Όλοι μας γνωριζόμαστε από ανήλικα παιδιά,
με το μικρό του τ’ όνομα ένας τον άλλον κράζει,
στα μυστικά μας δε μπορεί να βάλουμε κλειδιά,
ξέρει καθένας στ’ αλλουνού τα μάτια να διαβάζει.
Σαν όπως τα τρεχούμενα μοιράζουμε νερά
και τα σπαρτά ποτίζουμε καθείς με την αράδα
έτσι τις μοιραζόμαστε και θλίψη και χαρά
για βρέχει σ’ όλο το χωριό για σ’ όλο είναι λιακάδα.
Γάμος; Αστράφτει από χαρά και γέλιο το χωριό
κι αντιλαλεί το νυφικό τραγούδι πέρα ως πέρα.
Θάνατος; Όλοι θλιβεροί κι απ’ το καμπαναριό
κατάμαυρο η καμπάνα μας τον βάφει τον αγέρα.
Διάπλατα τις οξώπορτες η καλοσύνη ανοί(γει)
και στο παλάτι του τρανού και στου φτωχού την τρούπα,
κι’ όποιος περάσει κι όποιος μπει, γιορτή –καθημερινή,
θα βρει στρωμένο καναπέ, θα βρει γλυκό στην κούπα.
Χώρια απ’ τις έγνοιες της ζωής, τους χάρους τους πικρούς
μές΄ τις καρδιές μας έχουμε παντοτεινόν Απρίλη
κι όσες τσουκνίδες βγαίνουνε μονάχες στους αγρούς
εκεί ξεμοναχιάζονται πνιχτές στο χαμομήλι.
Γεώργιος Αθάνας