
μαζί του έφερνε ελπίδα, κι ίσως μια μέρα τα δύο αδέλφια να ξαναβρίσκονταν, μες
στον ήλιο και τη δροσιά του πρωινού, εκεί στον Παλιοπόταμο που πάντα
τραγουδούσε.
Ρούλα Σταυρέκα