Είχε μόλις τελειώσει η θεία λειτουργία και ο παπα-Θανάσης Βότσιος, με τη γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, βγήκε αργά από την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στο Βαλτινό. Ήταν 2 Μαΐου του 1910, και το χωριό, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, γιόρταζε με λαμπρότητα τη χάρη του Αγίου. Οι καμπάνες αντήχησαν για τελευταία φορά, καλώντας τους πιστούς να συγκεντρωθούν στον προαύλιο χώρο για να αρχίσει το γλέντι.
Ήταν πανηγύρι, και το Βαλτινό ήξερε να γλεντά. Έθιμο παλιό, που περνούσε από γενιά σε γενιά: μετά την εκκλησία, όλοι, μικροί και μεγάλοι, ξεχύνονταν στον προαύλιο χώρο για τραγούδια, χορούς και χαρές. Οι άντρες είχαν φορέσει τα καλά τους, οι γυναίκες τις πολύχρωμες ποδιές τους, κι όλα έδειχναν πως θα ήταν ένα πανηγύρι αξέχαστο.
Τα όργανα δεν άργησαν να πιάσουν δουλειά. Ένας λαουτιέρης, ένας με το κλαρίνο και ένας με το νταούλι στάθηκαν σε μια γωνιά και άρχισαν να παίζουν. Οι πρώτες νότες αντήχησαν, και σε λίγα λεπτά ο χορός είχε κιόλας στηθεί. Οι γυναίκες σχημάτισαν τον εσωτερικό κύκλο, οι άντρες τον εξωτερικό, και όλοι μαζί συγχρονίζονταν στον ρυθμό των δημοτικών τραγουδιών με μια θαυμαστή φυσικότητα. Ήταν χορός που ανάσαινε από τα σπλάχνα της Ρωμιοσύνης, βγαλμένος απ' τα βάθη του τόπου και της καρδιάς.
Ο κόσμος εναλλασσόταν στον κύκλο: άλλοι έπαιρναν τη σειρά τους να χορέψουν, άλλοι καμάρωναν, και κάποιοι χτυπούσαν παλαμάκια, ενθαρρύνοντας τους χορευτές. Οι πιο μερακλήδες, όταν τους έπιανε το κέφι, έριχναν ένα δίφραγκο, ένα κέρμα, ένα κατοστάρικο – τη λεγόμενη «χαρτούρα» – στα όργανα, για να συνεχίσουν απτόητα το παίξιμο. Το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, και όλα έδειχναν πως η μέρα θα τελείωνε με τραγούδια και ευφροσύνη.
Κάπου εκεί, μπήκε στο χορό κι ο Χρήστος Μπαντόλιας. Φτωχός όσο δεν πάει, σχεδόν παρίας, αλλά μερακλής και χορευταράς όσο λίγοι. Οι συγχωριανοί τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Φτώχια Καταραμένη», όχι πως οι υπόλοιποι κολυμπούσαν στα πλούτη – αλλά τουλάχιστον τα κουτσοβόλευαν. Ο Χρήστος, όμως, μόλις που τα έφερνε βόλτα.
Έβγαλε το σακάκι του, το δίπλωσε προσεκτικά και το άφησε πάνω σε μια πέτρα. Έκανε το σταυρό του, χαμογέλασε κι άρχισε να χορεύει λεβέντικα ένα υπέροχο τσάμικο. Ήταν περήφανος και αρχοντικός στο χορό του, με κάθε του βήμα να αφηγείται τη ζωή του, τον αγώνα, τη φτώχεια, αλλά και την αξιοπρέπεια. Οι παρευρισκόμενοι σταμάτησαν για λίγο να μιλούν και να γελούν. Τον παρακολουθούσαν με θαυμασμό. Ο Χρήστος είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα: έδινε ψυχή στον χορό.
Όμως κάτι πήγε στραβά. Δεν είχε να ρίξει ούτε μια δεκάρα στα όργανα. Και οι μουσικοί, αν και αρχικά έπαιζαν με ενθουσιασμό, σταμάτησαν απότομα, κόβοντας το τραγούδι στη μέση. Ο Χρήστος ζήτησε δεύτερο τραγούδι. Ήθελε να συνεχίσει το χορό του, να ξεδώσει, να εκφράσει ό,τι τον έπνιγε. Τα όργανα κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλο διστακτικά – και τελικά άρχισαν να παίζουν ξανά. Μα το παίξιμο ήταν άτονο, σχεδόν αγγαρεία. Ο ρυθμός χλιαρός, το πάθος απόν.
