Του
Δημήτρη Τσιγάρα
Μία
ευχάριστη όσο και απολαυστική συνάντηση, στην οποία ανάβλυσαν μνήμες και
συναισθήματα, έλαβε χώρα το πρωί της Τρίτης (4-9-2018), στο γραφείο μου, στην
πόλη των Τρικάλων.
Εκτός από την ευκαιρία για μια αλλαγή στην
μονότονη καθημερινότητα, η οποία επαναλαμβανόμενη διανύει το χρόνο χωρίς να
δημιουργεί εντυπώσεις, υπήρξε και η ευκαιρία για ξεδίπλωμα αναμνήσεων, που οδήγησαν
σε συνειρμούς και μνήμες της χαμένης παιδικής αθωότητας. Παράλληλα με τον
αναστοχασμό έγινε και μια εποικοδομητική συζήτηση και άνοιξε μια ενδιαφέρουσα
κουβέντα για την τοπική κοινωνία του χωριού και γύρω από το σύνολο των
ζητημάτων της.
Συνδιαλεγόμενοι,
δύο αξιόλογοι συγχωριανοί, ο συγγραφέας, φιλόλογος και τακτικός συνεργάτης της
Εφημερίδας Βαλτινού, Ευάγγελος Στάθης και ο δάσκαλος, Νίκος Πράτας.
Ο
Ευάγγελος Στάθης, συνταξιούχος καθηγητής φιλόλογος, δεν μετράει μόνο κάποιες
χιλιάδες ώρες διδασκαλίας στην μέση εκπαίδευση, αλλά μετράει ήδη και τρία
βιβλία ως συγγραφέας για τη διάσωση της ιστορικής και λαογραφικής γνώσης του
τόπου μας.
Ο
Νίκος Πράτας, συνταξιούχος δάσκαλος κι αυτός, μετράει αντίστοιχες ώρες
διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με ιδιαίτερη κλίση στα εκκλησιαστικά θέματα και μεγάλη συμμετοχή σ' αυτά, στο ενεργητικό του.
Γειτονόπουλα
στο χωριό, μεγάλωναν στην ίδια αυλή με λιτότητα και αυτάρκεια, καθότι τότε στα
πατρικά τους σπίτια δεν υπήρχαν φράχτες και δεν ξεχώριζαν τα όρια των οικοπέδων
τους. «Από τότε που φράχτηκαν τα οικόπεδα φράχτηκαν και οι σχέσεις των
ανθρώπων».
Εμφορούμενοι
λοιπόν από το πνεύμα της κοινής καταγωγής, ξεδίπλωσαν τις σκέψεις τους και ανέσυραν
στην επιφάνεια βιώματά και εμπειρίες.
Και
βέβαια η μνήμη λειτούργησε µε τους δικούς της νόμους. Θυμήθηκαν και αφηγήθηκαν όσα
τους εντυπώθηκαν σαν σημαντικά ή όσα δημιούργησαν ιδιαίτερη ευχάριστη ή
δυσάρεστη ατμόσφαιρα, στα παιδικά τους χρόνια, εμπειρίες, ιστορίες, συναισθήματα, πρόσωπα, εικόνες, λέξεις,
ήχους, γεύσεις, χρώματα. Ο χρόνος όμως διαφοροποιεί
τις μνήμες απορρίπτοντας ή αποκρύπτοντας το περιττό και κρατώντας την υποκειμενική
ουσία µε μικρές ή μεγάλες προσθήκες.
Η
συζήτηση εξελίχθηκε με γλαφυρότητα και άμεσο τρόπο και μέσα από αυτή ξεπρόβαλαν
και θέματα της καθημερινότητας των κατοίκων, της συμπεριφοράς και της στάσης
τους απέναντι στα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά, στις αλλαγές που
συντελούνται στο ευρύτερο περιβάλλον, στις εξελίξεις, που καθορίζονται έξω απ’
τη μικρή κοινωνία του χωριού, τις συγκρούσεις ανάμεσα στις αρχαϊκές,
παραδοσιακές κοινωνικές δομές και τις προσταγές των μοντέρνων καιρών, τις
απαιτήσεις της αστικοποίησης κ.α.
Και
το κοινό συμπέρασμα: Καμία στιγμή ποτέ δεν είναι τόσο ζωντανή όσο ήταν στα
νεανικά χρόνια. Όταν είσαι νέος όλα σα να μυρίζουν αλλιώς, σα να φωτίζονται
αλλιώς, σα να ακούγονται πιο δυνατά και καθαρά. Και πόσο διαφορετικός είναι ο
κόσμος μας σήμερα, που έχουμε ξεχάσει πράγματα που είναι βασικά για αυτό που
λέμε καλή - ποιοτική ζωή.
Η κουβέντα τους μου φάνηκε σαν μια μικρή υπόκλιση απέναντι στον συναισθηματισμό που προκαλεί στον καθέναν μας
το μέρος στο οποίο μεγαλώσαμε.