Καθώς
κυλάει ο χρόνος, αποχαιρετάμε τους τελευταίους μιας γενιάς που φεύγει. Είναι οι
παππούδες και πατέρες που έζησαν στο πετσί τους τις πιο ταραγμένες περιόδους
της Ιστορίας μας, τον πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία. Είχαν
πολλές ιστορίες να μας πουν, οι οποίες έμοιαζαν ενίοτε με εφιαλτικό παραμύθι.
Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία από ποια πλευρά τα έζησαν, το πέρασμα του χρόνου
τούς είχε κάνει να διηγούνται δύσκολες καταστάσεις με μεγάλη ψυχραιμία,
αποστασιοποιημένα. Κάποια από τα παιδιά μας ήταν αρκετά τυχερά να ακούσουν
αυτές τις ιστορίες από πρώτο χέρι και να τους ζήσουν αρκετά, ώστε να τους
αγγίξουν όσα εκείνοι βίωσαν.
Επειδή
είχαν ζήσει τη χώρα να πλησιάζει πολλές φορές κοντά στην άβυσσο, τους ένωνε η
αγωνία για το πού μπορεί να οδηγήσει τον τόπο ο κακός μας εαυτός. Η Ιστορία δεν
ήταν ένα βιβλίο ή ένα μάθημα γι’ αυτούς. Ήταν μια πολύ ζωντανή εμπειρία, που
τους έμαθε πολλά. Τους τρόμαζαν το εμφύλιο μίσος και τα πολιτικά πάθη όταν
ξέφευγαν. Ήξεραν καλά πού μπορούν να καταλήξουν.
Κάποιοι
ταλαιπωρήθηκαν πολύ. Κάποιοι ξανάχτισαν τη χώρα από τα ερείπια του Εμφυλίου με
πολλή δουλειά και κόπο. Οι περισσότεροι είχαν πολύ αυξημένη αίσθηση καθήκοντος
και μέτρου, απέφευγαν την επίδειξη και έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Είχα
την τύχη να μεγαλώσω και κατόπιν να γνωρίσω αρκετούς σημαντικούς, ανώνυμους και
γνωστούς, ανθρώπους από αυτήν τη γενιά που γεννήθηκε πριν από τον Πόλεμο. Με
εντυπωσίαζε πάντοτε το πώς μπορεί να είχαν ξεκινήσει από εντελώς διαφορετικές
αφετηρίες, αλλά στο τέλος είχαν κοινές αγωνίες και απόψεις. Όταν τους έλεγα ότι
«ζήλευα» που είχαν ζήσει τόσο κοσμοϊστορικά γεγονότα, μου απαντούσαν: «Πρόσεχε
τι επιθυμείς, καλά είμαστε τώρα». Ένας από αυτούς μου απάντησε με τα λόγια του
Γιώργου Σεφέρη: «Παλιέ μου φίλε
συλλογίσου, σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις, ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει, μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη
μὲ νόμους, ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους», θέλοντας ίσως να μου
υπενθυμίσει ότι δεν ήταν μια γενιά που δεν έκανε λάθη και δεν άφησε αμαρτίες,
απλά έζησε και έδωσε πολλά. Όταν περνάγαμε δύσκολα τα τελευταία χρόνια, ήταν
ένα κάποιο αποκούμπι να ξέρεις πάντως ότι μπορείς να πας να τους δεις και να
ζητήσεις τη γνώμη τους. Και συγκρατώ πάντα μια στιγμή απότομης «ενηλικίωσης»,
όταν σε μια στιγμή που όλα έμοιαζαν πολύ σκοτεινά, επισκέφθηκα έναν έμπειρο και
σοφό άνθρωπο αυτής της ιστορικής γενιάς και τον ρώτησα: «Και τώρα τι κάνουμε;».
«Δεν ξέρω, παιδί μου», μου απάντησε, «ήλθε η σειρά σας»…
Του
Αλέξη Παπαχελά