Ο Χρήστος το κατάλαβε αμέσως. Έκανε νόημα στους μουσικούς με το χέρι, να δυναμώσουν, να παίξουν όπως έπρεπε. Εκείνοι, τίποτα. Δεύτερη φορά το ίδιο. Η αδιαφορία τους χτύπησε τον Χρήστο σαν σφαλιάρα. Ένιωσε την προσβολή να φουντώνει μέσα του. Δεν ήταν το παίξιμο που τον πλήγωνε τόσο, όσο η περιφρόνηση. Εκείνη η αδιόρατη αλλά ξεκάθαρη απόρριψη που του έλεγε: «Δεν είσαι σαν εμάς».
Η οργή τον πλημμύρισε. Με μια ξαφνική παρόρμηση, πλησίασε τα όργανα, πήρε φόρα κάνοντας μια χορευτική φιγούρα – λες και ήθελε να ξεγελάσει ακόμα και τον εαυτό του – και με μια δυνατή κλωτσιά χτύπησε το νταούλι. Το νταούλι πέταξε απ’ τα χέρια του νταουλιέρη, χτύπησε στο έδαφος και έσπασε. Ένα μουδιασμένο «ωχ!» ακούστηκε από το πλήθος. Τα όργανα σταμάτησαν να παίζουν. Για μια στιγμή πάγωσαν όλοι.
Η ένταση φούντωσε. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν, άλλοι πήγαν να επέμβουν. Η φασαρία δεν άργησε να ξεσπάσει, αλλά οι ψυχραιμότεροι παρενέβησαν και κατάφεραν να ηρεμήσουν τα πνεύματα πριν ξεφύγει η κατάσταση. Το γλέντι, ωστόσο, είχε τελειώσει. Η μαγεία είχε σπάσει σαν το νταούλι.
Ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να διαλύεται. Άλλοι κοιτούσαν απορημένοι, άλλοι με κατανόηση, και κάποιοι με οίκτο. Ο Χρήστος, σκυθρωπός πια, πήρε το σακάκι του, το φόρεσε αργά, λες και βάραινε χίλια κιλά. Κοίταξε για μια στιγμή προς την εκκλησία – όχι με θυμό, αλλά με μια παράξενη συστολή. Έκανε το σταυρό του. Ίσως ζητούσε συγχώρεση, ίσως έδινε μια σιωπηλή εξήγηση στον Άγιο Αθανάσιο για το ξέσπασμά του.
Κι έπειτα έφυγε, μόνος του, με βήμα αργό αλλά αξιοπρεπές. Το χωριό τον παρακολουθούσε να χάνεται στον χωματόδρομο, κάτω απ’ το φως του απογευματινού ήλιου. Έφυγε όπως χόρεψε: με πάθος, με περηφάνια, και με μια πληγή που δεν χωρούσε λόγια.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Ακολουθεί
ανάλυση του διηγήματος «Το Γλέντι του
Αγίου Αθανασίου», ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπική
εμβάθυνση:
Η Ψυχολογική
Κατάσταση του Χρήστου Μπαντόλια
Ο
Χρήστος Μπαντόλιας δεν ήταν απλώς ένας φτωχός χωρικός που ήθελε να χορέψει.
Ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά ριζωμένη ανάγκη να αναγνωριστεί, να εκφραστεί και
να ανήκει. Η φτώχεια του δεν ήταν απλώς υλική· ήταν και κοινωνική, ήταν ένας
αόρατος μανδύας που τον τύλιγε καθημερινά και τον κρατούσε στο περιθώριο της
κοινότητας. Είχε μάθει να ζει με λίγα, αλλά εκείνη την ημέρα –τη μέρα του
πανηγυριού, της χαράς και της συλλογικής εξύψωσης– θέλησε να σταθεί ισότιμα
δίπλα στους συγχωριανούς του. Να πει, με το σώμα του και τον χορό του: «Είμαι
κι εγώ εδώ, αξίζω κι εγώ μια θέση στον κύκλο».
