Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Βανίλια υποβρύχιο

 

Ένα ποτήρι νερό, κρύο, θολό από τους πάγους που τσουγκρίζουν στον πάτο. Ένα κουταλάκι βυθισμένο, αργά, να αφήνει πίσω του ρυτίδες στο νερό, σαν κύματα μικρά, πριν σταθούν ήρεμα και υποδεχτούν τη γλυκιά, λευκή βανίλια.

Αυτό ήταν το καλοκαίρι μας.

Μεσημέρια που μύριζαν ζέστη και σκόνη από τα χωμάτινα σοκάκια, με τον ήλιο να τρυπά τα τζάμια και να φωτίζει τις δαντελένιες κουρτίνες που ανέμιζαν, ενώ η γιαγιά έφερνε το ποτήρι στο τραπέζι. «Πάρε, να δροσιστείς», έλεγε, κι εγώ έβλεπα το κουτάλι να ακουμπάει στα χείλη και η πρώτη γεύση να είναι πάντα μια υπόσχεση. Μια υπόσχεση ότι όλα θα μείνουν ίδια, ότι το σπίτι θα μυρίζει καλοκαίρι, βασιλικό και γλυκάνισο, ότι το παιχνίδι θα περιμένει στην αυλή, πως τίποτα δεν θα χαθεί όσο υπάρχει η στιγμή που λιώνει η βανίλια στη γλώσσα.

Η βανίλια υποβρύχιο ήταν μια τελετουργία. Η γιαγιά άνοιγε το βάζο με το παχύ, λευκό γλυκό, κι ένα άρωμα που έμοιαζε με γιορτή έβγαινε στον αέρα. Μια μυρωδιά ζεστής αγκαλιάς, ενός κόσμου απλού, όπου η ευτυχία χωρούσε σε ένα κουταλάκι. Ο ήχος του μεταλλικού κουταλιού που ακουμπούσε στο γυαλί ήταν σαν μικρή καμπάνα, ένα σήμα ότι για λίγο όλα σταματούσαν: η φωνή της μάνας που μιλούσε στο τηλέφωνο, τα παιχνίδια που έμειναν στην αυλή, το τζιτζίκι που σταματούσε για ένα δευτερόλεπτο.

Κι ύστερα, ήρθε η γεύση: δροσερή, βελούδινη, γεμάτη με μια γλυκιά επίγευση που έμενε στα χείλη και έφευγε μόνο όταν έτρεχες ξανά ξυπόλυτος στην αυλή. Ήταν ένα γλυκό που δεν το έτρωγες βιαστικά. Το κρατούσες, το κοιτούσες να γλιστρά στο κουτάλι, το άφηνες να λιώσει αργά, για να κρατήσει περισσότερο αυτή τη μικρή γιορτή.

Σήμερα, κάθε φορά που μυρίζω βανίλια, γυρίζω σε εκείνα τα απογεύματα με τις φωνές των παιδιών που αντηχούσαν στο σοκάκι, τα μαλλιά μου γεμάτα ιδρώτα και σκόνη, το δροσερό νερό που κολλούσε στα δάχτυλα, την αίσθηση της ξεγνοιασιάς.

Η βανίλια υποβρύχιο ήταν ένα γλυκό, μυρωδάτο ταξίδι στον χρόνο.
Ένα λευκό σύννεφο που κατέβαινε σε ένα ποτήρι νερό.
Ένα καλοκαίρι που, όσο υπάρχει η ανάμνηση αυτής της γεύσης, δεν θα τελειώσει ποτέ.


ΚΙΤΡΙΝΑ ΚΑΤΑΚΙΤΡΙΝΑ

 

Ανοίγοντας το παράθυρό μου κάθε πρωί αντικρύζω τις αυξομειώσεις της ώχρας, που επικάθεται τρυφερά πάνω στις εκβλαστήσεις των αγρών. Οι καλλιέργειες αλλάζουν μορφή και τόνο με την εξάπλωση του κίτρινου χρώματος, που αντιμάχεται σθεναρά το πράσινο των δέντρων και το γαλάζιο τ’ ουρανού. Σήμερα μια διερχόμενη κόρη των αγρών ζωγραφίστηκε στην ατμόσφαιρα θαμπά με όλο το φάσμα του γρήγορου περάσματός της, καθώς με άφησε ταχέως μόνον με την ονειρική μονάχα οπτασία της. Και, να, που θυμήθηκα πάλι τον στίχο του Γεσένιν «με των μαλλιών σου το αχυρένιο το δεμάτι», αναγαλλιάζοντας σύγκορμος. Πόσο γρήγορα όλα τα πράγματα γίνονται ανάμνηση. Πόσο θαυμαστά επαναλαμβάνονται οι εικόνες που αποθησαυρίζουν οι ποιητές. Τι ευτυχία σε εκείνον τον ποιητή που πρώτος είδε και πρώτος απαθανάτισε με τη γραφή του το φυσικό θαύμα, που επαναλαμβάνεται ακέραιο συνεχώς μπροστά μας και μας μαγεύει. Και ποιο είναι το δίχτυ, λοιπόν, που μας συγκρατεί και μας συνέχει μέσα στον ακατανόητο κόσμο, τον υποταγμένο στις παλινωδίες της θλίψης και της χαράς; Ο λόγος, ο όμορφα συγκροτημένος και παρηγορητικός λόγος. Μόνο.

Του Ηλία Κεφάλα

 

επικοινωνιστε μαζι μας