Η μπουκοβάλα στο Βαλτινό ήταν
το ταπεινό, μα χορταστικό κολατσιό των παιδικών μας χρόνων, τότε που τρέχαμε
ξυπόλυτα στα σοκάκια ή κυλιόμασταν στα αλώνια με τα στάχυα, μυρίζοντας χώμα και
καλοκαίρι.
Δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις. Είχε ψίχα ψωμιού από το ξυλόφουρνο και φέτα τυρί, το
δικό μας, το πρόβειο, που έβγαζαν οι μανάδες και οι θειάδες μας από το γάλα που
άρμεγαν με τα χέρια τους τα χαράματα. Παίρναμε την ψίχα, τη
θρυμματίζαμε με τα χέρια, ρίχναμε από πάνω κομματάκια φέτα, λευκή και
πικάντικη, και ύστερα έρχονταν το πιο γλυκό κομμάτι: το δέσιμο.
Το βάζαμε μέσα σε ένα άσπρο, καθαρό μαντήλι ή στο φανελάκι μας, το κρατούσαμε
σφιχτά και με τα παιδικά μας χέρια το σχηματίζαμε σε στρογγυλή μπαλίτσα, το στουμπούσαμε, το πατούσαμε με
δύναμη για να ομογενοποιηθεί, να γίνουν ένα το ψωμί με τη φέτα, να σφίξει η
μπουκοβάλα, να μπορεί να φαγωθεί στο χέρι, χωρίς να σκορπίζει.
Μέσα σε εκείνη τη μπουκοβάλα, κάθε μπουκιά
ήταν γεμάτη γεύση, αλάτι, ήλιο και ιδρώτα
από το παιχνίδι, γεμάτη μυρωδιές από το χωράφι, τις αγελάδες που
γύριζαν το βράδυ στο μαντρί, τον αέρα που φυσούσε μέσα από τα δέντρα στις
γειτονιές του Βαλτινού.
Και μετά, καθόμασταν στα πεζούλια, στα
σκαλοπάτια ή κάτω από την καρυδιά, και τη δαγκώναμε αργά, να κρατήσει όσο
περισσότερο γίνεται, ενώ τα μάτια μας έψαχναν τους φίλους που έπαιζαν παραπέρα,
έτοιμα να ξαναφύγουμε στο κυνηγητό μόλις η τελευταία μπουκιά έλιωνε στο στόμα
μας.
Η μπουκοβάλα
του Βαλτινού δεν ήταν απλώς φαγητό. Ήταν το σήμα της απλότητας, της
αυτάρκειας, της φροντίδας της μάνας, που σου έδινε κάτι πρόχειρο, μα που μέσα
του είχε τον κόπο της, το γάλα του πρωινού και το ψωμί του φούρνου που
μοσχοβολούσε. Ήταν ο τρόπος να χορτάσει το παιδί χωρίς να χάσει λεπτό από το
παιχνίδι και από τη ζωή.
Σήμερα, αν δοκιμάσεις ξανά αυτή τη μπουκοβάλα,
θα νιώσεις στα δόντια σου το τρίξιμο της φέτας και το άρωμα του ψωμιού από το
χωριό. Θα δεις μπροστά σου τη γειτονιά, τα άχυρα που αιωρούνταν στον αέρα, τους
ήχους από τα καμπανάκια των ζώων και το χώμα που κολλούσε στα πόδια μας.
Κι έτσι, θα θυμηθείς πως η ευτυχία κάποτε χωρούσε μέσα σε μια μπουκοβάλα, τυλιγμένη σε ένα άσπρο φανελάκι, κάτω από τον ήλιο του Βαλτινού.