Η
είσοδός του στον χορό δεν ήταν μόνο σωματική· ήταν συμβολική. Ήταν ένα είδος
δήλωσης, μια βουβή κραυγή: «Δείτε με!». Και πράγματι, για λίγο, κατάφερε να
τραβήξει τα βλέμματα, να μαγέψει το πλήθος. Για εκείνα τα λίγα λεπτά, ο Χρήστος
ένιωσε ελεύθερος. Σαν να χόρευε όχι μόνο με τα πόδια, αλλά με την ψυχή του
ολόκληρη. Το σώμα του μετέφερε όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λόγια: την
καταπίεση, τον καθημερινό μόχθο, τη μοναξιά, την ανάγκη για αγάπη και αποδοχή.
Όμως,
εκεί που το όνειρο άρχιζε να χτίζεται, ήρθε η πρώτη ρωγμή: η διακοπή του
τραγουδιού λόγω έλλειψης "κεράσματος". Ο Χρήστος δεν είχε χρήματα για
να ρίξει χαρτούρα στα όργανα, και αυτό –σε ένα γλέντι όπου το κέρασμα ήταν
ένδειξη τιμής, χαράς και συμμετοχής– σήμαινε για τους μουσικούς πως δεν άξιζε
τον κόπο να παίζουν για εκείνον. Ήταν ένα κοινωνικό «όχι», ψυχρό και βουβό. Δεν
του το είπαν κατάμουτρα – ήταν χειρότερο: του το έδειξαν.
Από
εκείνο το σημείο, ο Χρήστος αρχίζει να φλέγεται από μέσα. Ο ενθουσιασμός
μετατρέπεται σταδιακά σε ντροπή, και η ντροπή αυτή σε ταπείνωση. Αισθάνεται πως
εκτίθεται δημόσια, πως όλο το χωριό βλέπει πως είναι φτωχός – κι αυτό, σε μια
κοινωνία όπου η αξιοπρέπεια χτίζεται γύρω από το «φαίνεσθαι», είναι μαχαιριά. Η
προσβολή που νιώθει δεν είναι απλώς εγωιστική, αλλά υπαρξιακή. Δεν προσβάλλεται
γιατί δε συνεχίζουν το τραγούδι – προσβάλλεται γιατί του στερούν τον χώρο να
εκφραστεί, να είναι άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους.
Όταν
βλέπει πως τα όργανα επιμένουν στο άτονο παίξιμο, αισθάνεται περιφρονημένος.
Στη δική του ψυχή, αυτή η αδιαφορία δεν είναι απλώς επαγγελματική, είναι η
επιβεβαίωση πως δεν έχει θέση στον κύκλο – ότι, παρά το μεράκι και την ψυχή
του, παραμένει ξένος, ανεπιθύμητος, περιττός. Και τότε, κάτι ραγίζει μέσα του.
Η
κλωτσιά στο νταούλι δεν είναι απλώς μια πράξη θυμού· είναι μια συμβολική έκρηξη,
μια αντίδραση απόγνωσης. Το νταούλι είναι το σύμβολο του γλεντιού, της χαράς,
της αρμονίας – και με την κλωτσιά του, ο Χρήστος το καταστρέφει γιατί εκείνη τη
στιγμή αισθάνεται πως όλα αυτά του έχουν αρνηθεί. Είναι σαν να φωνάζει: «Αφού
δε με θέλετε, να μη χαρεί κανείς!». Είναι η στιγμή της απώλειας ελέγχου, αλλά
ταυτόχρονα και μια ύστατη διεκδίκηση αξιοπρέπειας – έστω και μέσα από την
καταστροφή.
Όταν
το πλήθος παγώνει, όταν η μουσική σταματά, κι όταν ο ίδιος κοιτά προς την
εκκλησία και κάνει τον σταυρό του, δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι συντετριμμένος,
αλλά συνειδητοποιημένος. Η πράξη του, όσο παρορμητική κι αν ήταν, δεν ήταν
ελαφριά. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς εσωτερικής πάλης. Στην κίνησή του προς
τον Άγιο, υπάρχει ένα ίχνος μετάνοιας, αλλά και ένα αίτημα κατανόησης. Σαν να
λέει: «Δεν ήθελα να γίνει έτσι... αλλά δεν άντεξα».
