Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

Τα Βαλτσινιώτικα «Η ταβερνιάρισσα»

 Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα

εδώ στα Βαλτσινιώτικα

θα λέμε τον καημό μας,

τις πίκρες μας, τα βάσανα,

τα ωραία απ’ το χωριό μας.

Ποτέ της δεν εδάκρυσε, και πάντοτε γελά,

κάθε παρέα έρχεται και φεύγει μεθυσμένη

μες στο μικρό της μαγαζί από φιλιά τρελά

κι έτσι ποτέ της δεν πουλά, γιατί η προκομμένη

γεμίζει την ταβέρνα της από φιλιά και γέλια

κι είν’ αδειανά τα χείλη της και τίγκα τα βαρέλια.

 

Ποτέ της δεν εδάκρυσε και πάντοτε γελά

κι όταν περνά καμιά φορά λίγο κρασί να πάρει

κι ενώ με τον καθένανε γλυκά κρυφομιλά

κρατάει τα προσχήματα ως κόρη ταβερνιάρη.

Αν της μιλάς για έρωτα στα γέλια θε να σκάσει,

για αυτό κι εγώ την αγαπώ κρυφά… μήπως γελάσει!

 

Μία μέρα στην ταβέρνα της την βρήκα μοναχή,

στουπί απ’ το μεθύσι μου της «μπήκα στα γεμάτα»

κι εκεί που κάτι έπλενε ανέμελη η φτωχή,

πλησίασα, την φίλησα με δυο φιλιά μελάτα.

Ούτε μία λέξη έβγαλε,  μα γέλασε μονάχα

κι ένα φιλάκι μου στείλε κατσουφιασμένη τάχα...

 

Μα όμως δεν το χόρτασα τ’ αθώο της φιλί,

θαρρείς καθώς ερχότανε από μακριά σταλμένο,

σαν να ’χασε τη χάρη του, την γλύκα την πολλή

προτού να φτάσει έπεσε στον δρόμο παγωμένο.

Πάρτο της λέω αλλουνού αυτό είναι απομεινάρι

είναι βιδάνιο... το φιλί σε κόρη ταβερνιάρη.

 

Παράξενο σαν γύρισα, ενώ απ’ τα πολλά,

να τηνε βρω περίμενα στα γέλια λιγωμένη,

τη βρήκα μες στα δάκρυα την έρμη να γελά…

-Λοιπόν, της λέω, μ’ αγαπάς; κι εκείνη δακρυσμένη:

-Στο ορκίζομαι στα δώδεκα, μου λέει, τα βαγγέλια,

πώς κλάψανε τα μάτια μου απ’ τα πολλά τα γέλια!...

 

επικοινωνιστε μαζι μας