Σε
ένα παλιό πράσινο τραπέζι, πάνω σε χωμάτινο φόντο που μυρίζει γη και ιδρώτα,
στέκουν οι παλιές λάμπες σαν σιωπηλοί φύλακες μιας εποχής που έφυγε. Η λάμπα
πετρελαίου με το λεπτό γυαλί της, η μεγάλη λάμπα πίεσης με το μεταλλικό καπέλο,
η πιο σύγχρονη λάμπα πετρελαίου, ακόμη και η μικρή μπλε, θυμίζουν τη νύχτα όταν
οι άνθρωποι άναβαν το φως με προσοχή, με αναμμένα σπίρτα και με μυρωδιά
πετρελαίου, για να μη χαθεί η νύχτα στη σιωπή.
Ήταν
φως που δεν το άναβες για να κυλήσουν οι ώρες μηχανικά, αλλά για να καθίσεις
κοντά του, να ζεσταθείς, να δεις τον άλλον στα μάτια, να ακούσεις τον παφλασμό
της φλόγας, να ακουμπήσεις πάνω της την κουρασμένη μέρα. Ήταν φως που έφερνε
κουβέντες χαμηλές, σκέψεις που μεγάλωναν στο τρεμάμενο φως, σκιές που χόρευαν
στους τοίχους, υπενθυμίζοντας την εύθραυστη φύση της ανθρώπινης παρουσίας.
Κάποτε,
κάθε βράδυ ήταν μια μικρή νίκη ενάντια στο σκοτάδι. Ένα καντηλάκι στο περβάζι,
μια λάμπα στη μέση του δωματίου, μια ανάσα φωτός σε μια αυλή ή σε ένα μαντρί,
ένα φως που έδινε υπόσταση στο βήμα της γιαγιάς, στον αργαλειό της μάνας, στα
τετράδια του παιδιού που διάβαζε σκυμμένο στο τραπέζι. Και τώρα, ακουμπισμένα
σε αυτό το πράσινο τραπέζι, αυτά τα εργαλεία φωτισμού δεν είναι απλώς άψυχα
αντικείμενα, αλλά μικρές, αθόρυβες κιβωτοί μνήμης.
Μας
θυμίζουν πως το φως δεν ήταν ποτέ δεδομένο, πως η νύχτα είχε βάρος, πως κάθε
φλόγα ήταν μια γιορτή και μια φροντίδα, πως το σκοτάδι δεν ήταν εχθρός αλλά
συνομιλητής, όταν ήξερες να το φωτίσεις χωρίς βιασύνη. Σε έναν κόσμο που γέμισε
με φώτα που δεν σβήνουν ποτέ, αυτές οι λάμπες μάς προσκαλούν να θυμηθούμε ότι
και το σκοτάδι έχει αξία, και το φως γίνεται ιερό μόνο όταν έρχεται σιγά, με
τον ήχο του φυτιλιού και την μυρωδιά του πετρελαίου.
Ίσως
να είναι καιρός να μάθουμε ξανά να ανάβουμε το φως με προσοχή.