Πάντα
με συγκινούσαν και με συγκινούν οι φωλιές των πουλιών που κρέμονται σαν ράκη πάνω
στα δέντρα. Όλες τις εποχές μένουν κρυμμένες μέσα στις φυλλωσιές, εκτός από την
περίοδο του χειμώνα, που αποκαλύπτονται μέσα από το ρίγος της γυμνότητας. Όμως
έτσι το δέντρο γίνεται πόλος φωτός και η φωλιά μέσα από την αχνή σκιαγράφησή της
δείχνει τα απομεινάρια μιας ζωτικής δύναμης πολλαπλασιασμού, που δεν μηδενίζεται
ποτέ. Μικρός περπατούσα στους ατέρμονους αγροτικούς δρόμους και μετρούσα τις φωλιές
που ανακάλυπτα. Τι ευφορία που ένιωθα, επειδή το μέτρημα δεν είχε τελειωμό. Το χούι
μου αυτό το μετέφερα αργότερα και στη μικρή μου εγγονή. Έτσι, γυρνώντας μια μέρα
η ολόλαμπρή μου από την παιδική χαρά, μου διεμήνυσε: «Παππού, δεκατρείς». «Τι δεκατρείς
κορίτσι μου;» «Δεκατρείς φωλιές παππού, τι άλλο;»
Του
Ηλία Κεφάλα