Καθώς
φεύγει, μόνος, η ψυχολογική του κατάσταση είναι ένα μείγμα απογοήτευσης,
ντροπής και σιωπηλής πίκρας. Δεν τρέχει, δεν φεύγει με μανία. Περπατά αργά, σαν
να κουβαλά στους ώμους του όλο το βάρος του κόσμου. Όμως μέσα του παραμένει
απείραχτο ένα μικρό κομμάτι περηφάνιας. Δεν ζήτησε ελεημοσύνη, δεν προσκύνησε,
δεν παραιτήθηκε. Χόρεψε, όσο μπόρεσε, και όταν ένιωσε πως τον προσβάλουν,
αντέδρασε.
Ο
Χρήστος, στην ουσία, είναι ένας τραγικός ήρωας σε μικροκλίμακα. Ένας απλός
άνθρωπος που ήθελε να ζήσει μια στιγμή ισότητας και χαράς, αλλά το σύστημα των
κοινωνικών συμβάσεων – η ανάγκη για προσφορά, η χαρτούρα, το “πρέπει” – του το
στέρησε. Η ψυχή του, αν και ραγισμένη, παραμένει αληθινή. Το πέρασμά του απ’
τον χορό – κι ας κράτησε λίγο – θα μείνει στη μνήμη όχι ως πράξη ντροπής, αλλά
ως μια έκρηξη ειλικρίνειας και ανθρώπινης ανάγκης.
Ψυχολογική
Κατάσταση των Μουσικών
Οι
μουσικοί του πανηγυριού –ο λαουτιέρης, ο κλαριντζής και ο νταουλιέρης– είναι
επαγγελματίες, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής κοινωνίας. Ζουν
από τα κεράσματα, από τη λεγόμενη «χαρτούρα», και γνωρίζουν καλά πως η
συμμετοχή τους στο γλέντι είναι αμειβόμενη, έστω και άτυπα.
Στην
αρχή του πανηγυριού, παίζουν με κέφι· το πλήθος τους τιμά, οι χορευτές κερνάνε,
όλα κυλούν με το ρυθμό της γιορτής. Όταν, όμως, έρχεται ο Χρήστος Μπαντόλιας να
χορέψει χωρίς να δώσει χαρτούρα, κάτι αλλάζει στην ψυχολογία τους. Δεν είναι
μόνο το χρηματικό ζήτημα, αν και αυτό είναι κρίσιμο: για εκείνους, είναι και
θέμα αξιοπρέπειας, επαγγελματικής και προσωπικής.
Αισθάνονται
ότι παραβιάζεται ένας άγραφος, αλλά ισχυρός κοινωνικός κανόνας: «Όποιος
χορεύει, κερνάει». Δεν πρόκειται απλώς για φιλοδώρημα – είναι μια μορφή
κοινωνικής ανταπόδοσης. Αν δεν την τηρήσουν, φοβούνται πως θα δημιουργηθεί
προηγούμενο: πως ο κάθε «Χρήστος» θα ζητά να χορεύει δωρεάν, μειώνοντας έτσι τη
δική τους αξία και επιβίωση.
Αυτό
τους βάζει σε εσωτερική σύγκρουση. Βλέπουν τον Χρήστο να χορεύει με μεράκι,
νιώθουν –πιθανόν– πως είναι αυθεντικός, αλλά επιλέγουν συνειδητά να κρατήσουν
μια στάση επαγγελματικής απόστασης, που φανερώνεται στο άτονο και απρόθυμο
παίξιμο. Το βλέμμα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους πριν συνεχίσουν το δεύτερο
τραγούδι δείχνει δισταγμό, ίσως και ενόχληση, όχι τόσο για τον άνθρωπο, όσο για
το τι αντιπροσωπεύει η πράξη του: μια παραβίαση της κοινωνικής «συμφωνίας».
Όταν
ο Χρήστος τους κάνει νόημα να παίξουν πιο ζωηρά και αυτοί επιμένουν στο άτονο
ύφος, ίσως να πιστεύουν πως τον "τιμωρούν" με διακριτικό τρόπο. Δεν
τον προσβάλλουν κατά μέτωπο· δεν του λένε "δεν παίζουμε για σένα",
αλλά το κάνουν σιωπηλά. Αυτή η παθητική στάση, όμως, εμπεριέχει ένα είδος
κυνισμού. Δεν βλέπουν τον άνθρωπο μπροστά τους – βλέπουν μια
"ανωμαλία" στο σύστημα.
