Του Χρήστου Γκίμτσα (Από την συλλογή: Ιστορίες που πρέπει να λέγονται)
«Θα
βγεις; Είναι νύχτα…»
«Θέλω να περπατήσω, να πάρω και λίγο καθαρό αέρα».
«Ντύθηκες καλά; Κάνει κρύο, θέλεις να ρθω μαζί σου; Μπορεί να χιονίσει απόψε…»
«Όχι, ένας περίπατος θα είναι, μην ανησυχείς».
Η Μάγδα, η γυναίκα του ανησυχούσε και είχε γίνει υπερπροστατευτική τελευταία
και με το δίκιο της, αλλά αυτό τον ενοχλούσε. Τον έκανε να νοιώθει
περισσότερο ανήμπορος.
Περπάτησε λίγο μέχρι που βγήκε στην «Καρδίτσης» και μπροστά του πρόβαλε ο
σκοτεινός όγκος του τζαμιού με τον μιναρέ του να λογχίζει τον φορτωμένο από σύννεφα
ουρανό.
Λίγο πιο κάτω ο Άγιος Κωνσταντίνος και δίπλα του οι παλιές φυλακές που
λειτουργούσαν ακόμα. Στις γωνίες του περίβολου στις σκοπιές είδε τις σκιές των
φρουρών που προσπαθούσαν να κρατήσουν μέσα στους τοίχους τις ψυχές αυτών που οι
δικαστικές αποφάσεις έλεγαν πως αδίκησαν την κοινωνία, και τιμωρήθηκαν.
Έτσι, χωρίς να βιάζεται άρχισε να ανεβαίνει την «Καποδιστρίου» που τότε ήταν
διπλής κυκλοφορίας, μέχρι που έφτασε στην διασταύρωση της με την
«Ασκληπιού». Γύρισε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά κοιτώντας τον κεντρικό
δρόμο της πόλης φωτισμένο, και του άρεσε η εικόνα που είδε.
Κάποιοι τολμηροί προσπαθούσαν να κάνουν μερικές βόλτες πάνω κάτω μέσα στο κρύο
μέχρι να κρυφτούν στα γύρω καφενεία και ζαχαροπλαστεία. Στο
καφέ-ζαχαροπλαστείο «το Διεθνές» λίγα μέτρα πιο κάτω, κλειστό σήμερα,
μπαινόβγαινε συνέχεια κόσμος.
Ανασήκωσε τον γιακά του και συνέχισε τον δρόμο του πάνω στο πεζοδρόμιο της
«Καποδιστρίου». Εκεί ακριβώς την συνάντησε. Είχε κοντοσταθεί ψάχνοντας την
τσάντα της και παρόλο που ήταν τυλιγμένη με ένα σάλι, την αναγνώρισε αμέσως.
Είχαν βρεθεί τόσο κοντά, που και να ήθελε να την αποφύγει, ήταν αδύνατον.
«Αλίκη, εσύ;»
Ήταν σίγουρος πως πριν γυρίσει να τον δει, τον αναγνώρισε από την φωνή του.
«Νίκο τι κάνεις, ήταν η απάντηση της καθώς γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος
του».
«Καλά… Ας τα λέμε καλά, εσύ πως είσαι;»
Σ΄ αυτή την ίδια πόλη ζούσαν, αλλά σπάνια συναντιόντουσαν και μάλιστα τυχαία
μέσα στο πλήθος. Αντάλλασαν μια καλημέρα η καλησπέρα αναλόγως, και αυτό ήταν
όλο.
Τώρα όμως βρέθηκαν τόσο κοντά που σχεδόν άγγιζε ο ένας τον άλλο. Βάδισαν
για λίγο έτσι αμήχανα πλησιάζοντας προς την πλατεία του «Δεσποτικού». Κάποια
φωτάκια ήταν κρεμασμένα στα κλαδιά του γέρικου πλάτανου που δέσποζε στην
πλατεία και θύμιζαν πως πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων.
«Κάνει κρύο απόψε», είπε, έτσι για να φύγει η αμηχανία ανάμεσά τους.
«Ναι, μπορεί και να χιονίσει», του απάντησε.
Λίγο πριν περάσουν στο πεζοδρόμιο της «Κοραή», βρήκε το κουράγιο και την
ρώτησε.
«Η Ισμήνη τι κάνει;»
Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Νόμισε πως θα του κακομιλούσε. «Τώρα την
θυμήθηκες» η κάτι τέτοιο, αλλά η φωνή της ήταν ήρεμη.
«Καλά είναι. Όπου να ’ναι έρχεται να εγκατασταθεί εδώ και να δουλέψει.
Τελειωμένη δικηγόρος βλέπεις…»