Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Ο Μύθος του Βαλτινού με έμμετρους στίχους, του Δημήτρη Τσιγάρα

 


Ήταν λένε κάποτε και είναι αληθινό

ένας νέος έμπορας από το Βαλτινό.

Είχε τρία άλογα βαρβάτα δυνατά

και ταξίδια έκανε συχνά προς τη Φραγκιά.

 

Δυο τρεις φορές το χρόνο ταξίδευε εκεί

κι έμοιαζε η πραμάτεια του προίκα βασιλική.

Αγόραζε μπακίρια, μετάξια, ασημικά,

υφάσματα, κασμίρια και ρούχα πλουμιστά.

 

Σε ένα απ' τα ταξίδια του, γυρνώντας στο χωριό

κακοκαιριά τον πιάνει κοντά στον Πηνειό.

Πλημμύρισε ο τόπος και βγήκε η Σαλαμπριά

και το νερό απειλούσε τα γύρω τα χωριά.

 

Καθώς λοιπόν για πέρασμα κοιτούσε για να βρει

αντίκρισε μπροστά του γυναίκα μοναχή,

χλωμή μαυροφορούσα, με μακριά μαλλιά,

να τον κοιτάει στα μάτια, βουβή χωρίς μιλιά.

 

Παίρνει αυτός το λόγο και ευθύς την ερωτά.

-Ποια είσαι; Τι γυρεύεις, μονάχη εδώ κυρά;

-Απέναντι πηγαίνω μα το πολύ νερό,

μου έκλεισε το δρόμο και μάταια προσπαθώ.

 

Εκείνος καλοκάγαθος χωρίς να το σκεφθεί

της λέει στ' άλογό του αμέσως ν' ανεβεί.

Και με κινδύνους χίλιους, τα ορμητικά νερά

περάσανε και βγήκαν στην απέναντι μεριά.

 

-Σ' ευχαριστώ λεβέντη μου, χρόνια πολλά να ζήσεις,

για το καλό που μ' έκανες χάρη μη μου ζητήσεις.

Εγώ μονάχα θα σου πω ποια είμαι τι ζητάω,

Χολέρα με φωνάζουνε και στο χωριό σου πάω.

 

Τα πάνω κάτω ήρθανε κι αντάριασε η μέρα

την ώρα που του έλεγε πως ήταν η χολέρα.

Απεγνωσμένος έφερε στη σκέψη τα παιδιά του

την όμορφη γυναίκα του και ράγισε η καρδιά του.

 

Πιάνει σκοτώνει τ' άλογα και καίει την πραμάτεια

και στου θανάτου τη σκιά δακρύζουνε τα μάτια.

Τρέχει κι αρχίζει με φωνές τον κάμπο να οργώνει

ειδοποιεί για το κακό που στο χωριό ζυγώνει.

 

Ανάστατοι οι κάτοικοι τα σπίτια τους αφήσαν'

γέροι γυναίκες και παιδιά, γρήγορα την κολλήσαν'

και πριν προλάβουν για καλά τους έχει ξεκληρίσει

λίγοι προφτάσαν' κρύφτηκαν σε κάποιο εξωκλήσι.

 

Στον Αι Θανάση κρύφτηκαν και με την προσευχή τους

ζητούν βοήθεια απ' το θεό για την καταστροφή τους.

Το Παλιοχώρι χάθηκε, το αφάνισε μια μέρα

στο πέρασμά της από 'κεί η άτιμη χολέρα.

 

Ο άμοιρος ο έμπορας στη Σαλαμπριά πηγαίνει

βουτάει μέσα στα θολά νερά της και πεθαίνει.

Από την ευσπλαχνία του και το φιλότιμό του

χωρίς να θέλει έφερε το χάρο στο χωριό του.

 

Περνά διαβαίνει ο καιρός και φεύγει η χολέρα

και φάνηκε η άνοιξη στο δροσερό αέρα.

Ρίχνονται τότε στη δουλειά πιο κάτω και αρχίζουν

το Βαλτινό του σήμερα όλοι μαζί το κτίζουν.




επικοινωνιστε μαζι μας