Και
όταν δέχονται την κλωτσιά –κυρίως ο νταουλιέρης που βλέπει το όργανό του να
σπάει–, σοκάρονται. Απότομα περνούν από τη χαλαρή απροθυμία στην ταπείνωση και
τον θυμό. Τώρα είναι αυτοί που προσβάλλονται. Και όχι μόνο επαγγελματικά – αλλά
και προσωπικά. Το νταούλι δεν είναι απλώς εργαλείο· είναι προέκταση του εαυτού
τους. Η καταστροφή του είναι για εκείνους απεχθής πράξη επιθετικότητας.
Πού γέρνει το
δίκιο;
Το
ερώτημα αυτό δεν έχει εύκολη απάντηση – όπως όλα τα ανθρώπινα δράματα. Όμως, ας
το δούμε από δύο σκοπιές:
1. Ανθρώπινα –
ηθικά:
Το δίκιο γέρνει
προς τον Χρήστο Μπαντόλια.
Ήταν
ένας άνθρωπος φτωχός, αλλά τίμιος και περήφανος. Δεν ζήτησε ελεημοσύνη· δεν
παρακάλεσε να χορέψει. Χόρεψε με την ψυχή του, ζητώντας μια στιγμή χαράς,
ισότητας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν αδίκησε – δεν απείλησε – δεν
εκμεταλλεύτηκε κανέναν. Ζήτησε το ελάχιστο: να ακουστεί η ψυχή του μέσα από ένα
τραγούδι.
Αντιθέτως,
η στάση των μουσικών –αν και επαγγελματικά δικαιολογημένη– έδειξε έλλειψη
ευαισθησίας. Μπορούσαν να παίξουν με μεράκι για έναν άνθρωπο που χόρευε με τόσο
πάθος, έστω και χωρίς χαρτούρα. Αντί γι’ αυτό, τον «στέγνωσαν» ηχητικά – του
αφαίρεσαν τη δυνατότητα έκφρασης. Σε έναν κόσμο που σπανίζει η αυθεντικότητα,
τιμώρησαν την αληθινή συγκίνηση.
2. Κοινωνικά –
πρακτικά:
Το δίκιο μπορεί
να γέρνει και προς τους μουσικούς.
Αν
δούμε το γεγονός υπό το πρίσμα της καθημερινής βιοπάλης, οι μουσικοί δεν είναι
πλούσιοι – και αυτοί παλεύουν να επιβιώσουν. Το πανηγύρι είναι δουλειά τους,
όχι απλώς διασκέδαση. Αν κάθε χορευτής χόρευε χωρίς να πληρώσει, πώς θα
συντηρούσαν τον εαυτό τους; Έκαναν μια επιλογή – σκληρή ίσως – αλλά κοινωνικά
αποδεκτή στην εποχή τους. Δεν απέβαλαν τον Χρήστο, αλλά του έδειξαν με τρόπο το
«όριο» που επέβαλε η οικονομική συνθήκη.
Συμπερασματικά:
Το
δίκιο, όπως συχνά συμβαίνει στην ανθρώπινη ζωή, μοιράζεται, αλλά όχι ισότιμα.
Οι
μουσικοί είχαν το τυπικό δίκιο με το μέρος τους.
Ο
Χρήστος είχε το ουσιαστικό δίκιο: αυτό που υπαγορεύεται από την καρδιά και την
ανάγκη για αξιοπρέπεια.
Η
πράξη του –η κλωτσιά στο νταούλι– ήταν βίαιη, ναι. Μα δεν ήταν εγκληματική·
ήταν μια κραυγή που δεν χωρούσε αλλού. Ίσως, αν υπήρχε λίγη κατανόηση παραπάνω,
να μην είχε φτάσει εκεί. Ίσως, αν το τραγούδι παιζόταν όπως έπρεπε, ο Χρήστος
να έφευγε χορεύοντας – και το γλέντι να συνεχιζόταν.
Και
τούτο, ίσως, να είναι το πιο τραγικό: ότι όλοι έχασαν εκείνη τη μέρα, επειδή
κανείς δεν έσκυψε λίγο πάνω από την ψυχή του άλλου.