Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

«Στον πόντο του μόχθου»

 

Στον τόπο μας, κάτω από τον απλό ουρανό και μέσα στο άγιο φως του μόχθου, τέσσερις άντρες σκύβουν τον ώμο στην καρδιά της γης. Το σιτάρι, καρπός μιας σκληρής άνοιξης και ενός ανυπόμονου καλοκαιριού, τώρα θερίζεται, στοιβάζεται, φορτώνεται — και η ζωή συνεχίζει τη στροφή της, όπως οι κύκλοι των εποχών.

Ο πόντος, εκείνη η απλή ξύλινη σανίδα, γίνεται γέφυρα ανάμεσα στη γη και τη διαδρομή του σπόρου προς τη σιωπηλή αποθήκη. Κάθε βήμα επάνω του δεν είναι απλώς ένα πέρασμα˙ είναι υπόμνηση της ευθύνης, της παράδοσης, του ιδρώτα που δεν γράφεται σε βιβλία, μα ζυμώνει το ψωμί στο τραπέζι.

Τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων δεν φωνάζουν˙ σιωπούν. Μα η σιωπή τους έχει τη βαρύτητα του χρόνου. Κάθε τους κίνηση κουβαλάει μνήμες πατέρων και παππούδων, σε μια εργασία που είναι ταυτόχρονα αγώνας, ανάγκη και μυσταγωγία. Το βλέμμα τους, προσηλωμένο αλλά ήρεμο, δεν ζητά ούτε έπαινο ούτε λύπηση. Μόνο αναγνώριση της ανθρώπινης δύναμης που δουλεύει δίχως φανφάρες, αλλά με πίστη.

Το φορτίο στην πλάτη τους δεν είναι μόνο σιτάρι. Είναι ιστορία. Είναι η επιμονή της ζωής να συνεχίζεται εκεί όπου το χώμα ποτίζεται με κόπο και ελπίδα. Είναι η βεβαιότητα ότι, ακόμη κι αν όλα αλλάξουν, ο θερισμός θα επιστρέφει — και κάποιοι θα τον σηκώνουν στις πλάτες τους, σαν ιερή λειτουργία.

Σ' αυτή τη φωτογραφία, ο χρόνος σταματά. Και μέσα σ’ αυτή τη στάση, ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται σύμπαν ολόκληρο. Ένα σύμπαν που πατάει στον πόντο, ισορροπεί πάνω στην ευθραυστότητα του μόχθου — και, με πείσμα, βαδίζει μπροστά.


ΚΑΛΕΝΤΟΥΛΑ

 

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η καλέντουλα ή απλώς η μαντζουράνα μού φάνταζε πάντα σαν ένα παρακατιανό λουλούδι. Όταν τις φύτευε η μάνα μου στον κήπο, μού έμοιαζαν σαν απόβλητες τσιγγάνες των λουλουδιών. Όμως αυτές ήταν επίμονες και ατίθασες. Φύτρωναν και ξαναφύτρωναν από μόνες τους και πολλαπλασιάζονταν, διακατεχόμενες από μια παράξενη ευθυμία, που πήγαζε μέσα από την πολυετή τους αντοχή. Γελούσαν. Αυτό με θύμωνε περίεργα. Όταν όμως κάποιος μου υπέδειξε να αποξηράνω τα άνθη τους και να γευτώ χειμωνιάτικα το κίτρινο αφέψημά τους, τότε άλλαξα γνώμη εντελώς. Στην καθυστερημένη δοκιμή της γεύσης τους βρήκα κάτι σαν ελιξίριο και στη θωριά τους πλέον περισσή ευγένεια και ομορφιά.

Καλημέρα, λοιπόν, καλέντουλα, καλημέρα στη ζωηράδα της ομορφιάς σου σήμερα και πάλι.

Του Ηλία Κεφάλα

επικοινωνιστε μαζι μας