Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Τα δέντρα της αυλής και του κήπου στο Βαλτινό

 Του Ευαγγέλου Σωτ. Στάθη Φιλολόγου

Τα δέντρα στάθηκαν απαραίτητος «σύντροφος» του ανθρώπου του χωριού. Σ αυτά εύρισκε στήριγμα στη ζωή του. Αποτελούσαν έναν από τους βασικότερους πόρους της αυτάρκειάς του και της οικονομικής του ζωής, γενικότερα. Κάτω από τη φυλλωσιά τους προστατεύονταν από τις καιρικές συνθήκες (χιόνι, βροχή, ζεστό ήλιο).

Το Βαλτινό μέχρι και ολόκληρη τη δεκαετία του ΄60 ήταν κατάφυτο από πολλά πυκνά και πλούσια δέντρα, τόσα πολλά, που τα σπίτια σχεδόν δε φαίνονταν. Πολλά δέντρα του λόγγου, της εξοχής και των αγρών γενικά (έτσι θα τα ονομάσουμε όσα δεν είναι καρποφόρα) γέμιζαν και στόλιζαν τις ρούγες, τους κήπους, τα περιβόλια και τα οικόπεδα του χωριού: πανύψηλες λεύκες και ασπρόλευκες, πλατύφυλλα πλατάνια, δέντροι και φτελιάδια και μελέια που με την πυκνή φυλλωσιά τους δημιουργούσαν μεγάλο και παχύ ίσκιο. Ιτιές, μοσχοϊτιές, ακακίες και φρουξυλιές με φρουξυλάντια σκόρπιζαν την ευωδιά τους σε όλο τον τόπο.

Εντύπωση δημιουργούσαν οι λεύκες, όχι οι ασπρόλευκες ούτε η καναδέζικες, αλλά τα καβάκια. Τα λέγανε και Λαζαρίνες, δεν ξέρω γιατί. Επειδή καλλιεργούνταν πάρα πολλές στο χωριό Λαζαρίνα; Επειδή ήταν όμορφες και λυγερές σαν τις Λαζαρίνες που τραγουδούσαν του Λαζάρου;

Λεύκες λοιπόν λυγερόκορμες και ίσιες σαν λαμπάδα έφταναν ως τον ουρανό, η μια δίπλα στην άλλη σαν έτοιμες για χορό. Λύγιζαν και προσκυνούσαν με τον δυνατό αέρα, αναδεύονταν, σάλευαν και φυλλούριζαν όταν δε φυσούσε. Τις φύτευαν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου. Δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι ή οικόπεδο που να μην είχε λεύκες. Συνήθως της έβαζαν στα φρύδια των χαντακιών και γύρω γύρω στα οικόπεδα. Με τον τρόπο αυτόν έκανα μια πολύ όμορφη δεντροστοιχία. Όταν μεγάλωναν αρκετά, τις εκμεταλλεύονταν για τις ανάγκες του σπιτιού: τις έσχιζαν στην κορδέλα και τις έκαναν τσιμπίδια, πέταυρα, μαδέρια, κουφώματα, ό,τι τέλος πάντων είχε σχέση κυρίως με τα ξύλινα υλικά κατασκευής μιας οικοδομής, επίσης κάγκελα για τα μπαλκόνια των ψηλών σπιτιών. Εν πάσει περιπτώσει αυτά τα έβρισκε το αφεντικό με κείνον που είχε κορδέλα: πχ με τον Στέφανο Βερβέρα στο Βαλτινό και αργότερα με τον Γιάννη Δήμο και τον Λάζαρο Αγγελή, με τον Καραστέριο στον Βάλτο, με τον Ευθυμίου στο Δεντροχώρι.

Πολλές φορές κοντά στη ρίζα της λεύκας φύτευαν και κλίματα που έκαναν μεγάλα σταφύλια και βαριά, κοπανάρια ή κλουπανάρια. Ένα κοπανάρι σταφύλι μπορούσε να έφτανε και μια οκά. Οι ρώγες του ήταν ροδοκόκκινες και μεγάλες σαν τις χάντρες του μεγάλου κεχριμπαρένιου κομπολογιού που έπαιζε ο παππούς. Ήταν τραγανό, ζουμερό και νόστιμο σταφύλι. Ήταν και ανθεκτικό «Τύλιξέ το, για να μην το φαν οι σφήκες και τα κουρκουμπάνια, με ένα λεπτό και αραχνοΰφαντο ύφασμα από τσίπα ή μαντήλα ή τούλι, και άφησε το εκεί δεν παθαίνει τίποτε, θα το ’χς μέχρι το χειμώνα».

Άμα ο νοικοκύρης είχε πολλά, μπορούσε να βγάλει και τσίπουρο. Την άγουρη ρόγα (την αγρίδα) την έστιβε στα τσιμπήματα της σφήκας ή του ντάβανου και περνούσε (!) ή τη χρησιμοποιούσε ορισμένες φορές σε κάποια φαγητά αντί για λεμόνι ή ξύδι. Τίποτε δεν πετάει ο γεωργός. Δεν αφήνει να πάει χαμένο τίποτε.

Το κλίμα αυτό, άμα το άφηνες να απλώσει, έφτιαχνε μια μεγάλη κληματαριά πλούσια σε ίσκιο και σε παραγωγή σταφυλιών. Χρειάζονταν όμως και φούρκες και ξύλα αρκετά για να γίνει η κρεβατίνα, αλλά και αρκετή δουλειά. Έτσι η λεύκα έλυνε και αυτό το πρόβλημα.

Είναι περιττό να πούμε πόσο ειδυλλιακή ήταν η εικόνα που δημιουργούσε η λεύκα όλο το χρόνο. Αποτελούσε ιδανικό τόπο για φωλιά, για ξεκούραση ή για κούρνιασμα των πουλιών. Καρακάξες, καλιακούδια και τσιόνια (σπουργίτια) ήταν οι μόνιμοι επισκέπτες χειμώνα καλοκαίρι. Πολλές φορές στη λεύκα έφτιαχναν τη φωλιά τους και οι πελεκάνοι, άμα τους βόλευε το ύψος ή το σχήμα των κλωναριών. Πολλά άλλα πουλιά έβρισκαν λίγη ξεκούραση όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας: χουχουιάβες και γκιόνιδες, μπούφοι και δεκαοχτούρες.

Από δω και πέρα ας αφήσει μόνος του ο καθένας τη φαντασία του να καλπάσει, για να ιδεί πόσων ειδών τιτιβίσματα, κελαηδήματα, κραυγές και συναυλίες μπορούσε να ακούσει όλο το εικοσιτετράωρο. Τα χαράματα η δεκαοχτούρα, το πρωί κι όλη τη μέρα τα σπουργιτάκια, το απογευματάκι η καρακάξα. Η καρακάξα έκρουζε ωραία με τη στριγκιά, διαπεραστική φωνή της. Δυνατή ενοχλητική φωνή, αλλά κανένα δεν πείραζε. «Μπορεί να μας φέρει καμιά προξενιά ή κάνα χαμπέρι αύριο, από κάποιο ξενιτεμένο μας πρόσωπο». Έτσι έλεγαν οι παλιοί που μάντευαν ανάλογα από τα κραξίματα της καρακάξας.


επικοινωνιστε μαζι μας